Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Διαφθορά μέρος Α.

Έναυσμα για το κείμενο αυτό μου έδωσε η είδηση ότι ο Παπανδρέου αποφάσισε να συγκαλέσει συμβούλιο αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Με δεδομένη την πολυπλοκότητα του προβλήματος το έσπασα σε δυο posts, στο πρώτο απ τα οποία θα προσπαθήσω να περιγράψω την διαφθορά, την έκταση και τα είδη της, στο δε δεύτερο θα προσπαθήσω να την ερμηνεύσω και να προτείνω κάποιες σκέψεις που κατά την γνώμη μου θα βοηθούσαν στην επίλυσή του.

……………………………


Σύμφωνα με τους πίνακες CPI της Transparency International, το 2004 η Ελλάδα βρισκόταν μαζί με το Σουρινάμ στην 49η θέση από την άποψη της διαφθοράς (1). Μια θέση πιο κάτω απ τις Σεϋχέλλες κι αρκετά πιο κάτω απ την Μαλαισία και την Τυνησία που ήταν στην 39η θέση, καθώς και την Μποτσουάνα, την Εσθονία και την Σλοβενία που ήταν στην 31η. Ευτυχώς η γειτονική μας Τουρκία βρισκόταν αισίως στην 77η πράγμα που τουλάχιστον μας επέτρεπε την παρηγοριά ενός χαμόγελου υπεροψίας παρά τα χάλια μας.

Ήταν φυσικό η διαφθορά να αποτελεί κεντρικό θέμα της προεκλογικής ατζέντας της ΝΔ την χρονιά εκείνη. Ο Καραμανλής σαν γένους αρσενικού Νέμεσις άστραφτε και βρόνταγε, εξαπολύοντας μύδρους κατά της κυβέρνησης Σημίτη και υποσχόμενος το τέλος της διαφθοράς. Ο ίδιος ο Σημίτης κατηγορήθηκε σαν αρχιερέας της διαπλοκής. Η ΝΔ και ο Καραμανλής κέρδισαν τις εκλογές.

Πέντε χρόνια αργότερα, το 2009 η Transparency International έδειχνε την Ελλάδα στην 71η θέση των ίδιων πινάκων(2). Αλλά αυτό δεν είναι μεγάλο πρόβλημα. Τα κράτη που μπαίνουν στον κατάλογο αυξήθηκαν άρα μπορούμε να βρούμε κάποια δικαιολογία. Ποιος θα δει εξάλλου ότι ανεξαρτήτως κατάταξης η βαθμολογία μας έπεσε απ το 4.3 στο 3.8;

Το κακό είναι όμως ότι δεν μπορείς να είσαι ούτε εθνικά υπερήφανος. Ακριβώς πάνω από μας στον πίνακα λες και μας δουλεύει είναι η FYROM, και πιο πάνω η Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο, και ωιμέ, η Γκάνα. Και δυστυχώς η Τουρκία μας έχει περάσει πολύ, είναι στην 61η θέση.

Αν οι κατατάξεις σε πίνακες σας φαίνονται λίγο αφηρημένες, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία πιο συγκεκριμένα. Το 13% των Ελλήνων πολιτών κατέφυγε σε φακελάκια το 2008 πληρώνοντας συνολικά 750,000,000 €, δηλαδή 110,000,000 € περισσότερα απ το 2007. Δηλαδή αύξηση κατά 17%, πέντε φορές μεγαλύτερη απ τον ρυθμό ανάπτυξης. Δηλαδή οι οικογένειες του 13% των Ελλήνων χρειάστηκαν από 1450 € για να λαδωθεί η βραδυκίνητη δημόσια διοίκησή μας. Κι αυτό χωρίς να συμπεριλάβουμε τα σοβαρά ποσά, έτσι;. Γιατί το λάδι που χρειάζεται για να πάρεις ένα δημόσιο έργο οσοδήποτε μικρό κοστίζει ασύγκριτα περισσότερα χρήματα που δεν χωράν σε φακελάκι.

Πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η διαφθορά; Η απάντηση του πολίτη και κατά συνέπεια των κομμάτων είναι απλή. Το μόνο που χρειάζεται είναι η θέληση να λυθεί το θέμα, η πολιτική βούληση. Αυτής δεδομένης, θα πέσουν κάποια κεφάλια, θα μπει το μαχαίρι βαθειά ως το κόκκαλο κι έτσι θα αναπτυχθεί ο φόβος που φυλάει τα έρμα. Φυσικά θα χρειαστεί η συνεργασία όλων των αρμόδιων πάνω στο θέμα. Η κυβέρνηση, η βουλή, η δημόσια διοίκηση συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας και η δικαιοσύνη βέβαια. Α, κι η τηλεόραση και ο τύπος γενικότερα, το ξέχασα. Και οι διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις.

Ο τύπος με το ρεπορτάζ του θα αναδείξει περιπτώσεις διαφθοράς φωνάζοντας σ όλους τους τόνους. Η κυβέρνηση, ενδεχομένως σε συμφωνία με τα υπόλοιπα κόμματα θα πάρει διοικητικά μέτρα και θα προτείνει αυστηρούς νόμους, που θα ψηφίσει η βουλή. Η βουλή επιπλέον θα συζητήσει τις περιπτώσεις διαφθοράς στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, ίσως προχωρώντας και σε εξεταστικές επιτροπές όπου είναι δυνατόν. Η δημόσια διοίκηση θα κάνει κι αυτή τις επιτροπές της, τις ένορκες διοικητικές εξετάσεις της, θα βγάλει φιρμάνια και θα καθιερώσει αυστηρότερες διαδικασίες ελέγχου. Οι εισαγγελείς θα διατάξουν ανακρίσεις ώστε οι κατηγορούμενοι να συλληφθούν και να τιμωρηθούν παραδειγματικά για να υπάρξει αποτροπή στο μέλλον.

Μόνο που η μέθοδος δεν δουλεύει, όπως γενικότερα δεν δουλεύει κανενός είδους βολονταρισμός στην πολιτική, όσο κι αν πουλάει. Η διαφθορά συμβαίνει ακριβώς στην δημόσια διοίκηση συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, των οποίων οι ηγεσίες μέχρι τρίτου βαθμού καθορίζονται απ τις κυβερνήσεις, που χρειάζονται τον τύπο για να έχουν προπαγάνδα υπέρ τους, ο δε τύπος την παρέχει έναντι πανάκριβων τιμημάτων, όπως πχ την συμμετοχή των ιδιοκτητών του σε διαγωνισμούς του δημοσίου που φυσικά κερδίζουν.

Το όργανο που διαθέτει η όποια κυβέρνηση για να λύνει προβλήματα είναι η δημόσια διοίκηση. Αν το όργανο με το οποίο προσπαθείς να βάλεις τέλος στην διαφθορά είναι διεφθαρμένο όμως, τα πράγματα είναι δύσκολα. Γι αυτό κι η λαϊκή αντίληψη οδηγείται σε μαγικές λύσεις με μεσσίες που παρακάμπτουν τους θεσμούς. Οι λύσεις αυτές συνήθως περιλαμβάνουν ένα αδιάφθορο αρχηγό που σε πείσμα όλων των απατεώνων κόβει κεφάλια και επανιδρύει το κράτος. Αν αυτό το σενάριο σας θυμίζει την ιστορία των τελευταίων πέντε έξι ετών, παρακαλώ να θυμηθείτε και την αποτυχία του.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τακτοποιήσουμε λίγο τα πράγματα. Διαφθορά εμφανίζεται παντού στο κράτος, απ την κυβέρνηση μέχρι τα τελευταία στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Με δεδομένο ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη της δημόσιας διοίκησης τοποθετούνται στις θέσεις τους απ την κυβέρνηση, υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους, μια γκρίζα περιοχή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και διάκριση του τύπου της διαφθοράς που αναπτύσσεται.

Όσο κινούμεθα προς τα πάνω στην ιεραρχία η διαφθορά αναπτύσσεται στην επαφή του κράτους με τους προμηθευτές του δημοσίου, ενώ όσο πάμε προς τα κάτω έχουμε διαφθορά κυρίως στη σχέση της διοίκησης με τους ελεγχόμενους απ αυτήν πολίτες, όπως και τους πολίτες που είναι πελάτες του κράτους. Θα μπορούσαμε επιπλέον να διακρίνουμε την διαφθορά στην σχέση των προμηθευτών με την υψηλού επιπέδου διοίκηση, στην καθαρά οικονομική διαφθορά και την πολιτική διαφθορά, με ή χωρίς την διακίνηση χρημάτων. Είναι προφανές ότι όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία τόσο θα συναντούμε περισσότερη πολιτική διαφθορά. Έχουμε επομένως πέντε είδη διαφθοράς.

* την πολιτική, χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα
* την πολιτική, με οικονομικά ανταλλάγματα
* την καθαρά οικονομική, σε σχέση με τους προμηθευτές
* την οικονομική, σε σχέση με τους ελεγχόμενους πολίτες
* την οικονομική, σε σχέση με τους πολίτες ως πελάτες.


Το πρώτο είδος διαφθοράς είναι το δυσκολότερο να εντοπιστεί. Ο πολιτικός θέλοντας περισσότερη δημοσιότητα στα τηλεοπτικά κανάλια ή στις στήλες των εφημερίδων, ή ζητώντας την στήριξη παραγόντων που φέρνουν ψήφους, προσφέρει σε κάποιον ισχυρό την δική του υποστήριξη φροντίζοντας για κάποιο παραθυράκι στους νόμους, ψηφίζοντας μια απόφαση υπέρ του ισχυρού ή δημιουργώντας ένα κλίμα που θα τον ευνοήσει. Εδώ παρουσιάζεται η γνωστή μας διαπλοκή με τους νταβατζήδες του κυρίου Καραμανλή. Στην ευτελέστατη μορφή της η διαφθορά αυτού του τύπου εκφυλίζεται στο απλό ρουσφετάκι.

Οι πολιτικοί και τα κόμματα όμως δεν έχουν ανάγκη μόνον απ την προβολή ή την ευνοϊκή μεταχείριση που κάποιοι νταβατζήδες θα τους εξασφαλίσουν, ούτε τους φτάνει το ρουσφέτι. Χρειάζονται και χρήματα για τις συγκεντρώσεις τους, για το διαφημιστικό τους υλικό και τα τοιαύτα. Τέτοιου τύπου διαφθορά ήταν τα χρήματα που προσέφερε ο Χριστοφοράκος της Siemens -κατά δήλωσή του- σε όλα τα κόμματα και κατ επώνυμη αναφορά στον ομολογήσαντα Τσουκάτο και τον μακαρίτη τον Βαρθολομαίο. Αυτό είναι το δεύτερο είδος διαφθοράς, που βέβαια σχετίζεται πολύ με το πρώτο.

Ας παρατηρήσουμε εδώ ότι τα δυο αυτά είδη διαφθοράς απαιτούν εξαιρετική λεπτότητα, κυρίως το πρώτο. Σε κάποια δεξίωση ο πολιτικός μας συναντά τον ισχυρό παράγοντα. Μεταξύ τυρού και αχλαδίου, μετά από μια εισαγωγική συζήτηση όπου οι δυο άνδρες ανακαλύπτουν την πολιτική τους συμφωνία, ο παράγων θέτει υπ όψιν του πολιτικού κάποιο πρόβλημά του. Ο πολιτικός δείχνει ενδιαφέρον και παρατηρεί ότι αυτό είναι γενικότερο πρόβλημα που πρέπει να απασχολήσει τον λαό, απορεί δε που δεν το έχουν αναδείξει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της κυριότητας ή της επιρροής του ισχυρού. Αυτός με την σειρά του δηλώνει εντυπωσιασμένος ότι η ιδέα αυτή του πολιτικού είναι εξαιρετική και του ζητά να εμφανιστεί σε μια εκπομπή για να υποστηρίξει την κοινή τους θέση.

Κάτι αντίστοιχα λεπτό γίνεται κι αν υπάρχει οικονομικό αντάλλαγμα, δηλαδή στο δεύτερο είδος διαφθοράς. Ο επιχειρηματίας εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για κάποιο διαγωνισμό. Ο πολιτικός διαβεβαιώνει τον επιχειρηματία ότι και ο ίδιος και το κόμμα του θα κάνουν κάθε τι δυνατόν ώστε να μην αδικηθεί γενικά στους διαγωνισμούς προμηθειών του δημοσίου αλλά και στον συγκεκριμένο ειδικότερα. Περί το τέλος του γεύματος, και αφού μεσολαβήσει και μια συζήτηση για αθλητικά ή καλλιτεχνικά θέματα της αρμοδιότητας του, ο ισχυρός παράγων προσφέρει στον πολιτικό και μια επιταγή για να ενισχύσει το κόμμα που έτσι κι αλλιώς το εκτιμά πολύ και το deal έγινε.

Παρατηρήστε ότι ο λεπτεπίλεπτος τρόπος με τον οποίο συζητούνται οι συμφωνίες σ αυτά τα δυο πρώτα είδη διαφθοράς αποτελεί εξαιρετικό ανάχωμα απέναντι σ οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδοθούν ευθύνες. Πουθενά δεν υπάρχει το quid pro quo. Οι δυο κινήσεις που σφραγίζουν το deal εμφανίζονται ως ασύνδετες μεταξύ τους. Ακόμα κι αν υπήρχε η δυνατότητα καταγραφής της συζήτησης και παρουσίαση της καταγραφής αυτής σ ένα δικαστήριο, κανείς δικαστής δεν θα μπορούσε να καταδικάσει τους εμπλεκόμενους. Γι αυτό ισχύει το αξίωμα οτι ένα πολιτικό υψηλού επιπέδου δεν τον στέλνεις στην φυλακή, τον στέλνεις σπίτι του.

Επιτρέψτε μου μια ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική αναλογία. Φανταστείτε μια πόρνη που δεν ζητάει ποτέ χρήματα απ τους πελάτες της. Οι ίδιοι αφήνουν μόνοι τους ότι θέλουν στο τέλος σ ένα φακελάκι χωρίς συζήτηση, ή έστω λέγοντας ότι θέλουν να της προσφέρουν ένα δωράκι. Φυσικά οι πελάτες επιλέγονται από ένα κύκλο βεβαιωμένα γενναιόδωρων κυρίων. Μια τέτοιου είδους πορνεία θα εξασφάλιζε το ακαταδίωκτο, αφού κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει το σεξ ούτε τα δωράκια μεταξύ εραστών, σωστά; Ελπίζω επίσης να είναι σαφές κατόπιν αυτού ότι ο λόγος για τον οποίο διώκονται οι πόρνες είναι ότι δεν έχουν κατακτήσει το επίπεδο διαλόγου του πολιτικού με τον ισχυρό παράγοντα. Η δίωξή τους είναι απλώς γλωσσικό θέμα, έστω θέμα τρόπων, που είναι τελικά το ίδιο.

Το επόμενο είδος διαφθοράς, το τρίτο, αφορά την επαφή των decision makers με τους προμηθευτές του δημοσίου. Είναι προφανές ότι σ αυτή την περίπτωση έχουμε μια πολύ πιο συγκεκριμένη συναλλαγή. Ο πολιτικός, συχνά διευθυντής δημόσιου οργανισμού που θα πάρει απόφαση για την επιλογή κάνει σαφή στον υποψήφιο προμηθευτή την πρόθεσή του να δώσει την δουλειά στον προσωπικό του πλειοδότη, τον οποίο θα καταστήσει μειοδότη του διαγωνισμού. Συνήθως χρησιμοποιείται ένας κοινής εμπιστοσύνης ενδιάμεσος για τις επαφές. Τυπική περίπτωση τέτοιου είδους διαφθοράς, αν βέβαια οι καταγγελίες αληθεύουν, είναι η περίπτωση Παυλίδη.

Υπάρχουν αρκετές τεχνικές που κάνουν δυνατή αυτή την μέθοδο, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφικοί διαγωνισμοί, το σπάσιμο ενός μεγάλου έργου σε μικρότερα ώστε να μπορεί να παρακαμφθεί ο διαγωνισμός από αναθέσεις, οι καθυστερήσεις δια των συνεχών ενστάσεων που πάλι σε αναθέσεις οδηγούν, η δημιουργία consortium εταιρειών καθ υπόδειξιν του δωρολήπτη ώστε να συνεργασθούν οι εταιρείες για να μειωθεί ο ανταγωνισμός και άλλες. Ο κατάλογος που ανέφερα προφανώς δεν είναι εξαντλητικός αφού η εφευρετικότητα των decision makers είναι ανεξάντλητη όταν πρόκειται για το συμφέρον τους.

Όλα τα παραπάνω είδη διαφθοράς συμβαίνουν σε υψηλά κλιμάκια εξουσίας πέρα απ τον ορίζοντα του μέσου πολίτη που δεν μπορεί να τα δει καθαρά, μπορεί απλώς να τα υποθέσει ή να ακούσει γι αυτά απ τις εξειδικευμένες στο θέμα εκπομπές των διαφόρων τηλεοπτικών εισαγγελέων. Και βεβαίως ο μέσος τηλεθεατής δεν υποπτεύεται ότι ακριβώς αυτές οι εκπομπές είναι ένα απ τα εργαλεία της διαφθοράς αυτού του τύπου, με αμυντικό αυτή τη φορά τρόπο.

Την κατάλληλη στιγμή, η δυσφήμιση ενός κόμματος. ενός πολιτικού στελέχους που βρίσκεται σε καίρια θέση ή μιας εταιρείας που συναλλάσσεται με το δημόσιο, λειαίνει την οδό της επιλογής του κατάλληλου προμηθευτή, που τυχαίνει ας πούμε να είναι ένας απ τους ιδιοκτήτες του τηλεοπτικού σταθμού που προβάλλει την εκπομπή. Μια τέτοιου τύπου δραστηριότητα μπορεί να μειώσει σοβαρά το κόστος της κάτω απ το τραπέζι οικονομικής συναλλαγής αυξάνοντας όμως την πιο επικίνδυνη πολιτική συναλλαγή, που δεν αποτελεί μικρότερη διαφθορά. Επιπλέον σε κάποιες περιπτώσεις αυτονομημένων δημοσιογράφων μπορεί να αποτελεί πίεση για συμμετοχή στη μίζα, πράγμα που συνολικά την αυξάνει βέβαια. Εδώ βρισκόμαστε στον ωκεανό της λεγόμενης διαπλοκής.

Τα είδη της διαφθοράς που είναι αμέσως ορατά στον μέσο πολίτη είναι τα δυο τελευταία. Στο ένα, το τέταρτο με τη σειρά που τα ανέφερα, έχουμε την περίπτωση που ο πολίτης υφίσταται έλεγχο από κρατικούς λειτουργούς, για παράδειγμα εφοριακούς, αστυνομικούς, δικαστές κλπ. Ο πολίτης έχει παραβεί τον νόμο είτε από πρόθεση, είτε από αδυναμία να είναι νόμιμος, είτε επειδή δεν καλύπτει κάποιες απαιτούμενες τυπικότητες, και βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα ή να αναδεχθεί τις συνέπειες του νόμου ή να χειριστεί το θέμα λίγο πιο προσωπικά, επιλύοντας το σε χαμηλούς τόνους με τον αρμόδιο υπάλληλο. Αν η φορολογία σου είναι τόση ώστε να σου εξαφανίζει την βιωσιμότητα της επιχείρησής σου, ασφαλώς θα προτιμήσεις να πληρώσεις το 1/5 του νομίμου ποσού σε φακελάκι. Κι αν συνηθίσεις αυτή τη μέθοδο, θα την συνεχίσεις κι όταν η επιχείρησή έχει ανδρωθεί. Γιατί να μη βγάλεις το κάτι παραπάνω; Αν οι δαιδαλώδεις κανονισμοί και εγκύκλιοι σου απαγορεύουν να πάρεις άδεια για το συνεργείο που ονειρευόσουν, θα πληρώσεις τον ελεγκτή του δήμου για να στην δίνει μονίμως προσωρινά. Αν το μπαράκι σου κάνει θόρυβο κι ενοχλεί τους περιοίκους, θα πληρώσεις κάτι τι στον αστυνομικό που θα έρθει να σε ελέγξει. Αν το σπιτάκι που έκτισες έχει υπερβάσεις ή είναι αυθαίρετο, ο μηχανικός της πολεοδομίας εστιάζοντας την προσοχή του στο πολύχρωμο φακελάκι που θα του δώσεις θα αποσπαστεί και δεν θα καταφέρει να διακρίνει την παράβαση.

Το τελευταίο είδος διαφθοράς, επίσης αμέσως ορατής απ τον μέσο πολίτη, σχετίζεται με την μειωμένη προσφορά ανελαστικών αγαθών και υπηρεσιών από το ίδιο το κράτος του οποίου ο πολίτης καθίσταται πελάτης. Η στενότητα παροχής αυτών των αγαθών και υπηρεσιών, εξαιρετικά καλά μελετημένη και θεωρητικά δικαιολογημένη, παράγει ουρές αναμονής που για να ξεπεραστούν πρέπει να λαδωθεί η μηχανή. Αν η εγχείρηση ανοικτής καρδιάς που πρέπει να κάνεις αμέσως χρειάζεται έξι μήνες αναμονή, ή θα πληρώσεις τον ιδιώτη γιατρό που θα στην κάνει γρήγορα, ή θα αντιμετωπίσεις τον γιατρό του ΕΣΥ σαν ιδιώτη, απλώς αρκετά φθηνότερο μια και δεν θα σου χρεώσει το κόστος κλίνης για μια βδομάδα και μονάδας εντατικής θεραπείας για δυο μέρες, ούτε το κόστος απόσβεσης του χειρουργείου και των οργάνων του, αφού αυτά τα έξοδα θα τα αναλάβει το κράτος. Αν χρειάζεσαι πέντε μήνες αναμονής για να σου έρθει το ηλεκτρικό ρεύμα που χρειάζεται η επιχείρησή σου για να λειτουργήσει θα δώσεις ένα μικρό γρηγορόσημο και το ρεύμα θα έρθει μεθαύριο. Οι παλιότεροι μπορούν να θυμηθούν την μπίζνα που είχε αναπτυχθεί την δεκαετία του ’80 απ την έλλειψη γραμμών τηλεφώνου. Αυτό το τελευταίο είδος διαφθοράς βαίνει μειούμενο καθώς καταργούνται τα κρατικά μονοπώλια τα τελευταία 20 χρόνια, παραμένουν όμως ισχυροί θύλακες αντίστασης και κυρίως το ΕΣΥ.

Όπως προφανώς ξέρατε αλλά ελπίζω να είδατε λίγο πιο τακτοποιημένα, το πρόβλημα της διαφθοράς είναι εξαιρετικά πολυδαίδαλο και δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Αφορά πολύ μεγάλα ποσοστά δημοσίων λειτουργών, και με δεδομένο ότι οι πράξεις που σχετίζονται μ αυτήν διεκπεραιώνονται σε κλειστά δωμάτια με τους ενδιαφερόμενους να ωφελούνται απ την συναλλαγή, δηλαδή να μην έχουν συμφέρον να την καταγγείλουν, η επίλυσή του με αστυνομικά μέτρα είναι ατελέσφορη. Αφήστε που η έκταση του φαινομένου είναι τέτοια ώστε οι φυλακές δεν θα χωρούσαν τους παραβάτες. Ένας αστυνομικός μπορεί να σταματήσει ένα αυτοκίνητο του οποίου ο οδηγός δεν φοράει ζώνη ή μιλάει στο κινητό. Αν όμως το αυτοκίνητο έχει φυμέ τζάμια το πράγμα δυσκολεύει πολύ, κι αν οι παραβάτες είναι το 90% των οδηγών η επιβολή του νόμου είναι απλώς αδύνατη.

Δεν μπορούμε λοιπόν να κάνουμε τίποτε για την διαφθορά; Νομίζω ότι μπορούμε υπό κάποιες προϋποθέσεις μερικές απ τις οποίες αυτό τον καιρό συντρέχουν. Αλλά χρειάζεται μια σχετικά βαθύτερη κατανόηση του φαινομένου. Η όποια αποσπασματική αντιμετώπιση δεν μπορεί να δώσει λύσεις, η λερναία ύδρα θα βγάλει φρέσκα κεφαλάκια. Γι αυτό στο επόμενο post θα προτείνω μια συνολική αντίληψη για το τι παράγει την διαφθορά, τι είδους πολιτικές μπορούν να ασκηθούν για την ελάττωσή της και μερικά παραδείγματα για το πώς αυτές οι πολιτικές μπορούν να εξειδικευτούν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

............................

(1) www.transparency.org/policy_research/surveys_indices/cpi/2004
(2) www.transparency.org/policy_research/surveys_indices/cpi/2009/cpi_2009_table

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Μεταναστευτικό.

Ο Ραχίμ κι ο Μαλίκ έσκυψαν όσο μπορούσαν και κράτησαν την αναπνοή τους καθώς ο Τούρκος ταγματάρχης φώτιζε με το φακό του τα κιβώτια με τα φρούτα που βρίσκονταν παντού γύρω τους μέσα στο φορτηγό. Ήταν η τρίτη φορά που τους σταματούσαν για έλεγχο σ αυτό το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού τους απ το ιρανικό Ντερίκ στο τουρκικό Γιαβουζλάρ. Ούτε αυτοί ούτε οι υπόλοιποι 50 συνεπιβάτες τους βέβαια ήξεραν ότι δεν κινδύνευαν σοβαρά αφού ο ταγματάρχης ήταν, έμμισθο βέβαια, μέρος του συστήματος που τους μετέφερε απ το Μπανγκλαντές στην Ελλάδα, σ ένα ταξίδι 7000 χιλιομέτρων.

Οι δυό Μπανγκλαντεσιανοί είχαν κλείσει την συμφωνία πριν από ένα μήνα. Οι τελευταίες πλημμύρες στο Ρατζσαχί είχαν εξαφανίζει την τελευταία τους πιθανότητα να βρουν οποιαδήποτε δουλειά, κι οι μεταδοτικές ασθένειες θέριζαν γύρω τους. Αυτή η κατάσταση φυσικά έκανε την συμφωνία τους αρκετά ακριβότερη. Θα τους κόστιζε 4000 ευρώ, δηλαδή λίγο περισσότερο απ τα εισοδήματα 10 ετών στην περιοχή που ζούσαν. Αλλά μήπως είχε σημασία; Έτσι κι αλλιώς δεν θα έδιναν τίποτε, και τρία ή τέσσερα χρόνια δουλειάς για να τα ξοφλήσεις δεν έχουν διαφορά. Και μόνο το να είσαι στην Ελλάδα, να ζεις σ ένα χώρο με τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό και θέρμανση, να μπορείς να βγεις έξω και να χαθείς στα φώτα, να βλέπεις αυτές τις υπέροχες προκλητικές γυναίκες που κυκλοφορούν στο δρόμο είναι περίπου παράδεισος.

…………………………………………….

Παρά το κλίμα δυσαρέσκειας στους κατοίκους απ την προσέλευση μεταναστών, το σύστημα δουλεύει ρολόι. Ο Ραχίμ κι ο Μαλίκ θα δουλέψουν σε δουλειές που κανείς Έλληνας δεν θα δεχόταν να κάνει, μ αυτά τα λεφτά τουλάχιστον. Θα μαζέψουν ροδάκινα που αλλιώς θα σάπιζαν, θα βάψουν σπίτια που αλλιώς θα έμεναν άβαφτα, θα δουλέψουν στις βιοτεχνίες που αλλιώς θα έκλειναν. Επομένως θα παραχθεί αξία, της οποίας μικρό μέρος θα πάρουν. Οι εργοδότες τους και οι καταναλωτές των υπηρεσιών τους θα βγουν κυρίως ωφελημένοι. Και απ εδώ και κάτω θα αρχίσει να κινείται και η αγορά.

Στο χωριό ο αγρότης που τους έβαλε στα ροδάκινα θα αυξήσει το εισόδημά του. Το σπίτι που βάφτηκε θα ενοικιαστεί ταχύτερα. Ο βιοτέχνης θα πουλήσει και θα πληρώσει τους εργαζόμενους, και τους μετανάστες και τους ντόπιους που διατηρούν τις δουλειές τους. Οι ίδιοι, έστω και με τα ελάχιστα χρήματα που θα πάρουν, θα πληρώσουν το ενοίκιο τους, το φαγητό που θα φάνε, τα δυο ρουχαλάκια που θα αγοράσουν για να ντυθούν. Έτσι θα συντηρήσουν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, την θέση ταμία στο σουπερμάρκετ και της πωλήτριας των ρούχων. Και βέβαια οι ιδιοκτήτες του σουπερμάρκετ και του μαγαζιού ρούχων θα έχουν κέρδος. Και θα πληρώσουν και εφορία.

Μεταξύ των ετών 1992 και 2007, δηλαδή απ την έναρξη περίπου του μεταναστευτικού κύματος μέχρι του σημείου που μπορώ να βρω απολογιστικά στοιχεία, το κατά κεφαλήν ελληνικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν ανέβηκε απ τις 14,085 στις 28,422 δολάρια, δηλαδή υπερδιπλασιάστηκε. Η ανεργία το 1992 ήταν στο 8.3%, και κατά σύμπτωση το 2007 ήταν πάλι 8.3%, δηλαδή δεν αυξήθηκε. Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι οι μηχανισμοί μέτρησης της ανεργίας ήταν πιο μεροληπτικοί (υπέρ των κυβερνήσεων εννοώ) απ αυτούς του 2007, η πραγματική ανεργία πρέπει να μειώθηκε. Κι αυτό παρά το ότι στο μεταξύ είχαν εισρεύσει στην Ελλάδα περίπου 1.5 εκατομμύριο μετανάστες.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Τίποτε το σπουδαίο, εκτός απ το ότι οι μετανάστες δεν παίρνουν δουλειές ντόπιων αλλά τους δίνουν, καθώς και ότι τους αυξάνουν σοβαρά το εισόδημα. Αυτό βεβαίως έρχεται σε αντίθεση με την γνωστή εναντίον των μεταναστών προπαγάνδα, αλλά κι αυτό είναι ευεξήγητο όπως σε λίγο θα προσπαθήσω να δείξω.

Ακούω ήδη στο δεξί μου αυτί την άγρια, απειλητική φωνή που μιλάει ειρωνικά. «Δηλαδή αφού είναι έτσι να φέρουμε κι άλλους 10-20 εκατομμύρια μετανάστες, να μηδενίσουμε την ανεργία και να κονομήσουμε. Όλα καλά δεν λες ότι είναι;»

Δεν λέω καθόλου κάτι τέτοιο. Λέω ότι το πρόβλημα πρέπει να το αναζητήσουμε σε πολύ διαφορετικό σημείο απ αυτό που συνήθως μας βάζουν να ψάχνουμε. Και συγχωρήστε μου την αδιαφορία για το αν αυτά που λέω συμβαδίζουν με την κοινή αντίληψη.

Όπως προηγουμένως είπα, οι μετανάστες δεν παίρνουν δουλειές από ντόπιους γιατί κάνουν δουλειές που οι ντόπιοι δεν θα έκαναν ποτέ. Αυτό όμως με όρους οικονομίας της αγοράς σημαίνει απλούστατα ότι οι δουλειές που συντηρούνται είναι με τα δεδομένα των ντόπιων αντιοικονομικές. Δηλαδή δεν πρέπει να συντηρούνται. Και παρόλο που η κυρίαρχη ιδεολογία τους υποχρεώνει να διακηρύσσουν το αντίθετο, εγώ θα συμφωνήσω με τα έργα κι όχι τα λόγια τους.

Για να το δούμε αυτό λιγάκι. Σύμφωνα με τη λογική της αγοράς και τις πραγματικές επιθυμίες των Ελλήνων που εκφράζονται με τις οικονομικές τους δραστηριότητες, τα ροδάκινα που μάζεψαν οι μετανάστες μας δεν έπρεπε να μαζευτούν αφού κανείς Έλληνας δεν ήθελε να τα μαζέψει. Η βιοτεχνία στην οποία δούλεψαν και την οποία όπως είπαμε συντήρησαν, για τον ίδιο λόγο δεν έπρεπε να συντηρηθεί. Όσο και να φωνάζουν οι διαπρύσιοι κήρυκες των δήθεν φιλολαϊκών συνθημάτων, δεν είναι δυνατόν να έχεις μια οικονομία που δουλεύει με αγροτικά προϊόντα και υφαντουργία και ταυτόχρονα να έχεις το επίπεδο ζωής που θέλει ο μέσος Έλληνας.

Τα οπωροκηπευτικά και τα ρούχα της ποιότητας που παράγουν οι ελληνικές υφαντουργίες μπορούν να παραχθούν πολύ φθηνότερα στην Ινδία, το Μπανγκλαντές, την Βουλγαρία κλπ. Το να τα παράγουμε στην Ελλάδα θα σημαίνει υποχρεωτικά δυο πράγματα. Ότι το εισόδημά μας θα είναι μικρό αφού αυτά που θα παράγουμε δεν θα αξίζουν και ότι τα λιγοστά μας κεφάλαια θα δεσμεύονται σε άχρηστες δουλειές, άρα δεν θα έχουμε να χρηματοδοτήσουμε επικερδείς δραστηριότητες.

Είναι σαφές εδώ ότι υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση μεταξύ των όσων οι Έλληνες φαίνεται να πιστεύουν στα λόγια και όσων τα έργα τους λένε. Για την ώρα βέβαια αυτή η αντίφαση καλύπτεται από ένα μηχανισμό επιδοτήσεων και δασμών. Το ελληνικό ροδάκινο φτάνει στο σουπερμάρκετ στην τιμή του 1,5 ευρώ, δηλαδή περίπου όσο φθάνει και το εξωτικό μάνγκο απ το Μπανγκλαντές. Όμως η τιμή του ροδάκινου στην πραγματικότητα είναι αρκετά μεγαλύτερη, απλώς ένα μέρος των χρημάτων που καταβάλλουμε ως καταναλωτές το παίρνουν οι παραγωγοί και άλλοι εμπλεκόμενοι εκτός σουπερμάρκετ, απ τις επιδοτήσεις. Μας το παίρνουν δηλαδή στην φορολογία. Και η αξία του μάνγκο στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρότερη, αλλά ένα μέρος των χρημάτων πάει πάλι στην εφορία ως τέλη και δασμοί που πληρώνει ο παραγωγός για να το εισαγάγει - και βέβαια το προσθέτει στο κόστος που το πληρώνουμε πάλι εμείς.

Ο καταναλωτής σήμερα βλέπει την ίδια τιμή στα δυο φρούτα, κι εφόσον δεν ξέρει την γεύση του μάνγκο ή εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να κρίνει την ποιότητά του ενώ του ροδάκινου μπορεί, προτιμά το σίγουρο ροδάκινο. Για φανταστείτε τώρα τι θα γινόταν αν αυτός ο μηχανισμός έλειπε. Στο ράφι του σουπερμάρκετ το ροδάκινο θα κόστιζε ας πούμε 2.5 ευρώ και το μάνγκο 70 λεπτά. Ναι αλλά τότε ο καταναλωτής θα έπαιρνε ίσως μάνγκο. Και θα του άρεσε βέβαια, και θα ξανάπαιρνε. Και τα χρήματα του, ή μέρος αυτών, θα πήγαιναν στο αγρότη του Μπανγκλαντές. Και τότε αυτός θα μπορούσε να ζήσει στον τόπο του, ενώ σήμερα δεν μπορεί. Κι επομένως έρχεται μετανάστης στην Ελλάδα. Ο κύκλος, ο φαυλεπίφαυλος αυτός κύκλος έκλεισε.

Μικρή ανασκόπηση λοιπόν, ξεκινώντας από άλλο σημείο του κύκλου. Το σημείο εκκίνησης είναι η παραγωγή μη ανταγωνιστικών προϊόντων. Κάτι τέτοιο, όπως είναι φυσικό προκαλεί μείωση του επιπέδου ζωής. Επομένως εμφανίζονται ομάδες παραπονούμενων επαγγελματιών που προσπαθούν να βρουν πολιτική έκφραση των συμφερόντων τους. Μόλις αυτή αποκτηθεί δημιουργούνται οι μηχανισμοί επιδοτήσεων και δασμών. Αυτοί με τη σειρά τους αυξάνουν το πρόβλημα των φτωχότερων κρατών, που αναγκάζονται να εξαγάγουν την φτώχεια τους στέλνοντας στο εξωτερικό τους φτωχότερους κατοίκους τους ως μετανάστες. Οι μετανάστες με την φθηνή τους εργασία ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων αυτών και παράγουν εισόδημα για τους κατοίκους των κρατών υποδοχής τους. Το εισόδημα αυτό αποτελεί ισχυρή επιβράβευση των μεθόδων απόκτησής του, κι επομένως δημιουργεί τάσεις συνέχισης της παραγωγής των μη ανταγωνιστικών προϊόντων.

Για να στηθεί αυτός ο κύκλος βασική προϋπόθεση είναι η φθηνή εργασία των μεταναστών. Με δεδομένο ότι το κόστος εργασίας πρέπει να είναι κάτω απ τα αποδεκτά για τους ντόπιους όρια, θα πρέπει για τους μετανάστες να είναι κάτω απ τον κατώτατο νόμιμο μισθό, άρα η εργασία πρέπει να είναι παράνομη. Και βεβαίως για να είναι οι μετανάστες παράνομοι θα πρέπει να υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις στην νομιμοποίησή τους. Επομένως πρέπει να διαδίδονται αντιλήψεις που θα συνηγορούν στην διατήρηση του καθεστώτος της παρανομίας των μεταναστών. Εύκολο. Κάθε φορά που κάποιος σ ένα τηλεοπτικό κανάλι λέει πόσο πολλοί είναι και πόσο κακό κάνουν οι μετανάστες, παράγει φόβο και θυμό εναντίον τους που δυσχεραίνει την νομιμοποίησή τους, δηλαδή φθηναίνει την εργασία τους.

Απαιτείται λοιπόν η ιδεολογικοποίηση του θυμού και του φόβου, δηλαδή παραγωγή ξενοφοβίας και ρατσισμού. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου δύσκολο, αφού η ύπαρξη του κύκλου που περιέγραψα σημαίνει ότι αυτός ο μηχανισμός θα ανατροφοδοτείται στην επόμενη στροφή απ την ίδια την μετανάστευση και τις συνέπειές της. Αν φωνάζω θυμωμένα όταν μπαίνουν οι μετανάστες και αυτό συντελεί στο να διατηρούνται φτηνά τα μεροκάματά τους, που τα θέλουμε, τότε θα μπαίνουν περισσότεροι μετανάστες και άρα θα μπορώ να φωνάζω περισσότερο. Απλό αυτοενισχυόμενο κύκλωμα, για όσους ξέρουν λιγάκι από θεωρία συστημάτων.

Υπάρχει βέβαια ένα ακόμα λεπτό σημείο στο όλο κύκλωμα. Αυτό είναι η ιδεολογικοποίηση του μηχανισμού των επιδοτήσεων και των δασμών. Αυτό πετυχαίνεται με την αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση που προτείνει κατάργησή τους. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι οι πρώτες διαδηλώσεις εναντίον της παγκοσμιοποίησης έγιναν από τους αμερικανούς αγρότες. Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι οι ακροδεξιές παρατάξεις έχουν γίνει κύριος πυλώνας αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Α, κι έχουν γίνει και αντιαμερικανοί, φυσικά. Αυτό που σ εμένα προσωπικά είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό είναι η συμπαράταξη της αριστεράς στις διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, που μόνο με όρους αδρανειακής βλακείας ή πολιτικής εκμετάλλευσης των προβλημάτων της μετανάστευσης μπορώ να αντιληφθώ, αλλά που δεν μ αρέσει καθόλου.

Επίσης απαραίτητη γα την κατάσταση παρανομίας των μεταναστών είναι η διάβρωση των μηχανισμών ελέγχου των συνόρων, των συνθηκών εργασίας και της καθημερινότητας. Επομένως η ύπαρξη παράνομων μεταναστών απαιτεί διαφθορά. Στον στρατό και το λιμενικό που ελέγχει τα σύνορα, στις δημοτικές, νομαρχιακές και άλλες αρχές των σημείων εισόδου, στην αστυνομία που ελέγχει τους δρόμους και τις πλατείες, στους επιθεωρητές εργασίας και τους εφοριακούς που ελέγχουν τις επιχειρήσεις. Κι όσο μεγαλώνει ο αριθμός παράνομων μεταναστών τόσο θα μεγαλώνει η διαφθορά.

Η διαφθορά αυτή σημαίνει βέβαια χρήμα. Πόσο χρήμα; Ας υποθέσουμε ότι η εισροή παράνομων μεταναστών γίνεται μ ένα ρυθμό περίπου 100,000 τον χρόνο για να στρογγυλέψουν τα νούμερα. Ας υποθέσουμε επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος του ποσού των 3-5 χιλιάδων ευρώ που οι μετανάστες πληρώνουν στους μεταφορείς τους, ένα 70% περίπου, αποδίδεται στους ελληνικούς μηχανισμούς ελέγχου που είναι πολύ πιο οργανωμένοι απ τους αντίστοιχους των άλλων κρατών απ τα οποία οι μετανάστες περνούν. Το συνολικό κονδύλιο πρέπει μ αυτές τις υποθέσεις να είναι της τάξεως των 200 έως 350 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο. Κι αυτό είναι ένα μικρό μέρος του όλου ποσού, γιατί βέβαια χρειάζεται και η διαφθορά απ την συντήρηση των παρανόμων μεταναστών και της εργασίας τους μέσα στην Ελλάδα, που είναι πολύ περισσότεροι. Δεν θα ήταν παράλογο να πούμε ότι τα ποσά μόνον απ την σχετιζόμενη με τους μετανάστες διαφθορά πρέπει να είναι της τάξεως του δισεκατομμυρίου.

Αυτό το χρήμα είναι βέβαια μαύρο, και απαιτεί πιεστικά να νομιμοποιηθεί. Σας φαίνεται τώρα παράξενο που η ακροδεξιά στην Ελλάδα ενώ συνήθως είναι αυστηρή και άτεγκτη, υποστηρίζει τώρα ανοιχτά την μη εφαρμογή του «πόθεν έσχες» με το σκεπτικό ότι έτσι θα διευκολυνθεί η είσοδος του μαύρου χρήματος στην οικονομία – και ότι αυτό είναι η λύση του οικονομικού μας προβλήματος;

Όπως ελπίζω να είναι εμφανές, όλα δένουν. Αρνούμεθα με πάθος την παγκοσμιοποίηση ώστε να μη πουλιούνται τα φτηνά προϊόντα απ τις χώρες προέλευσης μεταναστών. Αναπτύσσουμε την ξενοφοβία και το ρατσισμό ώστε να παραμένουν παράνομοι άρα να έχουν χαμηλά μεροκάματα. Στηρίζουμε τους μηχανισμούς νομιμοποίησης του μαύρου χρήματος ώστε οι επωφελούμενοι απ το μεταναστευτικό να μπορούν να παραμένουν αξιοσέβαστοι. Και βέβαια όλα αυτά ακριβώς επειδή είμαστε εναντίον της μετανάστευσης. Ευφυέστατος μηχανισμός, δεν συμφωνείτε;

Το κακό με τον μηχανισμό αυτόν είναι ότι δουλεύει μόνο σχετικά βραχυπρόθεσμα. Συντηρώντας την παραγωγή μη ανταγωνιστικών προϊόντων, οδηγεί την οικονομία σε αδιέξοδα. Με δεδομένες τις μεταναστευτικές εφεδρείες και τις πιέσεις που ασκούν, το μεροκάματο των Ελλήνων πολιτών διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Η διαφθορά επεκτείνεται. Και φυσικά η αδυναμία αφομοίωσης των μεταναστών συντηρεί και την αταίριαστη με πολιτισμένη χώρα συμπεριφορά τους, και την χαμηλού επιπέδου μεν, χυδαία δε εγκληματικότητα που φέρνουν μαζί τους παράγοντας ισχυρές τάσεις διάρρηξης του κοινωνικού ιστού.

Είναι περιττό να πούμε πως οτιδήποτε προτείνει η τυπική προπαγάνδα για το μεταναστευτικό δρα εναντίον οποιασδήποτε λύσης. Φυσικά δεν μπορούμε να διώξουμε τους παράνομους μετανάστες, αφού ακριβώς επειδή είναι παράνομοι δεν έχουν επίσημα χαρτιά, κι αν έχουν μερικά τους τα κρατάν οι μεταφορείς – δουλέμποροι. Που να τους στείλεις; Κι αν ακόμη ξέρεις την χώρα προέλευσής τους, γιατί αυτή να τους δεχθεί αφού δια των μεταναστών εξάγει την φτώχεια της; Το μόνο που θα κατάφερνε μια σειρά ελέγχων με τέτοιο στόχο θα ήταν να επιδεινώσει τους όρους παραμονής τους, άρα να ρίξει κι άλλο τα μεροκάματα, στέλνοντας τους στον υπόκοσμο.

Το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα θα είχε και οποιαδήποτε σκλήρυνση των συνθηκών εισόδου. Θα μεγάλωνε το κόστος εισόδου, άρα την διαφθορά, και επιπλέον αυτοί που θα έμπαιναν θα είχαν περισσότερα να ξεπληρώσουν. Το να πουλά κάποιος cd ενδεχομένως φτάνει για να ξεπληρώσει 3 χιλιάρικα σε κανένα δυο χρόνια, αλλά αν το ποσό γίνει 10 χιλιάρικα τότε μάλλον θα χρειαστεί να πουλάει πρέζα. Και επομένως θα καταλήξεις να έχεις περισσότερη εγκληματικότητα και πιο διεφθαρμένο μηχανισμό καταπολέμησής της. Και η Frontex είναι θαυμάσιος μηχανισμός υποστήριξης των απόψεών μας για τα σύνορα στην ελληνοτουρκική διαμάχη, (βλέπετε; όταν υπάρχει κάτι που έκανε καλά η ΝΔ το λέω), αλλά όχι και τόσο αποτελεσματικός στο σταμάτημα του μεταναστευτικού ρεύματος. Εξ άλλου κι οι Ευρωπαίοι αντίστοιχο πρόβλημα έχουν, ίσως σε μικρότερη έκταση ποσοστιαία. Οι επιδοτήσεις και οι διατήρησή τους είναι τεχνική που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγάγει σε επιστήμη.

Γι αυτό η τελική απάντηση στο μεταναστευτικό πρόβλημα πρέπει να είναι παγκόσμια. Μόνο η εφαρμογή κανόνων παγκοσμιοποίησης μαζί με μηχανισμούς υποβοήθησης της διοίκησης των αναπτυσσόμενων χωρών και ισχυρή οικονομική βοήθεια είναι δυνατόν να αναχαιτίσει τις τάσεις για μετανάστευση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται απαραίτητα η αντίσταση στις απομονωτικές, εθνικιστικές και άλλες ανάλογες αντιλήψεις, πράγμα που θα ελαττώσει και την πιθανότητα πολέμων, άλλου δεινού αιτίου μετανάστευσης. Και βέβαια αυτό πρέπει να συναρτηθεί με τις αλλαγές τομέων παραγωγής και την ενίσχυση των τεχνολογιών αιχμής στα προηγμένα κράτη έτσι ώστε να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα για να αφήσουν τα φτηνότερα στους φτωχότερους. Αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε και στην Ελλάδα και μάλιστα επειγόντως.

Στο μεταξύ βέβαια, η νομιμοποίηση των μεταναστών είναι απαραίτητη. Χωρίς αυτήν δεν μπορείς καν να τους μετρήσεις, πόσο μάλλον να ασκήσεις πολιτική. Χωρίς αυτήν οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν τίποτε να χάσουν, κι επομένως εύκολα θα διολισθαίνουν στην εγκληματικότητα. Χωρίς αυτήν τα μεροκάματα θα μένουν χαμηλά ή θα χαμηλώνουν και για τους Έλληνες. Κι όλα αυτά θα έχουν αποτέλεσμα την αύξηση των ήδη τρομακτικών εντάσεων.

Ευτυχώς, για πρώτη φορά διακηρύσσεται ότι θα δοθεί η ελληνική ιθαγένεια σ όσα παιδιά μεταναστών έχουν γεννηθεί εδώ. Συγχωρήστε μου το χαμόγελο. Αν θυμηθούμε ότι «ιθα» στα ελληνικά σημαίνει εδώ και ότι επομένως ιθαγενής σημαίνει αυτός που έχει γεννηθεί εδώ, τότε αντιλαμβάνεται ότι απλώς θα δώσουμε την ιθαγένεια στους ιθαγενείς, δηλαδή θα κάνουμε το αυτονόητο. Αλλά φαίνεται ότι τα αυτονόητα είναι πολύ δύσκολα σ αυτό τον τόπο. Ας πω λοιπόν ακόμα ένα μπράβο στην κυβέρνηση.

Αντιλαμβάνομαι ότι αυτά που λέω φαίνονται λιγάκι υπερβολικά μακροπρόθεσμα, απαιτούν διεθνείς συνεργασίες και είναι πολύ αντίθετα απ τις τρέχουσες αντιλήψεις για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν. Δεν υπάρχουν λοιπόν λύσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν από ένα κράτος και να αποδώσουν σε μικρότερο χρονικό διάστημα; Η απάντησή μου είναι ότι υπάρχει τουλάχιστον μια τέτοια λύση. Θα χρειαστεί όμως να περιμένετε κάποιο διάστημα για να την διαβάσετε εδώ, γιατί ίσως η δημοσίευσή της μειώσει τις πιθανότητές της να εφαρμοστεί.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Το πανεπιστημιακό άσυλο

Πλησιάζει 17 Νοέμβρη. Βεβαίως θα έχουμε όλες τις συνήθεις επετειακές εκδηλώσεις, τις συζητήσεις για την χούντα, τα αφιερώματα στους φοιτητές του Πολυτεχνείου, την πορεία, τα επεισόδια, τις προσαγωγές και τα συμπαρομαρτούντα. Τα τελευταία χρόνια, στο μενού έχει προστεθεί κι η συζήτηση για το άσυλο, και έχω την εντύπωση οτι φέτος θα είναι αρκετά έντονη. Θα διεξαχθεί όπως και κάθε άλλη φορά σε ποδοσφαιρικό επίπεδο με κραυγές υπέρ και κατά της αστυνομίας και των διαδηλωτων, αλλά χωρίς το αδιάψευστο κριτήριο του γκολ. Θα διεξαχθεί επίσης σε επίπεδο υπονοουμένων με κατηγορίες στήριξης της τρομοκρατίας ή της ακροδεξιάς, και σε επίπεδο συνωμοσιολογίας με εκατέρωθεν υπαινικτικές αναφορές σε καταχθόνια σχέδια καταστρατήγησης των ελευθεριών ή αλλαγής του καθεστώτος.

Η ανταλλαγή επιχειρημάτων θα είναι ανορθολογική και ανειλικρινής όπως όλες οι πολιτικές μας συζητήσεις πράγμα που μας καταδικάζει σ ένα τριτοκοσμικό επίπεδο πολιτικής ζωής με ανάλογες συνέπειες στην οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό μας. Νομίζω λοιπόν οτι κάποιες παρατηρήσεις σχετικές με τα επιχειρήματα που θα ακουστούν ίσως φανούν χρήσιμες.

Επιχείρημα 1. Το άσυλο κινδυνεύει (α)– Το άσυλο πρέπει να καταργηθεί (β).

Ψέμματα. Το άσυλο δεν κινδυνεύει πιά. Έχει ήδη καταργηθεί προ πολλού.

Άσυλο, εκ του στερητικού α και του συλώ, που σημαίνει βεβηλώνω, λεηλατώ κλπ.

Το άσυλο είναι μια πολύ παλιά πρακτική. Απ την αρχαιότητα υπάρχει σε αρκετούς λαούς, μεταξύ των οποίων και οι δικοί μας πρόγονοι, που του έδωσαν και το σημερινό του διεθνές όνομα. Η ιδέα είναι απλή. Οι ιεροί χώροι είναι απαραβίαστοι απ όλους. Κανείς δεν μπορεί να μπεί σ ένα ναό και να λεηλατήσει, να καταστρέψει ή να κλέψει ένα ιερό αντικείμενο. Αν το κάνει διαπράττει ιερο-συλία, καταδικαστέα απ τους πάντες, κυρίως δε απ τον θεό προς τιμήν του οποίου είχε ανεγερθεί ο ναός.

Μια μικρή επέκταση της αρχικής αυτής σκέψης είναι αρκετή. Κάποιος διώκεται. Μπαίνει στον ναό ως ικέτης κρατώντας κλάδον ελαίας που αφήνει στον βωμό, παραδίδει τον εαυτό του στο ιερόν και δι αυτής της μεθόδου καθιστά τον εαυτό του ένα είδος ιερού αντικειμένου, γίνεται homo sacer, όπως θάλεγε κι ο Agamben. Κανείς δεν μπορεί να τον καταστρέψει, ούτε να τον απαγάγει απ' εκεί.

Τώρα ας προσπαθήσουμε να ταιριάξουμε τα προηγούμενα που παράγουν την εικόνα του ασύλου, με τις σημερινές εικόνες των νεαρών που μπαίνουν στο Πολυτεχνείο μετά το καθιερωμένο μολότοφ πάρτυ. Πού είναι η ικεσία; Πού είναι η επίκληση της ιερότητας, ή έστω ο σεβασμός προς την ιερότητα του χώρου; Αν ρωτούσαμε τους (αν)αξιοποιούντες το άσυλο, πιθανότατα θα αρνιόντουσαν οποιαδήποτε έννοια ιερότητας ως απαράδεκτη. Στην πραγματικότητα οι εισερχόμενοι είναι οι πρώτοι που βεβηλώνουν και λεηλατούν. Το άσυλο συλούται επανειλημμένα. Δεν είναι πια άσυλο. Εκτός βέβαια αν ερμηνεύσουμε την λέξη σαν συνώνυμη της ψυχιατρικής κλινικής.

Επιχείρημα 2. Το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί χώρο προστασίας μόνον της ελεύθερης διακίνησης ιδεών.

Ψέμμα.

Το άσυλο, το οποιοδήποτε άσυλο, αφορά προστασία από δίωξη, πράγμα που εντέχνως παραλείπεται απ την δεξιά προπαγάνδα. Φυσικά οι ιδέες δεν διώκονται όσο βρίσκονται στο κεφάλι κάποιου, διώκονταν όμως μέχρι πρόσφατα όσοι τις διέδιδαν. Το πανεπιστημιακό άσυλο δημιουργήθηκε ως χώρος προστασίας διωκομένων για παράνομες συμπεριφορές. Απλώς οι συμπεριφορές που προστατεύονται σχετίζονται με την διακίνηση ιδεών.

Εδώ, ανεξαρτήτως ιστορικών αιτίων που είναι ως συνήθως μάλλον ευτελή και συγκυριακά, πολύ ενδιαφέρουσα ειναι η λειτουργικότητα αυτού του πανεπιστημιακού προνόμιου της ασυλίας. Στο πανεπιστήμιο που ήταν και είναι κατ εξοχήν χώρος προόδου, μπορούσαν να προτείνονται και να δοκιμάζονται πιλοτικά αντιλήψεις και νόμοι που ακόμη δεν μπορούν να εφαρμοστούν σ όλη την κοινωνία.

Υπάρχουν σήμερα ιδέες σχετιζόμενες με συμπεριφορές που θα μπορούσαν να είναι αποδεκτές στο πανεπιστήμιο ενώ είναι παράνομες στην κοινωνία με γνώμονα αυτού του τύπου την λειτουργικότητα; Η απάντησή μου είναι σαφώς ναι. Ανεξάρτητα απ το αν μ αρέσει ή όχι, ήδη εφαρμόζεται μια τέτοια εξαίρεση σ όλα τα ελληνικά πανεπιστήμια. Σ όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα οι καθηγητές, οι σπουδαστές αλλά και οι διοικητικοί υπάλληλοι καπνίζουν σχεδόν παντού, παρά τις απαγορεύσεις. Αν αυτό εθεσμοθετείτο, το πανεπιστήμιο θα μπορούσε να ασκεί έτσι, αν τόθελε, μια έμπρακτη κριτική κατά της απαγόρευσης του καπνίσματος και να προτείνει άλλες μεθόδους προφύλαξης όσων δεν καπνίζουν. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με την χρήση απαγορευμένων ουσιών. Το ίδιο με τις εκτρώσεις σε κράτη που απαγορεύονται, ή με τις κλωνοποιήσεις. Φέρνω επίτηδες παραδείγματα εκ των οποίων άλλα επικροτώ κι άλλα όχι, γιατί το μόνο που ενδιαφέρει την συζήτησή μας είναι αν υπάρχουν τέτοια θέματα. Για κάποια απ αυτά η χρήση του πανεπιστημιακού ασύλου θα μπορούσε νάναι εξαιρετικά ωφέλιμη στην κοινωνία ως πιλοτική εφαρμογή και ως μοχλός προόδου. Κι επομένως το άσυλο, τονίζω, άσυλο από δίωξη πρέπει να υπάρχει. Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν για τους υπερασπιστές του ασύλου.

Επιχείρημα 3. Η διακίνηση ιδεών είναι ελεύθερη στην κοινωνία, άρα δεν χρειάζεται το πανεπιστημιακό άσυλο.

Ψέμμα.

Η διακίνηση των ιδεών στο πανεπιστήμιο γίνεται με τον διάλογο. Ο επιστημονικός διάλογος όμως είναι εντελώς διαφορετικός απ αυτόν που παρακολουθούμε στις τηλεοράσεις μας. Χαρακτηρίζεται απ την δέσμευση των συζητούντων να παρακολουθούν απολύτως τα όσα ο άλλος λέει, να τα καταλαβαίνουν, να ψάχνουν κάθε τους εκδοχή και λεπτομέρεια και να απαντούν. Χαρακτηρίζεται επίσης απ τον σεβασμό στην κριτική των όσων οι ίδιοι λένε, και βέβαια την κατ αρχήν πρόθεση αλλαγής της άποψής τους αν η κριτική είναι ευσταθής. Χαρακτηρίζεται απ την πρόταση κριτηρίων διάψευσης μιας άποψης απ τους ίδιους που την προτείνουν. Και υπάρχουν ισχυρότατες μετα-νόρμες για όσους δεν αποδέχονται αυτούς τους κανόνες διαλόγου που χονδρικά περιέγραψα.

Η τάση της εποχής γενικότερα αλλά κατ εξοχήν στον τόπο μας των παντός είδους λαϊκισμών, δεν αποτελεί κατάλληλο θεμέλιο αυτού του είδους της διακίνησης ιδεών. Και βέβαια κανείς απ όσους εμπλέκονται στις συνήθεις συζητήσεις υπέρ και κατά του ασύλου δεν έχει το παραμικρό ενδιαφέρον γι αυτού του είδους τον διάλογο. Η υπερίσχυση της άποψης είναι το μόνο που έχει σημασία. Αν μπορούμε να αποφύγουμε την εύστοχη κριτική με φωνές, σοφίσματα, κενολογίες, παράδοξα και ψέμματα θα το κάνουμε. Παραδείγματα δεν χρειάζεται να σας φέρω. Όσο για ν αλλάξουμε άποψη, δεν το συζητάμε καθόλου. Αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο γι αυτήν.

Η μεταφορά του κλίματος αγοράς, καφενείου ή τηλεοπτικών πάνελ στο πανεπιστήμιο, εμποδίζει την πραγματική διακίνηση ιδεών. Πως να μπορέσει κανείς να εκφράσει μια σύνθετη σκέψη μέσα στην οχλοβοή της αγοράς; Είναι πολύ ειρωνικό οτι η κίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο εμποδίζεται ακριβώς απ αυτούς που ισχυρίζονται οτι είναι ελεύθερη στην κοινωνία και απ τους ιδίου επιπέδου αντιπάλους τους. Το πανεπιστημιακό άσυλο πρέπει να υπάρχει ακριβώς για να εμποδιστεί αυτή η έμμεση αλλά πραγματική δίωξη του επιστημονικού διαλόγου. Πρέπει να υπάρχει ακριβώς για να προστατεύει το πανεπιστήμιο απ τους συνήθως παραληρούντες στα κανάλια και το ήθος τους.

Αυτή η αντίληψη του πανεπιστημιακού ασύλου που περιγράφω δεν υποστηρίζει την ανέγερση ενός τείχους ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και στην κοινωνία. Κάθε άλλο. Πρώτα πρώτα επειδή αυτό θα ήταν αδύνατο, αλλά και επειδή είναι αναγκαία η επικοινωνία απ την ανάποδη μεριά. Για να γίνει σαφές αυτό ας δούμε τα κυριότερα σημεία επαφής των δυο τύπων διαλόγου

Το πρώτο τέτοιο σημείο είναι ο χώρος της πολιτικής. Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν πάντα πλήθος στελεχών, υπουργών, βουλευτών και συμβούλων προερχόμενων απ την επιστημονική κοινότητα. Οι σύμβουλοι αυτοί όμως τείνουν να κλασαυχενίζονται και επομένως εύκολα να κάνουν τα στραβά μάτια στις παραβιάσεις των κανόνων του σοβαρού διαλόγου. Έτσι ανοίγει η κερκόπορτα, κι αν ανοίξει αρκετά, τα στίφη των βαρβάρων εφορμούν με πρώτους τους ηγέτες του φοιτητικού κινήματος που μ αυτό το ρεσάλτο εξασφαλίζουν τις καριέρες τους.

Το δεύτερο τέτοιο σημείο βρίσκεται στην επαφή του πανεπιστημίου με την αγορά. Η διασύνδεση των επιστημονικών ερευνών με τον χώρο των επιχειρήσεων, τις εξαρτά απ το sponsoring και άλλων ειδών χρηματοδοτήσεις και έτσι επιβάλλει συχνά στους ερευνητές όρους επιστημονικά απαράδεκτους ή τουλάχιστον αμφισβητήσιμους. Όλοι ξέρουμε παραδείγματα όπου οι επιστήμονες κάνουν πως δεν βλεπουν για να επιτρέψουν στις διάφορες επιχειρήσεις να βγάλουν λεφτά χρησιμοποιώντας επιβλαβείς ή αντιοικονομικές τεχνολογίες και μεθόδους. Η ιδιωτική άσκηση της επιστήμης ως επάγγελμα επιτείνει το πρόβλημα.

Το τρίτο και πιο κρίσιμο σημείο είναι ο Δούρειος ίππος μέσα στο πανεπιστήμιο. Πολλοί ικανοί επιστήμονες, αξιοποιώντας τις γκρίζες περιοχές της επιστημονικής μεθοδολογίας προάγουν μηδενιστικές και ανορθολογικές αντιλήψεις που παραλύουν τις επιστημονικές αντιστάσεις στην χυδαιότητα. Και ανοίγουν δρόμο στην ψευδοεπιστήμη την οποία διάφοροι που παρουσιάζονται ως αντικαθεστωτικοί των επιστημών καλλιεργούν, με το αζημίωτο βέβαια. Γιατί όλοι αυτοί έχουν δεδομένες τις ζητωκραυγές διαφόρων δήθεν διανοουμένων και ταχύτατα γίνονται σταρ. Και ο επιστημονικός διάλογος μετατρέπεται σιγά σιγά σε προπαγάνδα ανύπαρκτης αξίας τεχνικών, όπως πχ διάφορες εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, σε σειρά παράλληλων μονόλογων όπως πχ μεταξύ κλάδων της ψυχολογίας, ή σε ασκήσεις ευφραδούς κενολογίας όπως πχ στις διάφορες, συνήθως γαλλικής προελεύσεως, εκφάνσεις των κοινωνιολογικών επιστημών.

Όπως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς, το να υπάρξει πραγματικά πανεπιστημιακό άσυλο, όπως τουλάχιστον εγώ το εννοώ και θεωρώ απαραίτητο, ειδικά στην Ελλάδα, δεν είναι καθόλου απλό. Χρειάζεται να αντισταθούν οι σοβαροί επιστήμονες στις προκλήσεις των διαφόρων σειρήνων που ηδέως υμνούν το χρήμα των επιχειρήσεων και των ερευνητικών κονδυλίων και την δόξα της πολιτικής σταδιοδρομίας. Χρειάζεται αυτοί οι επιστήμονες να έχουν, εκτός απ την ακεραιότητα χαρακτήρα που απαιτείται, και την αίσθηση του μέτρου γιατί ασφαλώς χρειάζεται επικοινωνία των επιστημών με την πολιτική, την κοινωνία και τον κόσμο των επιχειρήσεων και δεν πρέπει εν όψει των κινδύνων που περιέγραψα να εφαρμοστούν προκρούστειες μέθοδοι. Χρειάζεται αίσθηση λεπτότητος και αμεροληψία για να μπορούν να διαχωρίσουν την ήρα απ το στάρι. Και βέβαια πρέπει αυτοί οι άνθρωποι, όπου υπάρχουν, να βγουν μπροστά και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Απίθανο μάλλον, έτσι;

Ναι, αλλά όχι αδύνατο. Η στιγμή είναι εξαιρετικά κατάλληλη. Μετά την παταγώδη αποτυχία των διαφόρων πολιτικαντισμών, της καταβρόχθισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και του εξευτελιστικού επιπέδου του διαλόγου στην κοινωνία, πολλοί πολίτες ζητούν κάτι διαφορετικό. Και μπορεί ν αρχίσει η αλλαγή απ την πολιτική ηγεσία με κατάλληλες επιλογές επιστημονικού προσωπικού. Κι αυτοί οι άνθρωποι, όπως τους περιέγραψα, έχουν με το μέρος τους το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Τα αποτελέσματα που μπορούν μόνον αυτοί να προσφέρουν θα δράσουν ως επιβράβευση αυτών που τους χρησιμοποιούν που θα ανατροφοδοτεί τις ορθές επιλογές. Και ο λόγος τους θα διαδίδεται. Και τότε μπορεί να συμβεί το trickle down των ιδεών και να αρχίσει η αντίστροφη πορεία, δηλαδή η μεταφορά του σοβαρού διαλόγου απ τους πανεπιστημιακούς προς την κοινωνία. Και τότε όντως το πανεπιστημιακό άσυλο θα είναι άχρηστο.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Περί αξιοκρατίας.

"..δημοκρατία κέκληται .. κατά δε την αξίωσιν, ως έκαστος εν τω ευδοκιμεί, ουκ από μέρους το πλέον ες τα κοινά ή απ αρετής προτιμάται, ουδ' αυ κατά πενίαν, έχων γέ τι αγαθόν δράσαι την πόλιν, αξιώματος αφανεία κεκώλυται" (Θουκυδίδου Ιστορία Βιβλίο Β Κεφάλαιο 37)

Η οκταετία 1996-2004 σφραγίστηκε πολιτικά απ την προσπάθεια των κυβερνήσεων Σημίτη για εκσυγχρονισμό. Φυσικό ήταν ο πολιτικός του αντίπαλος, ο Καραμανλής, να στραφεί προς τις παραδόσεις, μεταξύ άλλων και προς την λαϊκή παράδοση του μπάρμπα στην Κορώνη που την καλλιέργησε αντιπολιτευόμενος και εφάρμοσε ως κυβερνήτης. Και τα κατάφερε θαυμάσια. Η εκπληκτικής έμπνευσης επιλογή των υπουργών του, η κατάργηση του πανεπιστημιακού πτυχίου ως προϋπόθεση για την κατάληψη διευθυντικών θέσεων στο δημόσιο και οι αντίστοιχες επιλογές που έγιναν, η πληθώρα των εκτός ΑΣΕΠ προσλήψεων, η συμπλήρωση των διαδικασιών του ΑΣΕΠ με την συνέντευξη και τα stage είναι μερικοί μόνον απ τους μηχανισμούς που χρησιμοποιήθηκαν την τελευταία πενταετία για να καταπολεμήσουν την απολύτως αταίριαστη με τις παραδόσεις μας εκσυγχρονιστική λαίλαπα. Η λειτουργία του κράτους όχι μόνον επέστρεψε στα προ του Σημιτικού εκσυγχρονισμού πρότυπα, αλλά κινήθηκε ακόμη ριζοσπαστικότερα προς την επιστροφή σε εποχές Μαυρογιαλούρου. Η μοναδική παραχώρηση που έκαναν οι νικητές στα κουρέλια του εκσυγχρονισμού ήταν να δεχθούν τον δυτικότροπο όρο “κοννέ” αντί του τουρκογενούς ρουσφετιού.

Μ αυτές τις προϋποθέσεις η αντίδραση ήταν αναμενόμενη. Πολύ συχνά στις προεκλογικές εξαγγελίες του ο Παπανδρέου αναφέρθηκε στο θέμα της αξιοκρατίας, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι στις πρώτες αυτές μέρες της νέας κυβέρνησης όχι μόνο προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε, αλλά υπερέβη και πάσαν προσδοκίαν. Η δημόσια προκήρυξη των θέσεων των γενικών και ειδικών γραμματέων και η επιλογή τους από βιογραφικά κατατιθέμενα στο Internet καθώς και η επιμονή στις διαδικασίες του ΑΣΕΠ για κάθε θέση στο δημόσιο δείχνουν ότι ο Παπανδρέου είναι απολύτως ειλικρινής σ αυτή την προεκλογική του δέσμευση. Και συνολικά η ελληνική κοινωνία διάκειται πολύ ευνοϊκά προς αυτές. Ακόμα κι αν τα υπουργεία υπολειτουργούν αφού δεν υπάρχουν γραμματείς για ένα μήνα, ακόμα κι αν η επιλογή γενικού γραμματέα του κ. Καστανίδη κατακρίνεται ως μή απολύτως αξιοκρατική, οι πολίτες βλέπουν διαφορά και οι λιγότερο απαισιόδοξοι ελπίζουν και χειροκροτούν. Κι ως εξαιρετικά αισιόδοξος άνθρωπος, χειροκροτώ μαζί τους.

Καλό είναι όμως έστω κι αφού χειροκροτήσουμε αρκετά να σκεφτούμε και λιγάκι. Όταν μάλιστα οι πρωθυπουργικές και υπουργικές παραινέσεις επαυξάνονται σε βαθμό απολυτοποίησης απ την εκπληκτική δήλωση του νέου γραμματέα του ΠΑΣΟΚ κ. Ξυνίδη οτι “δεν υπάρχει ολίγον αξιοκρατία, υπάρχει μόνον αξιοκρατία”, το να θέσουμε σ ενέργεια τις φρένες, δηλαδή τα φρένα, επιβάλλεται. Το να παίρνουμε μια υπο συγκεκριμένες συνθήκες επιθυμητή πρακτική, να την ανάγουμε σε καθολικό κανόνα και να την εφαρμόζουμε παντού, απαιτεί τουλάχιστον μελέτη του τρόπου γενίκευσης αλλιώς αποτελεί στην θεωρία σόφισμα και στην πράξη πολιτικαντισμό.

Κατά την κακή μου συνήθεια θα πάρω τα πράγματα απ την αρχή. Ο όρος αξιοκρατία φαίνεται οτι επινοήθηκε απ τον Michael Young που τον χρησιμοποίησε στο βιβλίο του The Rise of Meritocracy. Όχι, ο όρος πιθανότατα δεν ξεκινά ιστορικά απ την αρχαία Ελλάδα. Αλλά υπάρχει κι άλλη έκπληξη, χειρότερη. Στο βιβλίο του ο Young περιγράφει μια κατάσταση εντελώς αποκρουστική, με κατηγοριοποιήσεις και κατατάξεις ανθρώπων από πολύ νεαρές ηλικίες, με απολυτοποιήσεις των ποσοτικών μετρήσεων και διάφορα άλλα συναφή. Το μόνο που λείπει είναι η όχι εξαιρετικά δημοκρατική σβάστικα. Και γι αυτούς που επιμένουν να σκέπτονται ελληνικά, ο πλησιέστερος αρχαίος όρος είναι αριστοκρατία. Και η αριστοκρατία ήταν αντίπαλο προς την δημοκρατία πολίτευμα.

Σήμερα βέβαια κανείς δεν προτείνει την αξιοκρατία ως πολίτευμα. Επίσης κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ωφέλειες της αξιοκρατίας, νοούμενης ως συστήματος κινήτρων που επιβραβεύει τις επιθυμητές συμπεριφορές, ή ως πρακτικής σύμφωνα με την οποία τα υψηλά αξιώματα, κυρίως τα δημόσια, καταλαμβάνονται από άξιους ανθρώπους. Μ αυτή την έννοια η αξιοκρατία δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με τα δημοκρατικά ιδεώδη, ίσα ίσα αποτελεί και συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας. Εδώ και 2500 χρόνια ο Θουκυδίδης ορίζοντας την δημοκρατία μας λέει σε ελεύθερη μετάφραση, και να με συγχωρούν οι φιλόλογοι, οτι “την λέμε δημοκρατία διότι .. σύμφωνα με την αξία του πετυχαίνοντας κάπου ο καθένας προτιμάται στα δημόσια αξιώματα, κι όχι επειδή ανήκει σε κάποια τάξη αλλά απ την αρετή, και επίσης δεν εμποδίζεται στο να καταλάβει αξίωμα κάποιος φτωχός εξ αιτίας της αφάνειάς του αν έχει κάτι καλό να προσφέρει στην πόλη” . Ακόμη όμως κι αν έτσι γίνει νοητή η αξιοκρατία κάποια προβλήματα παραμένουν. Ας παρατηρήσουμε μερικά απ αυτά μ ένα οικείο σε οποιονδήποτε παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε οτι θέλουμε να εφαρμόσουμε την αξιοκρατία ως επιβράβευση στους δάσκαλους ενός δημοτικού σχολείου. Είναι αμέσως κατανοητό οτι τίθεται το πρόβλημα της μέτρησης της αξίας. Ποιός είναι ο καλός δάσκαλος; Αυτός που καταφέρνει να έχει την καλύτερη επίδοση απ τους μαθητές του; Κι από ποιούς μαθητές; Αν δηλαδή ως μέτρο πάρουμε τον μέσο όρο βαθμολογιών η διασπορά πως μετράει; Και ποιά είναι η σχετική αξία της επίδοσης στην αριθμητική και στην γλώσσα ή την ιστορία; Ή μήπως θα είναι καλός δάσκαλος αυτός που παράγει το καλύτερο ήθος; Ή ο αυστηρότερος που παράγει ατμόσφαιρα ευταξίας; Και πώς θα συγκρίνουμε ένα δάσκαλο που διδάσκει μια τάξη 10 παιδιών με κάποιον άλλον που διδάσκει μια τάξη 30; Και πώς θα καταφέρουμε να μετρήσουμε ικανοποιητικά την αξία ενός δασκάλου του οποίου τα κοινωνικά χαρακτηριστικά δεν ανταποκρίνονται στα αντίστοιχα της τάξης που διδάσκει;

Τουλάχιστον κάποια απ αυτά τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε συγκαθορίζουν την αξία. Κι επομένως πρέπει να συνυπολογιστούν. Κάποια απ αυτά όμως είναι αδύνατον να υπολογιστούν. Και αρκετά δεν είναι καθόλου προφανή και καθορίζονται απ τις κοινωνικές αξίες. Ακόμη χειρότερα, μερικά απ αυτά τα χαρακτηριστικά καθορίζονται με διαφορετικό τρόπο από διάφορες κουλτούρες που συνυπάρχουν στην κοινωνία. Είναι σαφές ότι για μια φονταμενταλιστική κουλτούρα η βαθμολογία στα θρησκευτικά έχει πολύ μεγαλύτερη αξία απ τα μαθηματικά. Και βέβαια εκτός αυτού, τα χαρακτηριστικά αυτά είναι μη σύμμετρα, δηλαδή δεν έχουν κάποιο κοινό μέτρο. Θα μπορούσαμε βέβαια να ορίσουμε συντελεστές βαρύτητας για το καθένα, αλλά αυτό κάνει ακόμα πιο προφανή την εξάρτηση της αξίας απ τις κοινωνικές παραδοχές.

Τα προβλήματα βεβαίως δεν τελειώνουν εδώ. Ακόμα κι αν υποθέταμε ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε την συνάρτηση της αξίας μ ένα τρόπο γενικά αποδεκτό, αυτές οι μετρήσεις θα ανταποκρινόντουσαν στις αξίες της παρελθούσας κοινωνίας, ενώ η οποιαδήποτε επιβράβευση προκαλεί την συνέχεια και ένταση της επιβραβευόμενης συμπεριφοράς στην μελλοντική, την αυριανή. Το να βάλει κανείς μια βόμβα κάπου τον καιρό της δικτατορίας, επιβραβευόμενο απ την δημοκρατία τον οδηγεί ενδεχομένως να βάζει κι άλλες βόμβες σε δημοκρατικές εποχές.

Ένας απ τους συνηθέστερους τρόπους επιβράβευσης είναι η προαγωγή. Αν υποθέσουμε ότι καταφέραμε να βρούμε τον ικανότερο δάσκαλο, θάπρεπε ίσως να τον κάνουμε διευθυντή; Αν ναι, τι μας εγγυάται μια ικανοποιητική απόδοσή του σ αυτή τη θέση που είναι πολύ διαφορετική απ την προηγούμενη; Κι αν γίνει καλός διευθυντής, θα πρέπει να προαχθεί σε επιθεωρητή, που είναι άλλη δουλειά πάλι; Δεν κινδυνεύουμε να επαληθεύσουμε την αρχή του Peter σύμφωνα με την οποία σ ένα ιεραρχικό σύστημα καθένας προάγεται μέχρι να φτάσει στο επίπεδο της αναξιότητάς του; Πόρισμα αυτής της αρχής είναι φυσικά οτι τα συστήματα τείνουν να έχουν όλο και αναξιότερους ανθρώπους στις υψηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας, κι αυτό βέβαια στο όνομα της αξιοκρατίας.

Απ την απολύτως αντίστροφη οπτική, η επιβράβευση ως σύστημα κινήτρων για την παραγωγή επιθυμητών συμπεριφορών είναι απλώς εργαλειακή (instrumental) και δεν χρειάζεται να σχετιστεί με οποιοδήποτε αξιακό σύστημα. Κατά το παράδειγμα που φέρνει ο νομπελίστας Amartya Sen κάνοντας κριτική της αξιοκρατίας, είναι δυνατόν να πληρώσουμε ένα εκβιαστή ώστε να πετύχουμε μια επιθυμητή συμπεριφορά απ αυτόν, κι αυτό μπορεί να επιβραβεύει τον εκβιασμό κοινωνικά αυξάνοντας τους εκβιαστές, όμως καθόλου δεν μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε τον εκβιασμό σαν αξία. Και μη ξεχνάμε οτι ο Sen είναι απ τους διανοούμενους της προτίμησης του Γ. Παπανδρέου - και φίλος του Ανδρέα.

Όταν μια σοσιαλιστική κυβέρνηση χρησιμοποιεί το επιχείρημα της αξιοκρατίας, όπως επίσης παρατηρεί ο Sen, δεν πρέπει να ξεχνά οτι η ίδια η επιβράβευση είναι μια διαφοροποίηση. Αν δηλαδή βρισκόμασταν από θαύμα σε μια κοινωνία οικονομικής ισότητας, η οποιαδήποτε οικονομική επιβράβευση θα κατέστρεφε την επιζητουμένη ισότητα. Και βέβαια, οποιαδήποτε μή οικονομική επιβράβευση θα μπορούσε να ανταλλαγεί με χρήματα, ή θα δημιουργούσε σύστημα νέων διαφοροποιήσεων . Κι αυτά δεν είναι στείρες υποθέσεις αφορώσες μια ανύπαρκτη κοινωνία, τάδαμε όλα αυτά με τα προνόμια της νομενκλατούρας στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Μια ακόμη πτυχή του προβλήματος που συσχετίζεται με την αξιοκρατία είναι τα λεγόμενα συστήματα προτίμησης, που όλα τα κράτη έχουν χρησιμοποιήσει ή χρησιμοποιούν. Η θέσπιση για παράδειγμα υποχρεωτικού ποσοστού για την εισαγωγή ατόμων με αναπηρίες στα πανεπιστήμια δεν καταστρατηγεί την αξιοκρατία; Και αν ναι, μήπως γι αυτό τον λόγο θάπρεπε να καταργηθούν τέτοια μέτρα; Ο Παπανδρέου προεκλογικά είχε υποσχεθεί μεγάλο αριθμό γυναικών στην κυβέρνησή του, και τόκανε. Πώς συμβιβάζεται αυτό με μια κατηγορική προστακτική της αξιοκρατίας; Αντιστρόφως, πώς θα μπορούσαμε στα πλαίσια μιας αξιοκρατικής κοινωνίας να αποφύγουμε φαινόμενα τύπου Καιάδα αν μάλιστα έχουν αποτέλεσμα; Και στη Σπάρτη είχαν. Και εφαρμόζονται σήμερα στην Ινδία με φρικτά ποσοστά εκτρώσεων αν το αναμενόμενο παιδί είναι κορίτσι.

Αλλά ας πούμε οτι προς στιγμήν καταφέρναμε να παραγάγουμε μια απολύτως αξιοκρατική κοινωνία. Θάχαμε τότε κατασκευάσει μια θαυμάσια πυραμίδα σε κάθε επίπεδο της οποίας βρίσκονται άνθρωποι των οποίων η αξία είναι ανάλογη της απόστασης του επιπέδου απ την βάση, και επομένως κοντά στην κορυφή θάχαμε τους αξιότερους. Αυτό όμως θα σήμαινε ταυτόχρονα και ότι όσοι δεν βρίσκονται ψηλά είναι ανάξιοι. Πόσο καλό κίνητρο θά αποτελούσε μια τέτοια ιεράρχηση για την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, αφού βέβαια η βάση της πυραμίδας χωράει πολύ περισσότερους απ τα υψηλότερα επίπεδά της;

Μιά ακόμη αντίρρηση στην ιδέα της υπερτίμησης της αξιοκρατίας προκύπτει από το πρόσφατο παράδειγμα του κ. Καστανίδη, που κατηγορήθηκε οτι επέλεξε κάποιον γνωστό του για την θέση του Γ. Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αν το ζητούμενο είναι η απόλυτη αξιοκρατία, τότε όλη αυτή η ιστορία με τα χιλιάδες άτομα που κατέθεταν βιογραφικά μέσω Internet ήταν παραμύθα για να επιλεγεί τελικώς το φιλαράκι του Υπουργού, όπως σαρκαστικά έσπευσαν να πουν οι αντίπαλοί του. Σωστά;

Λάθος. Το υπό τον κ. Καστανίδη σύστημα κατέληξε, όπως έγινε γνωστό, σε 10 βιογραφικά από 800 που κατετέθησαν, αν θυμάμαι καλά. Και οι φάκελοι των 10 παρεδόθησαν στον Υπουργό για την τελική απόφαση, αφού η επιλογή μεταξύ τους δεν ήταν πιά δυνατή απ την επιτροπή. Και φυσικά ο Υπουργός απ αυτούς τους 10 επέλεξε αυτόν που ήξερε, αυτόν που ήξερε οτι μαζί του μπορούσε να συνεργαστεί. Κι αυτό έλειπε νάκανε αλλιώς και να επέλεγε κάποιον άλλον επειδή ίσως είχε μια δημοσίευση περισσότερη, όπως ενδεχομένως θα του πρότεινε ο κ, Ξυνίδης. Για να το πούμε και με την μορφή επιβράβευσης, ο Καστανίδης πολύ λογικά δεν επέμεινε στην απόλυτη αξιοκρατία, αλλά στην άρνηση της αναξιοκρατίας. Και η αναξιοκρατία επλήγη με την απόρριψη των 790 απ τους 800. Ο Popper πρό αιώνος περίπου πρότεινε οτι δεν πρέπει να μιλάμε για ορθές επιστημονικές θεωρίες μια που δεν ξέρουμε τι είναι τελικως αληθές, αλλά για μή διαψευσμένες. Κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει κι εδώ; Δεν μπορούμε ίσως να βρούμε τον αξιότατο, μπορούμε όμως να απορρίπτουμε ανάξιους.

Να προχωρήσω κι ένα βηματάκι πιο πέρα. Η αξιοκρατία προφανώς σχετίζεται με την διαφάνεια και τους θεσμούς. Αλλά αν για παράδειγμα ο κ. Παπανδρέου εύρισκε σ ένα καφενείο ένα πολίτη με εξαιρετικό μυαλό και ιδέες, θα επέτρεπε στον εαυτό του να μη τον πάρει για συνεργάτη του επειδή ενδεχομένως δεν είχε καταθέσει τα χαρτιά του στον ΑΣΕΠ; Κι αν τόκανε, αυτό θα βοηθούσε την πρόοδο της χώρας πράγμα που υποτίθεται οτι η αξιοκρατία ως σύστημα κινήτρων δια της επιβράβευσης έχει ως στόχο; Αν όπως στην αρχή δεχτήκαμε η κατασκευή της τέλειας συνάρτησης αξίας δεν είναι δυνατή, δεν πρέπει νάχουμε απλές εναλλακτικές λύσεις που να συμπληρώνουν τα κενά;

Κατόπιν αυτών των παρατηρήσεων θα επιμείνω. Σημασία έχει να αρνηθούμε την αναξιοκρατία και να επιλέγουμε ανθρώπους ικανούς να διεκπεραιώνουν τα καθήκοντα που η θέση για την οποία τους επιλέγουμε επιβάλλει. Και να το κάνουμε κατά το δυνατόν με διαφανή και θεσμικό τρόπο, χωρίς όμως η θέληση για διαφάνεια ή μια τυφλή προσκόλληση σε θεσμούς να μετατρέπονται σε νεκρική ακαμψία και σε πρόβλημα παραγωγικότητας. Το να φτάνουμε, αρνούμενοι την αναξιοκρατία να κάνουμε σημαία μια απόλυτη αξιοκρατία είναι λάθος, ενδεχομένως πολύ βαρύ αν ξαναθυμηθούμε τον Young. Βέβαια το “αρνηση της αναξιοκρατίας” ως σύνθημα είναι πολύ λιγότερο πιασάρικο απ το μονολεκτικό “αξιοκρατία”, άσε που περιέχει και διπλή άρνηση που μπλέκει τον κόσμο, αλλά τι να κάνουμε; Νομίζω εξάλλου οτι η κυβέρνηση αυτή θέλει να προτιμά την λογική απ την προπαγάνδα. Αλλά κι αν θέλει ένα μονολεκτικό σύνθημα, θα πρότεινα το “καταλληλότητα” που και πολύ λογικότερο είναι και δεν έχει φθαρεί απ την χρήση.

Δεν θεωρώ βέβαια οτι οι παραπάνω παρατηρήσεις εξαντλούν το θέμα της αξιοκρατίας. Απλώς το ανοίγουν, γιατί νομίζω οτι πρέπει να ανοίξει τώρα. Επιφυλάσσομαι για μια πιο αναλυτική συζήτηση σε επόμενα post.