Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Το αγροτικό πρόβλημα



Στο προηγούμενο post μου σας είχα υποσχεθεί ότι τα δυο επόμενα κείμενα θα αφορούσαν το σχέδιο Καλλικράτης και τον εκλογικό νόμο. Οι κινητοποιήσεις όμως των αγροτών προκαλούν τόσες συζητήσεις που θεώρησα καλύτερο να προτάξω ένα κείμενο για τα αγροτικά μας παρότι είχα ήδη ετοιμάσει τα άλλα δυο. Ελπίζω να συμφωνείτε μαζί μου.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 10,9% των Eλλήνων ασχολείται με αγροτικές εργασίες παράγοντας το 3,2% του συνολικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος μας. Κι αυτά τα νούμερα είναι πολύ καλύτερα απ το 17% των ασχολουμένων με αγροτική παραγωγή μέχρι προ πενταετίας ή εξαετίας αν δεν κάνω λάθος. Αυτή η μείωση είναι ένα απ τα λίγα καλά που προέκυψαν απ την διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, κατά λάθος βέβαια επειδή δεν μπόρεσε να βρει τρόπο να αντισταθμίσει την απώλεια αγροτικού εισοδήματος που προέκυψε και οι αγρότες εγκατέλειψαν την παραγωγή. (Πηγή: http://www.okeobservatory.gr/projpdf/pdf_projid_26.pdf)

Φυσικά και αυτά τα νούμερα δεν είναι καθόλου καλά. Η διαφορά του 10,9 απ το 3,2 σημαίνει ότι η αγροτική παραγωγή εισφέρει στην εθνική οικονομία με το 1/3 περίπου της μέσης παραγωγικής δραστηριότητας, και επομένως οι αγροτικές δουλειές είναι αντιπαραγωγικές. Συνέπεια φυσική είναι να αμείβονται πολύ κακά οι αγρότες, παρ όλες τις επιδοτήσεις. Αυτό κατεβάζει το επίπεδο διαβίωσης στα χωριά και ακολούθως προκαλεί κίνηση προς τις πόλεις, αστυφιλία. Και βέβαια αυξάνει την ζήτηση για παράνομους μετανάστες.

Η βελτίωση των εισοδημάτων και των συνθηκών ζωής των αγροτών είναι ένα απ τα πολύ σοβαρά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση. Και καθίσταται ακόμη σοβαρότερο απ τον τρόπο αντίδρασης των αγροτών και τις κινητοποιήσεις τους, που μεταφέρουν στις διεθνείς αγορές το μήνυμα ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης να λύσει τα οικονομικά μας προβλήματα συναντά αντιστάσεις. Υπάρχει τρόπος να λυθεί αυτό το πρόβλημα;

Η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει κάποιο σχέδιο που προσπαθεί να εφαρμόσει. Κι έχει ξεκινήσει ένα διάλογο μεταξύ των διάφορων κρίκων της αλυσίδας που συνδέει την γη με το ράφι του σουπερμάρκετ, που λίαν προσεχώς θα κορυφωθεί στο Ζάππειο. Η agenda του διαλόγου περιλαμβάνει, σύμφωνα με το υπουργείο τα παρακάτω θέματα:

- Το μέλλον της ΚΑΠ
- Διαρθρωτικές πολιτικές-Αλέξανδρος Μπαλτατζής (2007-2013)
- Πολιτική Ασφάλισης της παραγωγής
- ΕΛΓΑ - Ανασυγκρότηση του Αγροτικού Συνδικαλιστικού Κινήματος
- Οργάνωση της παραγωγής και παρέμβαση στην αγορά - Οργάνωση του τομέα των εισροών της αγροτικής παραγωγής
- Πολιτική διαχείρισης αγροτικής γης
- Ποιότητα και σήμανση των τροφίμων
- Εκπαίδευση, κατάρτιση και επαγγελματική κατοχύρωση των αγροτών

Είναι προφανές ότι το σοβαρότερο κομμάτι του σχεδιασμού είναι το δεύτερο στην λίστα, οι διαρθρωτικές πολιτικές. Το πρώτο είναι η εισαγωγή που δείχνει ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα. Όλα τα άλλα είναι απλώς ενισχυτικά μιας καλής οργάνωσης στον αγροτικό τομέα αλλά από μόνα τους δεν επαρκούν για την λύση του προβλήματος. Και αυτό το κομμάτι, που έχει το όνομα "σχέδιο Αλέξανδρος Μπαλτατζής" έχει σχεδιαστεί απ την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Βεβαίως δεν είμαι απ αυτούς που αντίκεινται στις συναινέσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών αντιλήψεων. Και πιστεύω ότι δεν μπορεί, σε κάποιους τομείς κάποιοι άνθρωποι και επί Νέας Δημοκρατίας θα δούλεψαν σοβαρά. Πάντως η συνολική αθλιότητα των πολιτικών της ΝΔ μου επέβαλε να κοιτάξω λίγο το σχέδιο πριν συμφωνήσω με την συμφωνία της νέας κυβέρνησης με την προηγούμενη σ αυτό το θέμα.

Δυστυχώς, μια ματιά στο σχέδιο δικαίωσε απολύτως την καχυποψία μου. Στην σελίδα 9 του σχεδίου υπάρχει ένας πίνακας χρηματοδοτήσεων, που με κείνα τα παράξενα ελληνικά των δήθεν επαϊόντων που αποτελούν μεταφράσεις αγγλικών ονομάστηκε πίνακας χρηματοδοτικών βαρυτήτων. Με τεράστια έκπληξη είδα ότι στο ύψους 6,57 δισεκατομμυρίων σχέδιο στο οποίο η δημόσια δαπάνη ξεπερνάει τα 5 δισεκατομμύρια δεν προβλεπόταν δεκάρα τσακιστή για νέα προϊόντα και καινοτομίες ούτε για σύσταση νέων συμβουλευτικών υπηρεσιών.
(Πηγη:http://gkps.agrotikianaptixi.gr/_data/documents/10b_paa_12.doc)

Ελπίζω η κ. Μπατζελή να μη κινηθεί στον ίδιο άξονα αλλά να ανεβάσει το μηδενικό ύψος αυτών των κονδυλίων στο επίπεδο που πρέπει, γιατί κατά την γνώμη μου μόνο από εκεί μπορούμε να περιμένουμε πραγματικά αποτελέσματα κι όχι απ τα υπόλοιπα, που μου μοιάζουν περισσότερο με μπαλώματα παρά με λύσεις. Για να εξηγήσω τι εννοώ σας παραθέτω από εδώ και κάτω κάποιες σκέψεις μου που είχα σημειώσει πριν από πολύ καιρό και που απ την δική μου οπτική παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες.

Για να καθορίσει κανείς μια διαδρομή, το πρώτο που πρέπει να σκεφτεί είναι πού θέλει να πάει. Ας φανταστούμε λοιπόν πώς θα θέλαμε να ήταν τα πράγματα. Πώς θα θέλαμε δηλαδή να ζει ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας.

Φαντάζομαι λοιπόν το χωριό του επιθυμητού μέλλοντος. Φαντάζομαι ένα χωριό με δρόμους καλής ποιότητας και καθαρούς, με καλό οδικό δίκτυο προς τα γειτονικά κέντρα, με όμορφες πλατείες, με ένα σύγχρονο σχολείο που να μπορεί να προσφέρει την εκπαίδευση που απαιτούν οι καιροί μας, με ένα κέντρο υγείας με πλήρη και σύγχρονο εξοπλισμό, με υπηρεσίες δημοτικές, τραπεζικές και ασφαλιστικές στις οποίες οι κάτοικοι θα μπορούν να βρουν επί τόπου και γρήγορα απαντήσεις στα προβλήματα τους. Με χώρους για θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, με βιβλιοθήκη, με κέντρα για ηλικιωμένους και χώρους όπου τα παιδιά θα μπορούν να παίζουν και τον χειμώνα, με καλά και σύγχρονα καταστήματα όπου οι κάτοικοι θα βρίσκουν καλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες, όπως καταστήματα για ρούχα, κομμωτήρια, εστιατόρια. μπαράκια, καφέ κλπ.. Με οργανωμένες, ταχείες και αξιόπιστες συγκοινωνίες προς τα γειτονικά χωριά και τις πόλεις.

Αν συμφωνούμε σ αυτή την περιγραφή, θα πρέπει να συμφωνήσουμε και σε μια απλή παρατήρηση: είναι σαφές ότι όλες αυτές οι υπηρεσίες, χώροι και δραστηριότητες που περιέγραψα απαιτούν ανθρώπους που θα εργάζονται . Ανθρώπους που θα κατασκευάζουν και θα συντηρούν δρόμους και κτίρια, που θα ασχολούνται με την καθαριότητα, που θα επανδρώνουν με πληρότητα τα σχολεία, τα ιατρικά κέντρα, τα κέντρα ηλικιωμένων, τις παιδικές χαρές, τις βιβλιοθήκες, τα καταστήματα, τους χώρους προσφοράς υπηρεσιών.

Απ αυτήν την παρατήρηση προκύπτει αβίαστα ένα απλό συμπέρασμα, που μέχρι τώρα δεν θέλουμε να παραδεχτούμε σ αυτό τον τόπο. Είναι προφανές ότι στο αγροτικό χωριό που θέλουμε, θα πρέπει πολλοί κάτοικοι να εργάζονται σε μη αγροτικές δουλειές. Και επομένως, ότι το ποσοστό των αγροτών προς τους απασχολούμενους σε μη αγροτικές εργασίες στα χωριά θα πρέπει να ελαττωθεί.

Τώρα η ελάττωση αυτού του ποσοστού μπορεί να γίνει με δυο τρόπους. Την μείωση του αριθμητή, ή την αύξηση του παρονομαστή. Δηλαδή, ή αρκετοί απ τους νυν αγρότες θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις αγροτικές εργασίες και να αρχίσουν να ασκούν στα χωριά τους άλλες δραστηριότητες, ή να αυξηθεί ο συνολικός πληθυσμός από μη αγρότες, πράγμα που όμως σημαίνει αντιστροφή του κύματος αστυφιλίας. Αυτό όμως ή θα γίνει από υποβάθμιση των συνθηκών ζωής στις πόλεις, που ελπίζω ότι κανείς δεν εύχεται, ή προϋποθέτει ήδη βελτιωμένα χωριά ώστε να έλκουν τους αστούς, πράγμα που μας ξαναγυρίζει στην ελάττωση του ποσοστού των αγροτών στα χωριά, κι επομένως στο σύνολο του πληθυσμού.

Παρά το ότι όπως είπα πριν το συμπέρασμα αυτό αρνούμεθα να το δεχθούμε, τα πράγματα ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση βαδίζουν. Και οι αγρότες μας ελαττώνονται και το κύμα αστυφιλίας αντιστρέφεται με αποτέλεσμα το ποσοστό αγροτών προς μη αγρότες να μειώνεται. Και βέβαια τα χωριά μας βελτιώνονται με τον τρόπο που περιέγραψα.

Όλα όμως αυτά την τελευταία τριακονταετία γίνονται από ανάγκη. Το αγροτικό εισόδημα πέφτει, άρα κάποιοι αγρότες εγκαταλείπουν τις εργασίες τους. Κάποιοι απ αυτούς πάνε στις πόλεις, αλλά κάποιοι απ αυτούς αποφασίζουν να μείνουν στα χωριά τους προσφέροντας άλλου τύπου εργασία. Κάνουν κυρίως τουριστικές ή παρα-τουριστικές δουλειές, δηλαδή πιο σύγχρονα καφενεδάκια, καλύτερα κομμωτήρια κλπ. Και όσο συμβαίνει αυτό τόσο λιγότεροι θέλουν να φύγουν απ τα χωριά, και τόσο περισσότεροι απ τις πόλεις θέλουν να γυρίσουν πίσω, και το κύμα αστυφιλίας όπως το ξέραμε στις δεκαετίες 60 και 70 έχει σταματήσει.

Αυτό όμως πρέπει να αλλάξει. Πρέπει επιτέλους να σταματήσει να μας οδηγεί η μέχρις απελπισίας ανάγκη που μας πάει εκεί που έτσι κι αλλιώς έπρεπε να πάμε, με πολύ χειρότερους όμως όρους. Πρέπει επιτέλους να δούμε την κατεύθυνση και να αποφασίσουμε να σχεδιάσουμε την πορεία μας. Πρέπει να δούμε το μέλλον χωρίς τις φοβικές αντιδράσεις του παρελθόντος. Και επιτέλους, πρέπει να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε και να συνεργαζόμαστε.

Αν δεν δούμε λοιπόν τα παραπάνω ξεκάθαρα, οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης του αγροτικού μας προβλήματος θα είναι απολύτως ατελέσφορη, αφού δεν θα μπορεί να παραγάγει το χωριό που συμφωνήσαμε ότι θέλουμε. Ή θα το κάνει τόσο αργά, με τόσο κακή προσέγγιση και με τόση μουρμούρα στην διαδρομή ώστε θα αξίζει πολύ λιγότερο.

Η επόμενη παρατήρηση ίσως είναι πιο συμβατή με την κυρίαρχη αντίληψη. Εξίσου προφανώς, το εισόδημα των ανθρώπων που θα εργάζονται σε αγροτικές δουλειές θα πρέπει να αυξηθεί πολύ, τόσο ώστε να μπορεί να πληρώνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που πιο πριν περιέγραψα. Σε μια εποχή κρίσης και μειώσεων των τιμών, το να μιλάει κανείς για αύξηση εισοδήματος φαντάζει παράδοξο. Είναι όμως; Η απάντηση μου είναι όχι.

Πως μπορεί να προκύψει αυτή η αύξηση εισοδήματος που αναζητάμε; Υπάρχουν τρεις τρόποι:

• αύξηση της ποσότητας των προϊόντων
• αύξηση του μέρους της αξίας τους που καρπούνται οι αγρότες και
• βελτίωση της ποιότητας τους.

Η αύξηση της ποσότητας μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλύτερη μηχανοποίηση της παραγωγής και καλύτερη αξιοποίηση των υπαρχόντων μηχανημάτων και τεχνικών. Ασφαλώς υπάρχουν περιθώρια καλύτερης εκμετάλλευσης των αγροτικών εκτάσεων που θα πρέπει να εξαντληθούν. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει πολύ οργανωμένα. Κάθε μηχάνημα που χρησιμοποιείται, θα πρέπει να αξιοποιείται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Αυτό βέβαια σημαίνει εισαγωγή συνεταιριστικών και συνεργατικών πρακτικών, που σημαίνει με τη σειρά του οργάνωση και εκπαίδευση, και βέβαια ισχυρούς και άξιους του ονόματός τους συνεταιρισμούς. Εξάλλου και το σχέδιο της κ. Μπατζελή τα προβλέπει αυτά. Δύσκολο; Ναι, αλλά και οι αγρότες έχουν ωριμάσει, και ήδη έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται τα οικονομικά μοντέλα που μελετούν τέτοια προβλήματα. Η Elinor Ostrom για παράδειγμα, η πρόσφατα βραβευμένη με Nobel οικονομίας τέτοια θέματα μελετάει με πολύ ενδιαφέροντες τρόπους. Οι συνεταιριστικές και συνεργατικές πρακτικές δεν είναι καθόλου παρελθόν, είναι το μέλλον, ή τουλάχιστον μέρος του μέλλοντος.

Η αύξηση του μέρους της αξίας των προϊόντων που καρπούνται οι αγρότες σημαίνει φυσικά μείωση του μέρους των υπόλοιπων. Κι αυτό υποχρεωτικά περνάει από την σύγκρουση με τους μηχανισμούς των μονοπωλίων και των εναρμονισμένων πρακτικών. Φυσικά χρειάζονται εδώ καλοί ελεγκτικοί μηχανισμοί, κατασταλτικές διαδικασίες κλπ, πράγματα για τα οποία όλοι έχουμε ακούσει αρκετά τα τελευταία χρόνια.

Αλλά αυτά δεν επαρκούν. Όταν μια εταιρεία αναλαμβάνει όλο το φάσμα δραστηριοτήτων από την έρευνα των προϊόντων που θέλει, την αγορά, την μεταφορά τους, την εξαντλητική παραγωγή όλων των δυνατών βιομηχανικών προϊόντων που μπορούν να προκύψουν από κάποιο πρωτογενές (πχ γάλα, γιαούρτι, τυρί, σοκολάτες, κρέμες κλπ), αλλά και την διανομή τους, η ισχύς της γίνεται τόση που οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού του ποσοστού κέρδους της είναι σχεδόν αδύνατη γιατί οι όποιες συμφωνίες θα είναι λεόντειες. Επομένως ένα βασικό σημείο καταπολέμησης των στρεβλώσεων της αγοράς είναι η νομοθετική αποθάρρυνση της συγκέντρωσης οριζόντιων τουλάχιστον δραστηριοτήτων.

Μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό που αποκομίζουν οι αγρότες απ την πώληση των προϊόντων τους αλλά αυτό δεν αρκεί. Μη ξεχνάμε ότι στις περιπτώσεις εναρμονισμένων πρακτικών η τιμή στο ράφι είναι ήδη πολύ ψηλή και θα πρέπει να μειωθεί, πράγμα που μειώνει και το συνολικό ποσό για τον αγρότη ακόμη κι αν αυξάνεται το ποσοστό του. Μη ξεχνάμε επίσης ότι η μείωση του μέρους που κερδίζουν οι υπόλοιποι σημαίνει μείωση της δραστηριότητάς τους, πράγμα που κατ αρχήν δεν μπορεί να είναι επιθυμητό.

Πολύ καλά κάνει η κ. Μπατζελή και καλεί τους συμμετέχοντες σ όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων στο Ζάππειο, αλλά όταν ο διάλογος γίνεται υπό την πίεση της ελάττωσης της πίτας για όλους, τα πράγματα δυσκολεύουν εξαιρετικά και η πιθανότητα ικανοποιητικού αποτελέσματος μικραίνει.

Επομένως θα πρέπει αναγκαστικά να πάμε και σε βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, έτσι ώστε ο καταναλωτής, Έλληνας ή ξένος, να δέχεται να πληρώσει περισσότερα. Μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εστίαση στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων, αλλά εδώ μειώνεται η δυνατότητα μηχανοποιημένων πρακτικών και άρα της ποσότητας. Υπάρχουν άλλοι τρόποι;

Η απάντησή μου βέβαια είναι καταφατική. Και για να ενδείξω την βασιμότητά της θα φέρω δυο παραδείγματα από γειτονικές μας χώρες, από εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την Γαλλία και την Ιταλία. Θα ξεκινήσω με το γαλλικό παράδειγμα.

Αν σας ρωτήσει κάποιος να πείτε δέκα πράγματα που σχετίζονται με την Γαλλία, ασφαλώς μέσα στα τρία-τέσσερα πρώτα που θα πείτε είναι τα κρασιά. Κάθε φορά δηλαδή που σκέπτεστε την Γαλλία σκέπτεστε και το κρασί. Αλλά αυτό ισχύει και αντίστροφα, κάθε φορά που σκέπτεστε το κρασί σκέπτεστε την Γαλλία. Υπάρχουν βέβαια και ωραιότατα κρασιά άλλης προέλευσης. Ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά αλλά και ελληνικά. Αλλά ακόμα κι αυτά υπενθυμίζουν στον καταναλωτή την «πραγματική εθνικότητα» του κρασιού χρησιμοποιώντας όρους όπως Merlot, Cabernet, Sauvignon, Bordeaux, Grand cru, reserve, vin de table κι άλλα τέτοια. Το κρασί μιλάει πάντα γαλλικά.

Επόμενο παράδειγμα, το ιταλικό. Πάτε σ ένα σουπερμάρκετ και θέλετε να αγοράσετε μακαρόνια. Κοιτάτε το ράφι και βλέπετε πέντε-έξι ελληνικές μάρκες. Εκτός όμως απ αυτές υπάρχουν και δυο-τρείς ιταλικές. Αν πάτε στην Γερμανία στο σουπερμάρκετ, θα δείτε πέντε-έξι γερμανικές μάρκες και πάλι δυο-τρείς ιταλικές. Τα ίδια και σ όλη την Ευρώπη, τα ίδια στην Αμερική. Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι τα μακαρόνια είναι ιταλικά, τελεία και παύλα. Οι υπόλοιποι τους μιμούμεθα και παράγουμε κι εμείς κάποια μακαρόνια δικά μας, αλλά αυτά είναι στην συνείδηση του καταναλωτή υποκατάστατα των ιταλικών προϊόντων, εμπορικά δε είναι ενισχυτές της ιταλικής κυριαρχίας. Κάθε φορά που κάποια κυρία στην ελληνική τηλεόραση μαγειρεύει μακαρόνια αυξάνει αυτή την ιταλική κυριαρχία, γιατί βελτιώνοντας το επίπεδο μαγειρέματος της μέσης νοικοκυράς την ωθεί σιγά-σιγά να ψωνίζει το καλύτερο μακαρόνι που ε, πώς να το κάνουμε είναι ιταλικό. Κάθε φορά που κάποιο εστιατόριο βάζει μακαρονάδα στο μενού θα βάλει δίπλα κι ένα ιταλικό όνομα με το ίδιο αποτέλεσμα.

Τι έκαναν οι γείτονες και συνεταίροι μας; Πήραν ένα προϊόν της παραγωγής τους κι άρχισαν να δουλεύουν πάνω του. Οργανώθηκαν. Βελτίωσαν την ποιότητά του, καθόρισαν standards που την μετρούν. Το διέκριναν σε είδη. Και το σημαντικότερο, κατάφεραν να επιβάλουν μια κουλτούρα σχετική με τα προϊόντα αυτά, που φυσικά κουβαλάει μαζί της και μια ορολογία, που με τη σειρά της συνδέει το προϊόν με την εθνικότητα . Η ποιότητα ενός κρασιού για παράδειγμα καθορίζεται από μια στρατιά ειδικών που μιλούν με γαλλικούς όρους και αναφέρονται σε γαλλικές μεθόδους. Τα μακαρόνια, ακριβέστερα η pasta, είναι spaghetti, spaghettini, spaghettoni, farfalle, bavette, lasagna κλπ. Μπορούμε να τους μιμηθούμε; Η απάντηση μου είναι φυσικά ναί, αρκεί να ακολουθήσουμε τις μεθόδους τους. Πάμε να δούμε τι σημαίνει αυτό.

Κατ αρχάς ασφαλώς θα πρέπει να επιλέξουμε κάποια αγροτικά προϊόντα όπου έχουμε ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Και έχουμε βέβαια αρκετά τέτοια. Το λάδι, το μέλι και τα σταφύλια μας είναι εξαιρετικά. Δεν είμαι καθόλου ειδικός στα αγροτικά θέματα κι επομένως είναι δυνατόν να υπάρχουν κι άλλα για τα οποία δεν έχω ιδέα. Αυτό όμως δεν έχει σημασία, σημασία έχει ο τρόπος δουλειάς πάνω τους. Θα πάρω για παράδειγμα το λάδι για το οποίο τυχαίνει να ξέρω δυο-τρία πραγματάκια.

Έχουμε με βεβαιότητα το καλύτερο ελαιόλαδο του κόσμου. Και βέβαια έχουμε την υψηλότερη στον κόσμο κατά κεφαλήν κατανάλωση, 23.7 κιλά το χρόνο, ενώ οι δεύτεροι Ισπανοί με το ζόρι φθάνουν να καταναλώνουν 13.6 κιλά (στοιχεία του 2005). Οι Αμερικανοί καταναλώνουν λιγότερο από 1 κιλό. Και εξάγουμε πάνω από το μισό της παραγωγής μας, κυρίως στην Ιταλία.

Για μισό λεπτό. Στην Ιταλία; Μα κι οι Ιταλοί παράγουν λάδι, και μάλιστα αρκετά καλό. Τι το θέλουν το ελληνικό;

Κάθε χρόνο, περίπου 250.000 τόνοι ελληνικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο μπαίνουν στην Ιταλία. Εκεί αναμειγνύονται με ιταλικό λάδι, πολύ κατώτερης ποιότητας. Το αποτέλεσμα εμφιαλώνεται και πωλείται ως εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο στις αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής. Είναι πολύ απλό: το ελληνικό ελαιόλαδο είναι πολύ καλύτερο απ το τελικό αποτέλεσμα που όμως πουλιέται μια χαρά. Γιατί; Μα γιατί δεν αλλάζει ο δείκτης ποιότητας. Εξαιρετικό παρθένο το ελληνικό, εξαιρετικό παρθένο το αποτέλεσμα, διότι δεν υπάρχει καλύτερη κατάταξη απ αυτήν του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου. Άρα για τον Ευρωπαίο ή Αμερικανό καταναλωτή το ελληνικό λάδι δεν έχει διαφορά απ το κατώτερο ιταλικό.

Γιατί; Μα πολύ απλά, γιατί την κατάταξη δεν την κάναμε εμείς, αλλά πιθανότατα οι Ιταλοί, που καθόρισαν το παγκόσμιο standard “εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο” έτσι ώστε να ταιριάζει στα δικά τους ελαιόλαδα. Και μάλιστα ενδεχομένως χωρίς πονηριά, οι άνθρωποι γι αυτά ενδιαφερόντουσαν, αυτά κατέταξαν. Κι αφού δεν υπάρχει καλύτερη κατάταξη, δεν υπάρχει και καλύτερη τιμή. Και βέβαια θα έπρεπε να υπάρχει, αλλά δεν θα συνέφερε κανένα άλλο παραγωγό εκτός απ τον έλληνα, άρα κανείς άλλος δεν θα το κάνει. Θα συνέφερε όμως όλους τους καταναλωτές του κόσμου, που θα μπορούσαν, με ακριβότερη τιμή φυσικά, να αγοράζουν καθαρό, απολύτως παρθένο ελληνικό ελαιόλαδο. Και το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με το μέλι μας, και το γιαούρτι και ίσως και με αρκετά άλλα προϊόντα.

Όλοι οι έλληνες πχ προτιμούν ελληνικά κρέατα, ελληνικά οπωροκηπευτικά κλπ γιατί τα θεωρούν καλύτερης ποιότητας. Γιατί; Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της ποιότητας; Πώς μπορούμε αυτό που εμείς πιστεύουμε να το δείξουμε και στους άλλους, και τελικά να το επιβάλουμε, αν βέβαια είναι σωστό; Απλό. Μετράμε, ομαδοποιούμε, κατατάσσουμε και να τα νέα standards. Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς σε συνεργασία με γεωπόνους, με τα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ, με τα ερευνητικά κέντρα αυτού του τόπου: να δημιουργήσουν καινούργιες τυποποιήσεις των ποιοτήτων των προϊόντων στα οποία έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα ποιότητας, αξιοποιώντας ευρωπαϊκά κονδύλια σε projects στα οποία θα συμμετέχουν και ξένοι ερευνητές ώστε οι τυποποιήσεις αυτές να εξαπλωθούν σ ολο τον κόσμο.

Και τότε ο αμερικανός καταναλωτής θα έβλεπε στο ράφι του σουπερμάρκετ το ιταλικό extra virgin oil, αλλά θα έβλεπε δίπλα του και το ελληνικό που πάνω θα έγραφε ultra extra virgin oil ή κάποιο άλλο ενδεικτικό ποιότητας που θα το διέκρινε απ το ιταλικό. Καλύτερα ακόμα αν το ενδεικτικό ήταν ελληνική λέξη ώστε να συνδέει αμέσως το προϊόν με την Ελλάδα. Και τότε θα δεχόταν να πληρώσει περισσότερα, με την κατάλληλη φυσικά διαφήμιση που δεν χρειάζεται όμως να είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Με πολύ μικρό κόστος θα μπορούσαν να πεισθούν διάφοροι ξένοι τηλεοπτικοί αστέρες της μαγειρικής να προτιμούν αυτά τα πολύ καλύτερα ελληνικά προϊόντα στις εκπομπές τους.

Και επιπλέον, θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε τις διαφορές μεταξύ των εξαιρετικής ποιότητας ελληνικών λαδιών, όπως πχ το κορωνέϊκο, το καλαματιανό, το κρητικό κλπ, και να δημιουργήσουμε την κουλτούρα του λαδιού όπως ακριβώς έκαναν οι Γάλλοι με τα κρασιά τους. Θα μπορούσαμε να πούμε για παράδειγμα ότι το τάδε λάδι πάει περισσότερο με τα ψάρια, το δείνα με τις σαλάτες κλπ. Είναι τόσο πολύπλοκο και δύσκολο αυτό το σχήμα;

Κι αν καταφέρναμε να δημιουργήσουμε και κάποια σχεδόν καθημερινής χρήσεως νέα προϊόντα για παράδειγμα λαδιού ή μελιού, για παράδειγμα λάδι με ειδικές προσθήκες γεύσης σκόρδου, βασιλικού, ρίγανης κλπ, ή μέλι με γεύση από καρύδι, σε μικρά μπουκαλάκια για να μπαίνουν στα πολύ καλής ποιότητας εστιατόρια πωλούμενα φυσικά σε τιμή αρώματος, τα πράγματα θα ήταν ακόμη καλύτερα. Ξέρω ότι τα τελευταία χρόνια κάποιοι έχουν ήδη διστακτικά να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά ως συνήθως καθόλου οργανωμένα, χωρίς standards και χωρίς μια προσπάθεια προώθησης των προϊόντων, promotion επί το ελληνικότερον. Δύσκολο θα ήταν να οργανωθούν τα ελληνικά εστιατόρια καλής ποιότητας και να το κάνουν συντονισμένα ώστε οι τουρίστες να μαθαίνουν αυτά τα προϊόντα και να γίνονται οι διαφημιστές τους στην πατρίδα τους;

Και για να κοιτάξω και λιγάκι το ιταλικό παράδειγμα, πόσο δύσκολο θα ήταν να δημιουργηθεί μια επιτροπή από chef που να προσπαθήσουν να βρουν ένα-δύο ελληνικά υλικά απ τα οποία θα μπορούσαν να παρασκευάζονται εύκολα νόστιμα και υγιεινά φαγητά σχεδόν καθημερινής χρήσεως ας πούμε σαν τα μακαρόνια; Πόσο δύσκολο θα ήταν να αξιοποιήσουμε ας πούμε τις χυλοπίτες μας, για να πω ένα προφανές παράδειγμα; Και πόσο δύσκολο θα ήταν, με την μέθοδο των bonus σε τηλεοπτικούς chef να τις προωθήσουμε στο εξωτερικό ταυτίζοντας τις με την Ελλάδα;

Νομίζω ότι με μερικές τέτοιες απλές δράσεις το πρόβλημα της αγροτικής μας παραγωγής θα μπορούσε να λυθεί οριστικά, χωρίς την χρήση των εθιστικών επιδοτήσεων. Και με όφελος όχι μόνο για τους αγρότες, αλλά και για την παραπαίουσα βιομηχανία μας. Και βέβαια με όρους πράσινης ανάπτυξης. Και το αγροτικό εισόδημα θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί. Και τότε θα ήταν δυνατή η δημιουργία του χωριού όπως το περιγράψαμε στην αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου