Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Το ιδεολογικό πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας.

Πριν από 32 χρόνια, το 1977, ο Ken Olson, ιδρυτής και πρόεδρος της Digital Equipment Corporation (DEC), μιάς απ τις 3-4 μεγαλύτερες εταιρείες υπολογιστών, δήλωνε με στόμφο σε συνέδριο σχετικό με το μέλλον των υπολογιστών ότι “δεν υπάρχει λόγος να θέλει κάποιος ένα computer στο σπίτι του”. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι καταχειροκροτήθηκε απ τους συνέδρους.

Την ίδια χρονιά δυό νεαροί, ο Steve Jobs και ο Stephen Wozniac δούλευαν πυρετωδώς για να αναπτύξουν την ενός έτους εταιρεία τους, την Apple, ενώ ένας άλλος νεαρός, ο Bill Gates έψαχνε την αγορά για να πουλήσει την Microsoft Basic που πριν κανένα χρόνο είχε φτιάξει και που ήδη είχε κάνει ονοματάκι ανάμεσα στους χομπίστες των μικροϋπολογιστών.

Δεν θα μπορούσε να πεί ποτέ κανείς οτι ένας εξαιρετικά επιτυχημένος επιστήμων και επιχειρηματίας σαν το Olson δεν ήταν ευφυής. Ευφυέστατος ήταν. Ίσως μάλιστα να είχε εκείνη την εποχή περισσότερα επιχειρήματα απ τον Gates, τον Jobs και τον Wozniac. Ποιά ήταν η διαφορά τους; Απλή. Ο Olson έβλεπε τον κόσμο όπως ήταν, ενώ οι τρείς νεαροί όπως θα μπορούσε να είναι – και φυσικά δεν ήταν ακόμη.

Οι τρείς αυτοί νεαροί χρειάστηκε να προχωρήσουν ένα βήμα πιό πέρα απ αυτό που έβλεπαν τα μάτια τους. Να δούν καθαρά με το μυαλό τους εικόνες απλών νέων ανθρώπων που χρησιμοποιώντας τον προσωπικό τους υπολογιστή ενίσχυαν τις επαγγελματικές και προσωπικές δυνατότητές τους. Να τους δούν να ανεξαρτητοποιούνται απ τις μεγάλες εταιρείες που ήθελαν την υπολογιστική ισχύ μαζεμένη σ ένα κέντρο και ελεγχόμενη. Χρειάστηκε επίσης να δούν με ποιά βήματα θα μπορούσε να φτάσει ο κόσμος ως εκεί, καθώς και να κάνουν τα πρώτα απ αυτά τα βήματα. Χρειάστηκε να δημιουργήσουν και μιά καινούργια ορολογία για να μιλούν απλά για τον κόσμο αυτόν. Χρειάστηκαν δηλαδή μιά νέα οπτική του κόσμου (worldview), και μιά σειρά γλωσσικά, τεχνικά, οικονομικά, διοικητικά και άλλα εργαλεία που να την εξυπηρετούν.

Θα χρησιμοποιήσω εδώ την λέξη “ιδεολογία” για να αναφέρομαι σ όλα αυτά. Και δεν έχω καθόλου την αίσθηση κατάχρησης ή στρέβλωσης ενός πολιτικού όρου. Μου είναι σαφέστατο ότι η αποκέντρωση ισχύος και η ενίσχυση (empowerment) του απλού πολίτη σε σχέση με τις μεγάλες και συγκεντρωτικές εταιρείες είναι θέμα δημοκρατίας και ισότητας. Επίσης μου είναι σαφές ότι το έργο των τριών αυτών νεαρών ήταν το πρώτο βήμα μιας παγκόσμιας επανάστασης βαθύτατα πολιτικής. Τώρα αν κάποιος εδώ θα μπορούσε να σκεφτεί την διαφορά της χρήσης αυτής του όρου απ τον μαρξικό ορισμό της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης, καλώς να το κάνει, αλλά είναι θέμα άλλης συζήτησης.

Ας ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμά μας κι ας συνοψίσουμε: Ο Olson απλώς ήταν συντηρητικός. Έβλεπε τον κόσμο όπως ήταν. Ακριβέστερα, όπως νόμιζε ότι ήταν ο μόνος τρόπος να είναι, απορρίπτοντας οποιαδήποτε άλλη οπτική του σαν μερική, στρεβλή και τόσο υποθετική που δεν άξιζε ένας σοβαρός άνθρωπος να χάνει τον χρόνο του μ αυτήν. Κάθε άλλη οπτική είναι απλώς μια ιδεολογία. Κι οι συντηρητικοί δεν έχουν ιδεολογία. Και γιατί νάχουν; Οι ιδεολογίες είναι απλώς λόγια, ενώ οι συντηρητικοί ασχολούνται με τα πράγματα. Κάποιες φορές μάλιστα εξαιρετικά επιτυχημένα. Εξάλλου γιατί ν αλλάξει κανείς τον κόσμο αν όπως είναι τον βολεύει μια χαρά;

Όπως ακριβώς ένας άνθρωπος, έτσι και μια ολόκληρη παράταξη μπορεί να είναι συντηρητική. Και παρά το ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο, το να μην έχει μια παράταξη ιδεολογία δεν είναι αναγκαία μειονέκτημα απ την ψηφοθηρική πλευρά. Αντιθέτως, τις περισσότερες φορές μπορεί να είναι ισχυρό πλεονέκτημα σ ένα επικοινωνιακό παιχνίδι. Το να μιλάς με κοινούς όρους αποδεκτούς ως πραγματικούς απ το ευρύ κοινό επιτρέπει πολύ ευκολότερη έγχυση των απόψεών σου σ αυτό.

Ενα συντηρητικό κόμμα δεν έχει ιδεολογία. Όχι μόνον αυτό, αλλά αρνείται κάθε τι που μπορεί να θεωρηθεί ιδεολογικό στίγμα. Γι αυτό ο Καραμανλής, ο πραγματικός εννοώ, δήλωνε ότι είναι πέρα απ τις ταμπέλες δεξιάς, κέντρου και αριστεράς. Γι αυτό κι ο γιαλαντζί Καραμανλής χρησιμοποιούσε την πρόταση “αυτή είναι η πραγματικότητα” κάθε δυό-τρείς παραγράφους. Η πραγματικότητα είναι η πραγματικότητα, όλα τα άλλα είναι ιδεολογίες. Τελεία και παύλα.

Φυσικά οι διαφορετικές αντιλήψεις του κόσμου επιμένουν να υπάρχουν και για τα συντηρητικά κόμματα, ανεξαρτήτως της πεποίθησης καθενός εκ των μελών, των οπαδών, των ομάδων και των οργανώσεών τους ότι κατέχουν την πραγματικότητα. Επομένως πρέπει να υπάρχει σ αυτά ένας άλλος τρόπος χειρισμού των διαφορών, επίλυσης και σύνθεσής τους. Αυτός είναι η επιμονή στα πρόσωπα των ηγετών. Όλα τα συντηρητικά κόμματα εστιάζονται πολύ στα πρόσωπα. Όσοι είστε αρκετά μεγάλοι θυμηθείτε την ΝΔ των πρώτων μεταχουντικών χρόνων που αντί εμβλήματος στα ψηφοδέλτια έβαζε την φωτογραφία του ηγέτη της.

Η μεγάλη σημασία του ηγέτη έχει και μια ψυχολογική διάσταση που επίσης την συνδέει με την άρνηση των ιδεολογιών. Ο ηγέτης είναι ο Πατέρας, δηλαδή περίπου ο Θεός. Φυσικά, ως θεός δεν είναι δυνατόν να έχει απλώς μια άποψη, κατέχει απολύτως την αλήθεια, την πραγματικότητα. Ακριβέστερα, ο λόγος του είναι η πραγματικότητα. Κι αν δεν είναι, φταίνε οι υπήκοοί του, κι ο λόγος μετατρέπεται σε ηθικολογία. Κι επειδή μ αρέσει να χαμογελάτε, θυμηθείτε τις εντελώς πατρικές προτροπές του νεαρού Κώστα Καραμανλή στους κατά μέσον όρο γηραιότερους υπουργούς του περί σεμνότητας και ταπεινότητας.

Η Ιστορία όμως παίζει παράξενα παιχνίδια. Πριν 100 χρόνια η διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου δεν ξεπερνούσε τα όρια σταθερότητας του κόσμου γύρω του, και έτσι μπορούσε να τα βγάζει πέρα με τις γνώσεις και τις αντιλήψεις που είχε δεχθεί από μικρός οπότε η συντηρητική στάση ήταν εξαιρετικά φυσική και αποτελεσματική. Σήμερα όμως ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα, και ο συντηρητικός πρέπει να δεχτεί τον νέο κόσμο που προκύπτει κάθε στιγμή. Πρέπει, για να μείνει συντηρητικός, να δεχθεί την νέα πραγματικότητα. Για να μείνει ο ίδιος πρέπει να αλλάξει και να δεχθεί αυτό που αρνιόταν χτές. Έτσι επαληθεύει τον γνωστό ορισμό του συντηρητικού ως κάποιου που πιστεύει ακριβώς ότι και ο προοδευτικός, απλώς το κάνει μερικά χρόνια αργότερα.

Τον τελευταίο αιώνα όμως τα χρόνια άρχισαν να περνάν γρήγορα. Η καταιγιστική ταχύτητα αλλαγών στο δευτερο ειδικά μισό του 20ου αιώνα δημιούργησε πρόβλημα στους συντηρητικούς και ουσιαστικά τους κατακερμάτισε. Οι περισσότεροι βέβαια διατηρώντας την ευελιξία τους, επέλεξαν να συμμορφώνονται αμέσως με τα νέα δεδομένα – αυτοί είναι το κυρίαρχο συντηρητικό ρεύμα, οι μετριοπαθείς συντηρητικοί, οι πραγματιστές. Κάποιοι προτίμησαν να κρατήσουν ένα σκληρό πυρήνα από παραδοσιακές αξίες αποβάλλοντας το εξωτερικό τους κέλυφος για να προλάβουν την εξέλιξη. Σ αυτή την κατηγορία ανήκουν οι νεοφιλελεύθεροι, που μ αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου συντηρητικοί. Κάποιοι άλλοι, πιο κουρασμένοι, επέλεξαν ρομαντικά να παραμένουν στο παρελθόν αρνούμενοι το σήμερα και είναι οι αντιδραστικοί. Άλλοι προτίμησαν να εμμείνουν στο παρελθόν ενεργά και ακτιβιστικά, με ζωτικότητα, επιμένοντας συνήθως σε εθνικιστικά συνθήματα. Αυτοί καλύπτουν τον χώρο της ακροδεξιάς και της λαϊκής δεξιάς. Και κάποιοι άλλοι, τραβώντας τα πράγματα στα άκρα προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ενότητα απ το απώτατο, μυθολογικό παρελθόν ως το μέλλον, εισάγοντας στην άποψή τους πλήθος φαντασιακά στοιχεία. Αυτοί προάγουν την ακροδεξιά αντίληψη στον χώρο του καθαρού φασισμού. Επίσης υπάρχουν και όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί μεταξύ αυτών των συνιστωσών.

Όλα αυτά τα ρεύματα υπάρχουν και στην ευρύτερη δεξιά παράταξη στην Ελλάδα. Και φυσικά διαφωνούν και μάχονται μεταξύ τους. Ο προπάτωρ της συντηρητικής παράταξης Καραμανλής κατάφερε να τους μαζέψει όλους σε μια κοινή στέγη απορρίπτοντας (ή ακριβέστερα απορριπτόμενος από) καποιους χουντικούς και κάποιους βασιλικούς. Μετά την αποχώρησή του, ακολούθησε το μετέωρο βήμα του Ράλλη και η αντιδραστική περίοδος Αβέρωφ ως αναγκαία επανασκλήρυνση. Κατόπιν το εκκρεμές κινήθηκε προς την πιό μοντέρνα εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού με τον Μητσοτάκη.

Η ήττα του Μητσοτάκη το 93 έφερε με ένταση στην επιφάνεια τα στοιχεία της λαϊκής δεξιάς με τον Έβερτ που όμως ήταν σαφέστατα ανεπαρκής ως θεός, πατέρας ή οτιδήποτε παρεμφερές, κι έτσι σύντομα αντικαταστάθηκε απ τον Καραμανλή τζούνιορ που ήταν εξαιρετικός συνδυασμός. Ήταν νέος, άρα μπορούσε να εκφράζει την πραγματικότητα της εποχής. Και μόνο το όνομά του τον συνέδεε με τον mainstream συντηρητισμό που είναι πέρα απο ιδεολογίες, ενώ ταυτόχρονα επέτρεπε την φαντασιακή επιστροφή σ ένα ένδοξο παρελθόν ευχαριστώντας τους αντιδραστικής νοοτροπίας οπαδούς. Επιπλέον, ως επιλογή των αντιμητσοτακικών βαρώνων ταυτίστηκε με την λαϊκή δεξιά και επιβεβαίωσε αυτή την ταύτιση και πολιτικά απορρίπτοντας αμέσως μετά την εκλογή του τους μή συντηρητικούς νεοφιλελεύθερους ως ξένο σώμα. Το ότι ήταν απολύτως κενός, δυστυχώς χρειάστηκε 13 χρόνια για να το καταλάβει η ελληνική κοινωνία.

Η Νέα Δημοκρατία που απομένει σήμερα είναι κόμμα στο οποίο βέβαια υπάρχουν στοιχεία όλων αυτών των ρευμάτων, που όμως δεν μπορούν να συζητήσουν μεταξύ τους με ιδεολογικούς όρους αφού τους καλύπτει η συντηρητική ομπρέλλα που απαγορεύει τις ιδεολογίες. Η ιδεολογική διαμάχη αντικαθίσταται απ την επιλογή των προσώπων. Η Μπακογιάννη σαν πιο μοντέρνα έλκει τους έχοντες μια ελαφρά τάση προς τον νεοφιλελευθερισμό και γενικότερα τον εκσυχρονισμό που είναι στα πάνω του μετά την ήττα Καραμανλή. Ο Αβραμόπουλος, με μια πιο αρχοντική εικόνα και το στυλ του διπλωμάτη έχει καλύτερη πρόσβαση προς την πιο ρομαντική κατεύθυνση των αντιδραστικών. Ο Σαμαράς με την φυσική του επιθετικότητα παίζει με τα ακροδεξιά στοιχεία, όπως κι ο Ψωμιάδης που όμως το παρακάνει λιγάκι άρα δεν πάει για αρχηγός. Αν εξαιρέσει όμως κανείς την εικόνα και τα εκ της ιστορίας του καθενός υπονοούμενα όλοι λένε τα ίδια. Κι αυτό είναι φυσικό αφού είναι κυρίως συντηρητικοί και δεν έχουν ιδεολογία. Η διαφορά των λόγων τους εξαντλείται σε στοιχεία τακτικής, σε ad hoc επιλογές σημείων κριτικής προς το ΠΑΣΟΚ και σε διαδικαστικές λεπτομέρειες για τον τρόπο εκλογής, που φυσικά δεν έχουν την παραμικρή αξία. Μόνο το πρόσωπο έχει.

Αν σ αυτά που είπαμε προσθέσει κανείς την ανάγκη των μεγάλων κομμάτων να είναι πολυσυλλεκτικά, είναι προφανές οτι η ιδεολογική διαπάλη στους κόλπους της ΝΔ αποκλείεται. Όποιος περιμένει ιδεολογικές συζητήσεις στο συνέδριο και στην προεκλογική περίοδο της ΝΔ μάλλον κάνει λάθος. Αν παρόλα αυτά υπο την πίεση της συντριπτικής ήττας και των φιλοδοξιών των επιδόξων ηγετών η συζήτηση γίνει, τότε αυτομάτως η ΝΔ θα έχει χάσει τον συντηρητικό της χαρακτήρα που απαιτεί ανυπαρξία ιδεολογίας, και μαζί μ αυτόν μεγάλο μέρος των οπαδών της. Θα διαλυθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου