Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Εκλογικός νόμος. Μέρος Α, περί δικαίου.


Aς ξεκινήσουμε με μια ευχάριστη παρατήρηση. Ευτυχώς εδώ και αρκετά χρόνια έχουμε ξεπεράσει το επίπεδο της αλλαγής των εκλογικών νόμων στο παρά πέντε των εκλογών ώστε να μετασχηματίζει κατά τον καλύτερο τρόπο το input των δημοσκοπήσεων σε βουλευτικές έδρες του κυβερνητικού στρατοπέδου. Οι αλλαγές γίνονται, κι αυτό δεν είναι καλό. Τουλάχιστον όμως γίνονται στην αρχή κάθε κυβερνητικής θητείας, κι αυτόν τον κανόνα ακολουθεί κι ο Παπανδρέου. Για πρώτη φορά όμως η αλλαγή μοντέλου που προτείνει η κυβέρνηση είναι ουσιώδης και σχετίζεται και με κάποια λειτουργικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας μας.

Απ την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα οι εκλογικοί νόμοι κράτησαν μερικά σταθερά χαρακτηριστικά τα κυριότερα απ τα οποία είναι ότι:

• Με μια ψήφο αποφασίζουμε ταυτόχρονα για την εκτελεστική και την νομοθετική μας εξουσία, δηλαδή την κυβέρνηση και την Βουλή.
• Όλα κράτησαν το 3% ως όριο εισόδου των κομμάτων στην βουλή.
• Όλα τα συστήματα είχαν την μορφή μιας αρκετά ενισχυμένης αναλογικής.
• Οι εκλογικές περιφέρειες ήταν περίπου σταθερές.
• Η ψήφος προς τον βουλευτή καθόριζε την ψήφο στο κόμμα του.

Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό, δηλαδή η μια ψήφος που αφορά ταυτόχρονα και την Βουλή και την κυβέρνηση δεν φωνεί υπέρ της δημοκρατικότητας των εκλογικών νόμων μας. Δεν εφαρμόζεται δηλαδή η αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θα μας επέβαλε να ψηφίζουμε χωριστά για την κυβέρνηση, δηλαδή την εκτελεστική εξουσία και χωριστά για την Βουλή, δηλαδή την νομοθετική. Και βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για την τρίτη εξουσία, την δικαστική.

Όμως, όπως συμβαίνει ακόμη και σε μοντέλα σαν το γαλλικό ή ακόμη περισσότερο σαν το αμερικανικό, όπου επιχειρείται να υλοποιηθεί η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με δεδομένη την θεσμοθέτηση των κομμάτων και την ισχύ τους είναι βέβαιο ότι θα υπήρχε ή θα δημιουργείτο αμέσως κοινό κέντρο αποφάσεων – το κόμμα κι ο αρχηγός του. Άρα στην πράξη θα είχαμε κατάργηση ή έστω νόθευση του προτύπου του Montesqieu. Και αφού δεν τίθεται τέτοιο θέμα με τον νέο νόμο δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσω τους συλλογισμούς σ αυτή την διαδρομή.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό, δηλαδή το όριο του 3% επίσης διατηρείται. Θα μου επιτρέψτε να το σχολιάσω όμως εν ολίγοις κάπως αργότερα.

Όσον αφορά την ενισχυμένη αναλογική, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να απομακρύνεται απ τα ειωθότα. Επειδή όμως η ενίσχυση του πρώτου κόμματος υπήρξε πάντοτε σημείο τριβής στην πολιτική μας σκηνή και είναι κυρίαρχο αίτημα των μικρότερων κομμάτων της βουλής που βρίσκουν εκεί ένα εύκολο πεδίο κριτικής εναντίον των μεγάλων θα το συζητήσουμε αναλυτικά.

Το τέταρτο χαρακτηριστικό αλλάζει όπως φαίνεται ριζικά. Το γερμανικό μοντέλο, του οποίου προσέγγιση φαίνεται ότι έχει προκρίνει η κυβέρνηση, έχει ως χαρακτηριστικό του μονοεδρικές περιφέρειες. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν είναι τόσο αυστηρή και επιτρέπει και κάπως μεγαλύτερες, αλλά πάντως απομακρυνόμαστε πολύ απ το μοντέλο των μεγάλων περιφερειών των 10, 20 και περισσότερων εδρών. Θα το δούμε κι αυτό όσο πιο αναλυτικά γίνεται.

Το τελευταίο σημείο που θα σχολιάσουμε επίσης είναι τα διπλά ψηφοδέλτια που επίσης προβλέπει το γερμανικό μοντέλο, αποσυνδέοντας την ψήφο προς το κόμμα απ την ψήφο προς το πρόσωπο. Η αποσύνδεση αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα μια και είναι εντελώς νέα στο πολιτικό μας τοπίο και φυσικά θα την σχολιάσουμε.

Ας αρχίσουμε όμως απ τα τετριμμένα. Περί απλής ή ενισχυμένης αναλογικής ο λόγος λοιπόν.

Το μέγεθος της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος ήταν το κύριο σημείο αλλαγών στους εκλογικούς μας νόμους. Και οι αλλαγές αυτές ήταν συνταρακτικές. Απ τον νόμο Κουτσόγιωργα του ‘89 που κατάφερνε να δίνει 150 αλλά όχι 151 βουλευτές στο πρώτο κόμμα με πάνω από 46% έως τον νόμο Κούβελα που με 33% εδώριζε αυτοδύναμη κυβέρνηση στον πρώτο, οι διαφορές δεν είναι καθόλου μικρές.

Δεν ήταν τυχαίο ότι οι συζητήσεις για τους εκλογικούς νόμους αφορούσαν κυρίως την αναλογικότητα ή την ενίσχυση του πρώτου κόμματος. Και οι συζητήσεις δεν ήταν λίγες, αφού κι οι αλλαγές εκλογικού νόμου ήταν μπόλικες. Έξι αλλαγές –τόσες μέτρησα - σε 35 χρόνια είναι ρεκόρ για τα δεδομένα των κουτόφραγκων που κρατάν σταθερούς τους νόμους τους.

Μ αυτή την προϊστορία θα διακινδυνεύσω την πρόβλεψη ότι μεγάλο μέρος της συζήτησης που θα διεξαχθεί για τον νέο εκλογικό νόμο θα εστιαστεί και πάλι στην ενίσχυση του πρώτου κόμματος και το κατά πόσον αυτή είναι δίκαιη, έστω κι αν όπως έχει δηλωθεί επανειλημμένα θα είναι στα πλαίσια του νόμου Σκανδαλίδη, δηλαδή των 40 εδρών. Είναι λοιπόν λογική αυτή η ενίσχυση; Δεν θα έπρεπε να πάμε στο μόνο δίκαιο σύστημα, που είναι η απλή, ανόθευτη και άδολη αναλογική;

Η αυθόρμητη απάντηση οποιουδήποτε καλοπροαίρετου πολίτη είναι φυσικά καταφατική. Κάποιοι πολίτες, λίγοι είναι η αλήθεια, αν και συμφωνούν περί του δικαίου, προτάσσουν την αποτελεσματικότητα και παρατηρούν ότι στην Ελλάδα οι συνεργασίες είναι δύσκολες. Προτείνουν δε και τα παραδείγματα των χαζοχαρούμενων κυβερνήσεων Τζανετάκη και Ζολώτα ως εμπειρική απόδειξη του ισχυρισμού τους.

Η δική μου γνώμη είναι κάπως διαφορετική. Ξεκινάει με την παρατήρηση τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα παρουσιάζουν οι συνήθεις συζητήσεις. Και θα ήθελα να σας πείσω γι αυτό για να μπορέσω να προχωρήσω στα επόμενα.

Οι μελέτες των εκλογικών συστημάτων άρχισαν να διεξάγονται στην Ευρώπη και την Αμερική γύρω στην περίοδο της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης, κι αυτό ήταν φυσικό αφού προηγουμένως δεν ετίθετο καν θέμα ψήφου. Ένας απ τους διάσημους πρωτοπόρους της μελέτης του θέματος των εκλογικών συστημάτων ήταν ο μαρκήσιος de Condorcet.

Μαρκήσιος και δημοκρατικός, φλογερός διανοούμενος και ψυχρός μαθηματικός, επαναστάτης και μετριοπαθής ο Condorcet είναι απ τις πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της εποχής και είναι μάλλον ο πρώτος που μελέτησε σχετικά αυστηρά τους τρόπους εκλογής προτείνοντας και μια μέθοδο για την επιλογή μεταξύ υποψηφίων. Η μέθοδος πήρε το όνομά του, κι ακολουθείται μέχρι σήμερα σε περιπτώσεις επιλογής μελών διοικητικών συμβουλίων από πολύ σοβαρές επιχειρήσεις και οργανισμούς.

Ο μαρκήσιος λοιπόν, μελετώντας τις μεθόδους εκλογής έπεσε μπρος σε ένα παράδοξο που κι αυτό πήρε το όνομά του. Το παράδοξο, σε απλή μορφή μπορεί να γίνει εμφανές αν σκεφτούμε τρείς ψηφοφόρους, τους 1, 2 και 3, που επιλέγουν μεταξύ των Α, Β και Γ, με διαβαθμίσεις μεταξύ των τριών. Την προτίμηση θα αναπαραστήσουμε με το σύμβολο του μεγαλύτερου, το >. Έστω λοιπόν ότι οι επιλογές τους είναι :

1: Α>Β>Γ
2: Β>Γ>Α
3: Γ>Α>Β

Το παράδοξο συνίσταται στο ότι ο 1 και ο 2 –δηλαδή η πλειοψηφία- προτιμούν τον Β απ τον Γ. Αλλά τώρα παρατηρούμε ότι ο 1 και ο 3 –δηλαδή πάλι η πλειοψηφία- προτιμά τον Α απ τον Β, άρα θα πρέπει να προτιμηθεί ο Α, απ τον οποίο όμως πάλι η πλειοψηφία, οι 2 και 3, προτιμούν τον Γ.

Πριν 2.500 χρόνια, ο Πλάτων στην Πολιτεία του αντιστοίχισε την πολιτεία με ένα άνθρωπο αντιστοιχίζοντας βέβαια και τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Αν κάνουμε κι εμείς το ίδιο, σκεφτούμε το εκλογικό σώμα σαν ένα ενιαίο όν και το αντιστοιχίσουμε με ένα άνθρωπο, το παράδοξο γίνεται ακόμα εμφανέστερο. Έχουμε κάποιον ο οποίος καλούμενος να επιλέξει μεταξύ βότκας και καφέ επιλέγει καφέ, μεταξύ καφέ και τσαγιού επιλέγει τσάι και μεταξύ τσαγιού και βότκας επιλέγει βότκα.

Βρισκόμαστε σε μια παραλλαγή του προβλήματος του γαιδάρου του Buridan, ενός σχολαστικού του 14ου αιώνα που έλεγε ότι ένας γάιδαρος με δυο δεμάτια σανό σε ίσες αποστάσεις θα πέθαινε απ την πείνα γιατί δεν θα μπορούσε να προτιμήσει ένα απ τα δυό. Το ότι ο Buridan είχε απλώς παραφράσει τον Αριστοτέλη στο περί Ουρανού δεν είναι τόσο γνωστό και για την συζήτησή μας είναι αδιάφορο. Το σημαντικό είναι ότι έχουμε μια θανατηφόρα κατάσταση, ένα πλήρες αδιέξοδο. Κι αυτό είναι το πρώτο πλήγμα κατά της απλοϊκής άποψης ότι στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.

Δυο αιώνες περίπου μετά τον Condorcet, στην δεκαετία του 1950, ο Kenneth Arrow στο βιβλίο του Social Choice and Individual Values συνέταξε ένα κατάλογο προϋποθέσεων για το πώς θα έπρεπε να είναι ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι τόσο λογικές που κανείς άνθρωπος στα συγκαλά του δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει μαζί τους. Το συμπέρασμα όμως του Arrow είναι ότι κανένα εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να τις πληροί. Η δουλειά του αυτή είναι δεκτή ως θεώρημα, που ονομάστηκε Arrow’s impossibility theorem, και ο Arrow πήρε το βραβείο Nobel για αυτή δυο δεκαετίες αργότερα. Φυσικά κι αυτός βρήκε ένα παράδοξο, που ονομάστηκε, πώς αλλιώς, παράδοξο του Arrow και είναι εξέλιξη του παραδόξου του Condorcet.

Βραβείο Nobel πήρε επίσης και ο Amartya Sen, αρκετά πιο πρόσφατα, χρησιμοποιώντας και επεκτείνοντας τα συμπεράσματα του Arrow, και προτείνοντας μεταξύ άλλων ένα πολύ ενδιαφέρον δικό του παράδοξο. Επειδή όμως οι εργασίες των Arrow και Sen και πολλά μαθηματικά έχουν και αφορούν για λόγους γενικότητας και τις διαβαθμίσεις των επιλογών, πράγμα που δεν επιτρέπουν τα υπάρχοντα εκλογικά συστήματα, θα μείνω σε μια απλούστευση του Arrow, την γνωστή ως θεώρημα των Gibbard–Satterthwaite.

Οι Gibbard–Satterthwaite λοιπόν απέδειξαν (μαθηματικά, θεώρημα είναι) ότι για την επιλογή μεταξύ τριών ή περισσότερων υποψηφίων θα ισχύει υποχρεωτικά μια απ τις παρακάτω προτάσεις:

1. Θα έχουμε δικτατορία (ένας επιλέγει τον νικητή).
2. Θα υπάρχει κάποιος ή κάποιοι υποψήφιοι που δεν μπορούν να κερδίσουν.
3. Η ψήφος θα είναι στρατηγική, δηλαδή κάποιοι δεν θα ψηφίζουν αυτόν που προτιμούν αλλά κάποιον άλλον για να παράγουν αποτελέσματα πλησιέστερα σ αυτό που θέλουν.

Εξαιρώντας την πρώτη πρόταση για προφανείς λόγους, θα ήθελα να παρατηρήσετε ότι στην Ελλάδα η δεύτερη και τρίτη πρόταση ισχύουν. Ασφαλώς υπάρχουν υποψήφιοι που είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι δεν μπορούν να κερδίσουν. Στην πραγματικότητα το σύστημά μας είναι δικομματικό, δεν υπάρχουν πάνω από δυο υποψήφιοι που να μπορούν να κερδίσουν.

Επίσης ασφαλώς μας είναι συνηθέστατη η περίπτωση της στρατηγικής ψήφου, με το παράδειγμα του πολίτη που για παράδειγμα ψηφίζει ΚΚΕ όχι επειδή το προτιμά αλλά επειδή έτσι θέλει να δώσει ένα μάθημα στον ΣΥΡΙΖΑ που δεν συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ για να κυβερνήσει, το οποίο επίσης δεν θέλει αλλά θα προτιμούσε απ την Νέα Δημοκρατία που ενδέχεται να συνεργαστεί με το ΛΑΟΣ και να κερδίσει με αποτέλεσμα να δει τον Καρατζαφέρη στην κυβέρνηση πράγμα που δεν θέλει με τίποτε.

Η αποτίμηση όλων αυτών καταλήγει στην επωδό «δίκαιο σύστημα δεν υπάρχει». Για λόγους σχολαστικότητας μια και δεν πρόκειται να το σχολιάσω, θα προσθέσω ότι αυτό ισχύει για πάνω από δυο κόμματα. Κι αυτό είναι απολύτως ακριβές και μαθηματικά τεκμηριωμένο. Μήπως όμως η απλή αναλογική είναι απ τα μη δίκαια συστήματα το λιγότερο άδικο; Η απάντησή μου κι εδώ είναι όχι. Θεωρώ ότι όχι απλώς είναι εξίσου άδικο, αλλά είναι και παράλογο.

Ο λόγος είναι πολύ απλός. Εκ του ότι δυο ή περισσότερα κόμματα έχουν άθροισμα ψήφων πάνω από 50% δεν συνάγεται με κανένα τρόπο ότι ο συνασπισμός τους έχει την λαϊκή πλειοψηφία. Και δεν συνάγεται γιατί κανείς δεν ψήφισε αυτόν τον συνασπισμό, οι πολίτες ψήφισαν τα κόμματα. Οι ψήφοι υπέρ του συνασπισμού τους είναι ακριβώς μηδέν αφού ο συνασπισμός δεν εξετέθη στην λαϊκή ψήφο. Επομένως το να κυβερνά ο συνασπισμός είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή, έχουμε μια κυβέρνηση που απλώς δεν ψηφίστηκε από κανένα.

Επειδή κατά την διάρκεια άσπονδων φιλικών συζητήσεων της τελευταίας τριακονταετίας έχω παρατηρήσει ότι το προηγούμενο επιχείρημα συχνά αντιμετωπίζεται με δυσπιστία θα ήθελα να επιμείνω λίγο με μια σκέψη και με δυο παραδείγματα.

Η σκέψη είναι ότι αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει ένας άξονας αριστεράς- δεξιάς, κάθε κόμμα καταλαμβάνει ένα μέρος του με κάποιες επικαλύψεις. Κάθε κόμμα έχει ένα δεξιότερο κι ένα αριστερότερο τμήμα. Μια σύμπραξη ενός κόμματος με κάποιο που βρίσκεται δεξιά του ασφαλώς ενοχλεί τους πιο αριστερούς ψηφοφόρους του κόμματος και αντίστροφα. Και το ποσοστό ψηφοφόρων ενός κόμματος σε κάθε ένα απ τα τμήματά του δεν καθορίζεται εκλογικά. Επομένως ποτέ δεν γνωρίζουμε την πραγματική θέληση των ψηφοφόρων των κομμάτων για συμπράξεις. Το δε γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μόνον ένας άξονας παρά μόνο στις απλοϊκές αντιμετωπίσεις της πολιτικής κάνει την έκφραση τέτοιου τύπου θελήσεων περίπου αδύνατη. Πάμε όμως σε παραδείγματα.

Υποθέστε ότι στις προηγούμενες εκλογές το ΠΑΣΟΚ έπαιρνε 46% αλλά με εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική δεν έπαιρνε πλειοψηφία, άρα δεν έκανε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε πάνω από 5% άρα το άθροισμα των ψήφων τους ήταν 51%. Ξανά ας υποθέσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ κατάφερνε να τα βρει με τον ΣΥΡΙΖΑ και να κάνουν κυβέρνηση συνασπισμού. Νομίζετε ότι αυτή η κυβέρνηση θα είχε την λαϊκή έγκριση;

Ο δικός μου ισχυρισμός είναι ότι δεν θα την είχε ούτε εκ των προτέρων ούτε εκ των υστέρων. Πολλοί πολίτες που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ των προηγούμενων εκλογών ήταν ένα κόμμα με επιβλαβείς απόψεις σε μεγάλο εύρος θεμάτων, και αντιστρόφως πολλοί από όσους ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι το ΠΑΣΟΚ είναι ένα δεξιό κόμμα που υπηρετεί το κεφάλαιο. Αυτή εξάλλου ήταν η επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως η σύμπραξη των δύο κομμάτων προφανώς θα συναντούσε την αντίδραση των πολιτών αυτών, το σύνολο των οποίων δεν ξέρουμε πόσο μεγάλο είναι, αλλά σίγουρα είναι μεγαλύτερο από 1%, άρα πάλι ο συνασπισμός των κομμάτων δεν έχει την πλειοψηφία. Και ασφαλώς θα ήταν πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να είναι αθροιστικά μεγαλύτερο από 5%, δηλαδή να έχει ψήφους λιγότερες απ το ΠΑΣΟΚ μόνο του.

Ένα δεύτερο παράδειγμα, ίσως ακόμη πιο διαφωτιστικό αφού υπάρχουν και κάποιες μετρήσεις, θα ήταν το ενδεχόμενο σύμπραξης ΝΔ και ΛΑΟΣ, την οποία μάλιστα ο κ. Καρατζαφέρης επεδίωκε. Τώρα, όπως μετρήθηκε απ τις εσωτερικές εκλογές της ΝΔ, η κ. Μπακογιάννη είχε το 40% μέσα στην ΝΔ. Αλλά οι απόψεις της κ. Μπακογιάννη υπήρξαν το κόκκινο πανί για τον ΛΑΟΣ και αντιστρόφως η κ. Μπακογιάννη συχνότατα εκφράστηκε απαξιωτικά για τις απόψεις του ΛΑΟΣ. Μια σύμπραξη των δυο κομμάτων δεν θα συναντούσε την σφοδρή αντίρρηση της κ. Μπακογιάννη και των οπαδών της; Κι αν ας πούμε η ΝΔ είχε πάρει το 44% και το ΛΑΟΣ 7% ώστε το άθροισμα να βγάζει 51%, δεν θα έπρεπε να αφαιρέσουμε το 40% του 44% που δεν θα ήθελε την σύμπραξη εκ μέρους της ΝΔ; Αυτό όμως είναι 18%, που σημαίνει ότι πιθανή σύμπραξη θα είχε ενδεχομένως 51%-18%, άρα μόνον 33%, δηλαδή λιγότερο απ ότι υποθέσαμε ότι θα είχε πάρει η ΝΔ. Και δεν αφαίρεσα ακόμη το ποσοστό των οπαδών του ΛΑΟΣ που θα διαφωνούσαν.

Αυτή όμως η εκ των προτέρων λαϊκή έγκριση δεν είναι το πιο αδύνατο σημείο των επιχειρημάτων των οπαδών της απλής και άδολης αναλογικής. Μια συγκυβέρνηση θα έπρεπε να καταλήξει έστω εκ των υστέρων σε μια συμφωνία για την πολιτική που θα ακολουθηθεί. Επομένως θα έπρεπε να αλλάξουν οι θέσεις και των δυο κομμάτων, καταλήγοντας σε ένα σημείο συνάντησης που δεν έχει την παραμικρή συμφωνία των πολιτών. Όπως οι παλιότεροι θα θυμούνται, η κυβέρνηση Τζανετάκη, προϊόν συμφωνίας μεταξύ της ΝΔ και του τότε Συνασπισμού της Αριστεράς γρήγορα κατηγορήθηκε από την τεράστια πλειονότητα και της αριστεράς και της ΝΔ.

Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν με την κυβέρνηση Ζολώτα στην οποία συνέπραξαν και τα τρία κόμματα της τότε Βουλής, δηλαδή είχε την στήριξη του 100%, όχι του 51%. Σε κάποιες μετρήσεις κατάταξης των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης αυτές οι δυο κυβερνήσεις είχαν την χαμηλότερη βαθμολογία, υποστηριζόμενες από ποσοστά κάτω του 5% του ελληνικού λαού. Δεν χρειάζεται φυσικά να θυμίσω ότι αυτές οι κυβερνήσεις προέκυψαν με τον αναλογικότερο εκλογικό νόμο της μεταπολιτευτικής μας ζωής, που δεν επέτρεπε σε ποσοστά άνω του 46% να παράγουν κυβέρνηση.

Φυσικά οι επίμονοι οπαδοί της απλής, άδολης και ανόθευτης αναλογικής συχνά δεν σταματούν εδώ, αλλά προχωρούν κι άλλο στον κατήφορο της αντίληψής τους. Ο επόμενος ισχυρισμός τους σ αυτήν την επιχειρηματολογία είναι ότι η θέσπιση της απλής αναλογικής θα δημιουργούσε συναινέσεις απ την αρχή. Αυτό όμως με τη σειρά του σημαίνει ότι τα κόμματα θα άλλαζαν εκ των προτέρων τις απόψεις τους ευνοώντας τις συναινέσεις.

Η λογική αυτή όμως σημαίνει ότι οι απόψεις των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων των μικρών, αλλάζουν ανάλογα με το πόσο κοντά στην εξουσία είναι. Κι αυτό δείχνει πλήρη αναξιοπιστία των κομμάτων, και μάλιστα των μικρών που κατηγορούν τους μεγάλους ακριβώς διότι φθείρονται απ την εγγύτητα προς την εξουσία, σωστά;

Κι όχι μόνον αυτό. Το επιχείρημα περιλαμβάνει την προκειμένη ότι οι ενώ οι συναινέσεις θα προωθούνται προεκλογικά, οι συμφωνίες θα γίνουν μετεκλογικά. Γιατί όμως; Γιατί να μη γίνουν και οι συμφωνίες προεκλογικά να ξέρουμε τι ψηφίζουμε, με δεδομένο μάλιστα ότι όπως λένε οι συναινέσεις θα έχουν δημιουργηθεί; Ο μόνος λόγος γι αυτό είναι το ψάρεμα ψηφοφόρων στα θολά νερά. Μήπως η άδολη αναλογική και οι υπερασπιστές της δεν είναι καθόλου άδολοι;

Συνολικά το επιχείρημά μου είναι απλό. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια ομάδα 11 ατόμων που θέλουν να βγουν μαζί το βράδυ. Ψηφίζουν 5 υπέρ μιας παραλιακής ταβέρνας, 4 υπέρ της πρότασης να δουν το Avatar και 2 υπέρ της πρότασης να δουν ένα ουγγροιαπωνικό αριστούργημα υπέρ του οποίου εξεφράσθη ενθουσιωδώς ο Αγγελόπουλος. Θα θεωρούσατε λογικό, επειδή 6 προτείνουν κινηματογράφο να πάνε κινηματογράφο; Κι αν πάνε, που θα πάνε; Μήπως απ το Avatar οι δυο σινεφίλ θα προτιμούσαν την ταβέρνα; Κι αν καταλήξουν σε μια τρίτη άσχετη ταινία, ποιός την έχει ψηφίσει αυτήν; Και ποιος θα την ευχαριστηθεί;

Το μόνο επιχείρημα υπέρ της απλής αναλογικής που απομένει είναι αυτό που κάποιες φορές χρησιμοποιεί το ΚΚΕ, δηλαδή της «έκφρασης του λαού» που τώρα δεν εκφράζεται όπως θέλει αφού προσπαθεί να ψηφίσει κάτι που υπάρχει πιθανότης να εφαρμοστεί, άρα τα μεγάλα κόμματα που έτσι κλέβουν ψήφους απ τα μικρά. Αλλά αυτό έχει ήδη απαντηθεί απ το θεώρημα των Gibbard-Satterthwaite που μιλάει για στρατηγική ψήφο, δηλαδή ότι οι πολίτες δεν εκφράζονται, δεν εκφράζουν την προτίμησή τους, κι αυτό ανεξαρτήτως νόμου, ανεξάρτητα απ το αν θα υπάρχει ή όχι απλή αναλογική. Εξάλλου, ο ισχυρισμός αυτός υπονοεί παμπόνηρα, χωρίς να το λέει φυσικά, ότι με απλή αναλογική το ΚΚΕ πχ θα μπορούσε να συγκυβερνήσει κατά την άποψη του λαού που θα το ψήφιζε και τώρα δεν το ψηφίζει επειδή δεν μπορεί. Αλλά τότε που πάνε τα επιχειρήματα για τις δυο πολιτικές των 5 κομμάτων που είναι ασυμβίβαστες;

Το συμπέρασμά μου είναι νομίζω σαφές. Η απλή αναλογική είναι ένα σύστημα που παράγει κυβερνήσεις χωρίς πρόγραμμα λόγω εσωτερικών διαφωνιών, ή με πρόγραμμα που προκύπτει από συμφωνίες που γίνονται εν κρυπτώ και παραβύστω και που βέβαια δεν έχουν την έγκριση του λαού. Η διαφάνεια πάει περίπατο και οι ηγεσίες των κομμάτων παίρνουν λευκή επιταγή για να κάνουν ότι ακριβώς θέλουν ερήμην του λαού. Αντίο δημοκρατία. Και η έγκριση του λαού δεν υπάρχει ούτε λογικά ούτε ιστορικά, ούτε a priori ούτε a posteriori δηλαδή, για να εισαγάγω τώρα και την Καντιανή διάσταση των ελληνικών όρων «εκ των προτέρων» και «εκ των υστέρων». Αφήστε που τα επιχειρήματα υπέρ της απλής αναλογικής είναι έμπλεα δόλου που δεν συνάδει καθόλου με τις διακηρύξεις υπέρ της.

Αυτός όμως ο δόλος των μικρών κομμάτων εμφανίζεται πεντακάθαρα και σ ένα άλλο σημείο. Στον περιορισμό που ίσχυσε απ το ΄74 σε όλα τα εκλογικά συστήματα, που είναι το φράγμα του 3%. Το 5% του ελληνικού λαού στις προηγούμενες εκλογές ψήφισε κόμματα που δεν έβγαλαν βουλευτές επειδή δεν συγκέντρωσαν το 3%. Όμως το 5% αντιστοιχεί σε 15 βουλευτές που δεν παρίστανται στο κοινοβούλιο και εξαιτίας της ρύθμισης. Εδώ τι συνέβη στο αίσθημα δικαίου των μικρών εντός κοινοβουλίου κομμάτων που απαιτεί την έκφραση της θέλησης του λαού;

Η απάντηση βέβαια είναι ότι υπάρχει το θέμα των τουρκοφώνων της Θράκης που χωρίς αυτό το όριο θα ήταν δυνατόν να στείλουν κάποιο δικό τους κόμμα στην βουλή. Αλλά αυτό απλώς αλλάζει το θέμα. Μπορεί αυτή η ρύθμιση να είναι εξαιρετικά λογική υπό τις παρούσες συνθήκες, όμως αυτό δεν δικαιώνει όσους βλέπουν την αδικία μόνον όταν την υφίστανται αυτοί και όχι όταν την υφίστανται άλλοι. Όποιος δεν βλέπει την αδικία όταν τον ωφελεί δεν δικαιούται να μιλάει για δικαιοσύνη, ούτε καν να επικρίνει όσους συμπεριφερόμενοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τον αδικούν.

Το λέω αυτό διότι φυσικά δεν είναι μόνον το θέμα της Θράκης. Κανείς δεν ξέρει τι ψήφους θα έπαιρναν τα μικρότερα κόμματα που τώρα δεν μπαίνουν στην Βουλή αν το όριο ας πούμε έπεφτε στο 1%. Υπάρχουν τουλάχιστον 8-9 κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής σήμερα αριστεράς κι άλλα 2-3 της δεξιάς που συμμετέχουν σε εκλογές με διάφορα ονόματα και παίρνουν ποσοστά κάτω του 1%. Συνήθως θεωρούμε την ψήφο σ αυτά ψήφο διαμαρτυρίας και ξεμπερδεύουμε.

Όμως κατ αυτή την έννοια, κόμματα διαμαρτυρίας είναι και τα τρία κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης αφού δεν έχουν πιθανότητες να κυβερνήσουν ή να συμμετέχουν σε κυβέρνηση λόγω του εκλογικού συστήματος, και που κατηγορούν τα δυο μεγάλα ότι έτσι τους κλέβουν ψήφους.

Είναι όμως ασφαλώς δυνατόν, και μάλιστα πολύ πιθανόν κάποιοι που θα ήθελαν να ψηφίσουν τα πολύ μικρά κόμματα, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να μπουν στην Βουλή, να ψηφίζουν τα συγγενέστερα προς αυτά που όμως μπαίνουν στην Βουλή. Κι αυτό δεν θα το έκαναν αν το όριο ήταν 1% και άρα είχαν πιθανότητες για έδρες στο κοινοβούλιο. Επομένως αυτό το όριο ενισχύει τα 3 κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ενισχύονται τα δυο μεγάλα από πολίτες που θα ήθελαν να ψηφίσουν τα τρία μικρά. Γι αυτό όμως δεν ακούω κουβέντα απ τα τρία μικρότερα κόμματα της Βουλής.

Ελπίζω να είναι ήδη σαφές ότι η απλή, ανόθευτη και άδολη αναλογική δεν μπορεί να είναι η προτιμότερη επιλογή, ούτε καν μια ανεκτή επιλογή εκτός από κάποιες περιπτώσεις για τις οποίες θα πω δυο κουβέντες στο επόμενο post. Το ερώτημα φυσικά είναι αν υπάρχει κάτι που δικαιολογεί την απομάκρυνση απ την αναλογική με σκοπό την ενίσχυση του πρώτου κόμματος εκτός απ τον παραλογισμό της απλής αναλογικής και των μετεκλογικών συνεργασιών.

Το επιχείρημα είναι απλό και με παράδειγμα είναι ακόμη απλούστερο. Στις προηγούμενες εκλογές το ΠΑΣΟΚ ψηφίστηκε απ το 44%. Τα αποτελέσματα όμως αφορούσαν το 71% των ψηφοφόρων, διότι οι υπόλοιποι, το 29% απείχαν. Η αποχή απ τις εκλογές σημαίνει ασφαλώς αδιαφορία για το αποτέλεσμα των εκλογών. Η αδιαφορία όμως, όπως και να το δει κανείς είναι μορφή ουδετερότητας. Επομένως, η κυβέρνηση είχε το 44% του 71% υποστήριξη και 29% αδιαφορία, δηλαδή 31% του συνόλου θετική ψήφο και 29% ουδέτερη, δηλαδή μη αρνητική. Επομένως είναι αποδεκτή απ το 60% του λαού, κι αυτό της δίνει το δικαίωμα να κυβερνά.

Φυσικά αυτή η ουδετερότητα θα ίσχυε για οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε κόμμα ή σύμπραξη κομμάτων θα την είχε επίσης δεδομένη, άρα με 21% οποιοδήποτε κόμμα θα μπορούσε να κυβερνήσει γιατί θα εδικαιούτο την ανοχή του 29% που δεν εψήφισε. Αλλά μεταξύ των πολλών δικαιουμένων την πρόσθεση αυτή της ανοχής, φυσικά προτιμότερος είναι ο πρώτος.

Το επιχείρημα αυτό, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο είναι ισχυρό, κι έχει και εμπειρική βάση που προκύπτει απ τις πρώτες δημοσκοπήσεις μετά τις εκλογές. Θυμηθείτε ότι συνήθως μετά τις εκλογές οι κυβερνήσεις που παίρνουν ποσοστά κοντά στο 40-45%, εμφανίζουν στήριξη κοντά στο 60% και παραπάνω, πράγμα ακριβώς που το επιχείρημα αυτό τονίζει. Όμως έχει δυο λεπτά σημεία κι ένα τρίτο που ασφαλώς πρέπει να προσεχτεί για να μη στρεβλώνεται το σύστημα.

Το πρώτο είναι ότι θα πρέπει οι κατάλογοι ψηφοφόρων να είναι πλήρως ενημερωμένοι, διότι δεν μπορεί να γίνεται δεκτή ως ανοχή η μη ψήφος των πεθαμένων. Στην Ελλάδα με τα εξαιρετικά πληροφοριακά συστήματα οι κατάλογοι ενημερώνονται όποτε δεν βαριόμαστε, κι αυτό υπονομεύει την εκλογική διαδικασία.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι αυτή η μη ψήφος, ως ουδέτερη, είναι ουδέτερη και για τα επιχειρήματα των αντιπολιτευομένων. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι αν τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης γίνουν κάποια στιγμή αποδεκτά απ την πλειονότητα των μη αδιάφορων, η ουδετερότητα πια ευνοεί αυτά. Δηλαδή από ένα σημείο και μετά, αν το κυβερνητικό σχήμα χάνει ψήφους, η πολιτική ισχύς μεταφέρεται απότομα απ αυτό προς την αντιπολίτευση. Κι αυτό επίσης είναι ένα σημείο σαφέστατα παρατηρήσιμο στα δεδομένα των δημοσκοπήσεων απ την μεταπολίτευση και μετά.

Το τρίτο σημείο είναι ότι φυσικά η ενίσχυση δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλη ώστε να βγαίνει κυβέρνηση και με 21%. Η ενίσχυση αφαιρεί βουλευτικές έδρες απ τα μικρότερα κόμματα, που εξ αιτίας των ορίων του κανονισμού της βουλής για την έννοια του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας μπορεί τελικά να μην έχουν λόγο, πράγμα απαράδεκτο. Πιθανότατα ένα όριο πάνω απ το 40% είναι λογικό, και κάπου εκεί πάει η ενίσχυση του νόμου Σκανδαλίδη, που φαίνεται ότι θα διατηρηθεί.


Τα εκλογικά συστήματα δεν είναι δίκαια. Κανένα από αυτά. Και βέβαια κι ο λαός δεν τα αντιμετωπίζει καθόλου έτσι, τα αντιμετωπίζει ακριβώς όπως προτείνουν οι σύγχρονες θεωρίες σαν παίγνιο στου οποίου τους κανόνες προσαρμόζονται και ψηφίζουν με στρατηγικό τρόπο ώστε να παραγάγουν το αποτέλεσμα που θέλουν. Αν οι κανόνες είναι αρκετά λογικοί και παράγουν λογικό πολιτικό αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικοί. Το μόνο που έχει σημασία είναι οι κανόνες αυτοί να είναι σταθεροί ώστε να διευκολύνονται οι στρατηγικές των πολιτών. Και δυστυχώς εδώ δεν τα πάμε και πολύ καλά.

Αρκετά λοιπόν με την συζήτηση περί απλής ή ενισχυμένης αναλογικής. Μας απομένουν όμως τα περί εκλογικών περιφερειών και των διπλών ψηφοδελτίων που θα τα δούμε στο επόμενο post.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου