Η ηθική πλευρά της πολιτικής, που βεβαίως υπάρχει, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε ηθικολογία. Η διαφθορά είναι κακό πράγμα αλλά το ότι την εντοπίσαμε και την διακρίναμε σε κατηγορίες δεν πρέπει να μας σταματά την σκέψη και να μας επιβάλλει την στάση της καταγγελίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Η πραγματική συζήτηση τώρα αρχίζει. Και το πρώτο ερώτημα είναι ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα με την διαφθορά;
Όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε ότι το πρώτο και μέγιστο πρόβλημα είναι ότι δυσκολεύει τις περισσότερες σοβαρές ξένες επιχειρήσεις στο να προχωρήσουν σε επενδύσεις στον τόπο. Οι σοβαροί επενδυτές σήμερα δεν δέχονται εύκολα να μπουν στο γαϊτανάκι της μίζας προς τα κόμματα, τους πολιτικούς, τους υπαλλήλους της πολεοδομίας, τους εφοριακούς, τους αστυνομικούς, τους δικαστικούς και Κύριος οίδε ποιούς άλλους για να καταφέρουν να κάνουν την δουλειά τους. Σε πολλά κράτη μάλιστα, η νομοθεσία που κάποτε επέτρεπε τα δωράκια για επενδύσεις στο εξωτερικό αλλάζει επί το αυστηρότερον. Θυμηθείτε την Γερμανία που θέτοντας εκτός νόμου τη μίζα στο εξωτερικό βρήκε μπροστά της το σκάνδαλο Siemens. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα είναι μικρό. Εκτός όμως απ αυτή την σημαντική ζημιά που η διαφθορά προξενεί γενικά, το κάθε είδος της συνδέεται με διαφορετικά προβλήματα.
Στο πρώτο είδος διαφθοράς, την αμιγώς πολιτική, το πρόβλημα που προκύπτει είναι πρόβλημα δημοκρατίας. Οι πολιτικοί που βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας έχουν ήδη προεπιλεγεί απ την οικονομική εξουσία που διαφεντεύει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και μάλιστα με την προϋπόθεση ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντά της. Επομένως η οποιαδήποτε επιλογή βουλευτή ή ενδεχομένως και κόμματος κάνουμε, αν δεν μας εκφράζει ακριβώς αλλά μόνον προσεγγιστικά, είναι εξ αρχής νοθευμένη. Οι εκλεκτοί του λαού τουλάχιστον δεν είναι οι καλύτεροι δυνατοί γι αυτόν, άρα έχουμε πρόβλημα ποιότητας αντιπροσώπευσης και διαχείρισης. Φυσικά στην ευτελή της εκδοχή, όπου η πολιτική διαφθορά μετατρέπεται σε ρουσφέτι τα πράγματα είναι ακόμα ασχημότερα και οι συνέπειες για την πολιτική και οικονομική μας ζωή τραγικές.
Στο δεύτερο είδος διαφθοράς τα πράγματα είναι λιγάκι δυσκολότερα. Εδώ έχουμε και μια σαφή επιβάρυνση του κόστους αλλά και της ποιότητας των αγαθών που προμηθεύεται το κράτος απ τον συγκεκριμένο ισχυρό πωλητή. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος κυνικός να ισχυριστεί ότι το συγκεκριμένο επιπλέον κόστος είναι περίπου αντίστοιχο του διαφημιστικού κόστους των επιχειρήσεων, που τελικά διευρύνοντας την αγορά και τον τζίρο τους μπορούν να μειώσουν τις τιμές τους, και δεν θα είχε εντελώς άδικο. Χωρίς την δια της μίζας πίεση των οικονομικών παραγόντων για δουλειές, ίσως η πολιτική σκηνή θα περιέπιπτε σε κατάσταση ραθυμίας. Όμως αυτό το επιχείρημα προϋποθέτει την προς ραθυμία τάση, άρα την κακή ποιότητα των αντιπροσώπων του λαού, επομένως μπαίνει σε φαύλο κύκλο με το προηγούμενο πρόβλημα. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος, σοβαρότερος.
Σ αυτού του είδους την διαφθορά η συναλλαγή με τους πολιτικούς γίνεται σε υψηλό επίπεδο από ένα club προμηθευτών που έτσι κι αλλιώς παίρνει δουλειές. Τα μέλη αυτού του club βρίσκονται μεταξύ τους σε ισορροπία που κανείς απ αυτούς δεν θέλει να καταστρέψει ξεκινώντας ένα πόλεμο. Επειδή όμως αυτού του είδους οι συναλλαγές δεν μπορούν να μείνουν κρυφές στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, σύντομα βρίσκουν μιμητές σε χαμηλότερο επίπεδο κι έτσι δημιουργείται το τρίτο είδος διαφθοράς.
Καθώς το επίπεδο διαφθοράς κατεβαίνει ιεραρχικά, το ποσό της κάθε συναλλαγής μικραίνει, αλλά ο αριθμός των συναλλασσομένων μεγαλώνει, όπως μεγαλώνει και η μίζα ως ποσοστό της αξίας του έργου. Ενώ το κόστος της μίζας στο υψηλό επίπεδο εύκολα απορροφάται από μικρή υπερτιμολόγηση του έργου χωρίς άλλες παρενέργειες, στα χαμηλά επίπεδα η ποιότητα του έργου αλλά και των συνθηκών παραγωγής του μειώνεται πολύ.
Κάθε μεγάλο έργο έλκει τα φώτα της δημοσιότητας, επομένως είναι σε κάποιο βαθμό διαφανές. Αυτοί που ανταγωνίζονται για την ανάληψή του είναι μεγάλες εταιρείες με πολλούς εργαζομένους και το πολιτικό κόστος της οικονομικής καταστροφής ενός απ αυτούς είναι τεράστιο. Επομένως δεν είναι προς συμφέρον των πολιτικών να πάρουν τις αποφάσεις τους με γνώμονα αποκλειστικά την μίζα κι αυτό είναι κατανοητό και απ τους προμηθευτές, που αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ανταγωνιστών τους να παίρνουν δουλειές κι αυτοί. Γρήγορα λοιπόν δημιουργείται ένας μηχανισμός που εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον των προμηθευτών και των πολιτικών. Οι προμηθευτές τείνουν να εξειδικεύονται και να αποκτούν μονοπωλιακή ισχύ στον τομέα τους, αποδεχόμενοι την ισχύ των άλλων στους δικούς τους τομείς. Άλλος παίρνει τα πετρέλαια, άλλος τον μηχανολογικό εξοπλισμό, άλλος τα ηλεκτρονικά. Ακόμη και στις κατασκευές που κανείς δεν θέλει βέβαια να εγκαταλείψει, δημιουργείται ένα ολιγοπώλιο από εταιρείες των οποίων οι ιδιοκτήτες συνεργάζονται όχι μόνο στα έργα που παίρνουν, αλλά ακόμη και στα μέσα ενημέρωσης που αγοράζουν για να προωθούν τα συμφέροντά τους.
Η αποδοχή του κοινού τους συμφέροντος γρήγορα μειώνει την μίζα ως ποσοστό επί της αξίας του έργου εφόσον οι δαπάνες των κομμάτων που πρέπει να καλυφθούν απ τις μίζες δεν αποτελούν σοβαρό κονδύλι σε σύγκριση με τα τεράστια ποσά που τα μεγάλα δημόσια έργα απαιτούν. Και αφού όλοι κάποια έργα θα πάρουν, η μίζα μετατρέπεται από κρίσιμο παράγοντα για την ανάληψη του έργου σ ένα είδος «συνεισφοράς» προς το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, προς όλα δηλαδή τα κόμματα. Αν κάποια κόμματα για ιδεολογικούς λόγους θέλουν να αποφύγουν οποιαδήποτε επαφή, η μίζα μετατρέπεται σε δωράκι προς τα υψηλού επιπέδου στελέχη τους, συνήθως συνδικαλιστές στην δημόσια διοίκηση για να μην φέρνουν αντιρρήσεις.
Ας θυμηθούμε πάλι την περίπτωση Siemens. Σύμφωνα με τον κ. Χριστοφοράκο που όπως απεδείχθη δεν είχε ιδιαίτερο λόγο να ψεύδεται μια και αθωώθηκε, τα έπαιρναν όλοι, και μάλιστα όχι για κάποιο συγκεκριμένο έργο, αλλά γενικά. Το ποσό που δήλωσε ο κ. Τσουκάτος ότι πήρε ήταν ένα εκατομμύριο. Άντε να έπεσαν κάποια ακόμη ποσά που δεν γνωστοποιήθηκαν. Προσθέστε άλλα τόσα προς τα υπόλοιπα κόμματα. Και τώρα σκεφτείτε μόνο τα δισεκατομμύρια του C4I. Η μίζα ως επί τοις εκατό ποσοστό είναι κλάσμα της (μιας) μονάδας.
Ας θυμηθούμε τώρα απ την άλλη μεριά την υπόθεση Παυλίδη. Αν αληθεύουν -επαναλαμβάνω- οι καταγγελίες, τα ποσά που ζητήθηκαν αφορούσαν συγκεκριμένη δουλειά, την εκμετάλλευση γραμμών. Κανείς άλλος πολιτικός, κόμμα ή στέλεχος κόμματος δεν συμμετείχε στην συναλλαγή. Η μίζα δεν ήταν συνεισφορά προς το κόμμα, εξάλλου ο επίδοξος ανάδοχος ήταν κι αυτός στέλεχος της ΝΔ. Και ήταν αν θυμάμαι καλά της τάξεως των εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ (για την αγορά του σπιτιού της θυγατέρας) σε μια ανάθεση της τάξεως των μερικών εκατομμυρίων ευρώ. Το ποσοστό της μίζας επί τοις εκατό έχει πολλαπλασιαστεί επί δέκα και άνω. Και τώρα βέβαια μιλάμε για αριθμούς που απαγορεύουν την συμμετοχή οποιασδήποτε σοβαρής επιχείρησης σε δημόσιους διαγωνισμούς.
Προχωρώντας προς τα κάτω ας φανταστούμε ένα δήμαρχο μικρής πόλης ή χωριού που βρήκε λεφτά για να μηχανογραφήσει τον δήμο. Φυσικά εδώ το έργο μπορεί να σπάσει σε αρκετά μικρότερα το καθένα απ τα οποία μπορεί να περιοριστεί σε ύψος που επιτρέπει απευθείας ανάθεση. Εδώ η μίζα μπορεί να φτάνει το 10, το 20 ή και το 40% του έργου. Στις περισσότερες μάλιστα περιπτώσεις καθορίζεται εξ αρχής και το ξέρουν όλοι. Θυμηθείτε παρακαλώ τις ευρωπαϊκές εκθέσεις που μιλάνε για τεράστια διαφθορά στους μικρούς ειδικά δήμους.
Και το χειρότερο δεν είναι αυτό. Στα χαμηλότερα επίπεδα το έργο δεν έχει καμμιά σημασία, είναι απλώς το πρόσχημα της συναλλαγής. Θα μηχανογραφήσουμε τον δήμο. Εσύ θα πάρεις 20 χιλιάρικα απ τα οποία θα μου δώσεις τα 5. Τελεία και παύλα. Κανείς δεν θα στενοχωρηθεί πολύ αν η μηχανογράφηση του δήμου έχει τα χάλια της. Οι αρμόδιοι ελεγκτές δεν μπορούν να ελέγξουν το έργο επί της ουσίας και φυσικά φροντίζουν να μη μπορούν. Ο κόσμος θα βλέπει τα κουτιά των υπολογιστών χωρίς να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς δουλειά κάνουν. Το έργο απλώς δεν θα έχει γίνει. Το 100% των χρημάτων που δόθηκαν πήγαν χαμένα.
Επομένως, για να συνοψίσουμε. Τα δυο πρώτα είδη διαφθοράς συνδέονται με πτώση ποιότητας του πολιτικού προσωπικού, όπως κάθε είδος διαφθοράς εξάλλου. Το πρώτο εισάγει και πρόβλημα δημοκρατίας. Το δεύτερο επιπλέον προκαλεί και αύξηση κόστους και μείωση της αξίας των δημοσίων έργων, και ανοίγει τον δρόμο στο τρίτο είδος που μπορεί μέχρι και να μηδενίζει την αξία των έργων.
Με το τέταρτο είδος μπαίνουμε στην κατεξοχήν χαμηλού επιπέδου διαφθορά που αφορά άμεσα τον πολίτη και ασχημαίνει εξαιρετικά την ζωή του μέσου πολίτη. Το κράτος μετατρέπεται σε «προστάτη» με την εντελώς μαφιόζικη έννοια του όρου. Τα στελέχη του μας προστατεύουν απ το κράτος, που τελικά γίνεται ο κατ εξοχήν μας αντίπαλος. Αυτή η χυδαιότητα δημιουργεί ένα συνολικό καθεστώς ημι-νομιμότητας, ένα βιότοπο όπου ο καλύτερα προσαρμοσμένος, δηλαδή ο χυδαιότερος επιβιώνει εις βάρος των υπολοίπων.
Αυτό το είδος διαφθοράς είναι σαφώς εξαιρετικά επικίνδυνο για την πολιτική και οικονομική μας ζωή και συγκρίνεται απ αυτή την άποψη μόνο με το τελευταίο, την συναλλαγή με τον πολίτη ως πελάτη. Οι διαφορές μεταξύ τους είναι ότι το τελευταίο φαίνεται να φθίνει από πλευράς εξάπλωσης, άρα ποσοτικά είναι λιγότερο επικίνδυνο, αυτό όμως το χαρακτηριστικό ισοσταθμίζεται και με το παραπάνω απ το ότι ο κύριος τομέας εφαρμογής του είναι οι υπηρεσίες υγείας όπου ο πολίτης και βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης αδυναμίας και συναλλάσσεται με κάποιον ο οποίος απαιτεί και επιτυγχάνει σεβασμό για το «λειτούργημά» του.
Η επίδραση αυτού του είδους διαφθοράς στο σύστημα αξιών της κοινωνίας είναι τραγική. Η γνώση στην ιατρική αφορά θέματα που προξενούν αμέσως δέος, ανήκουν κατ ουσίαν στον χώρο του ιερού. Επομένως ο γιατρός για τον μέσο πολίτη είναι ένα είδος ιεροφάντου. Όταν όμως η ιερότητα, το δέος και η γνώση μετατρέπονται σε εργαλεία του γιατρού με στόχο την δια εκβιασμού κονόμα, όταν δηλαδή ο ιεροφάντης τοποθετεί στην κορυφή του συστήματος αξιών του τα χρήματα, το ιερό και η γνώση χάνουν κάθε σημασία, κι όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τον ασθενή. Η κοινωνία αποσαθρώνεται.
Ας συνοψίσουμε πάλι, από κάτω προς τα πάνω τώρα. Ο ιστός της διαφθοράς είναι προφανής. Ο πολίτης στο χαμηλότερο επίπεδο διαφθοράς(5) αισθάνεται δέος προς την γνώση. Είναι ο αρχαίος Αιγύπτιος μπροστά στο ιερατείο. Το δέος μετατρέπεται σε πολύ απλούστερο και απαλλαγμένο ιερότητας φόβο της εξουσίας στο αμέσως προηγούμενο επίπεδο(4). Ο υπήκοος παραμένει δούλος που παραδίδει την δεκάτην στον κύριό του, αλλιώς θα ελεγχθεί και θα βρεθεί λειψός. Ανεβαίνοντας επίπεδο διαφθοράς(3), ο φόβος μετατρέπεται σε απλό πάρε-δώσε, αρχίζει να υπάρχει μια σχετική ισοτιμία μεταξύ δωρολήπτη και δωροδότη που ανεβάζει και τους δυο οικονομικά και κοινωνικά, διακρίνοντάς τους απ το πλήθος των υπηκόων. Στο πιο πάνω σκαλί(2) ο δωροδότης γίνεται πλέον χορηγός. Η οικονομική εξουσία στο ανεπτυγμένο της επίπεδο αυτονομείται. Στο υψηλότατο επίπεδο διαφθοράς(1) δεν έχουμε παρά μια αίσθηση κοινού συμφέροντος και συντονισμού των εξουσιών που υπηρετείται με ευγένεια και καλούς τρόπους.
Το πρόβλημα λοιπόν της διαφθοράς είναι ουσιωδώς πρόβλημα εξουσίας, πρόβλημα λειτουργίας της δημοκρατίας. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό; Εδώ θα ξεκινήσω με την οδό που η κυβέρνηση προτείνει και θα κάνω μερικά σχόλια.
Το πρώτο που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε είναι βέβαια είναι η δυνατότητα ελέγχου της εξουσίας απ τους πολίτες, ώστε να κλείνει ο κύκλος. Ανεξάρτητες αρχές και μη κυβερνητικές οργανώσεις φαίνεται να είναι η βασιλική οδός προς αυτή την κατεύθυνση. Κι ας θυμηθούμε την εστίαση της κυβέρνησης στον συνήγορο του πολίτη και άρα γενικότερα στις ανεξάρτητες αρχές απ την πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Σε όλες τις μελέτες και τις προτάσεις οργανισμών απ τον ΟΟΣΑ ως το ΔΝΤ, η κυρίαρχη άποψη είναι ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς πρέπει να ακολουθεί μια top-down πορεία, αρχίζοντας απ τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη. Και η κυβέρνηση έτσι έκανε. Το δεύτερο στοιχείο του σχεδίου της κυβέρνησης για αντιμετώπιση της διαφθοράς, πάλι ξεκινά απ την κορυφή. Είναι όπως ήδη είπα στο προηγούμενο post το έναυσμα που μ έκανε να γράψω για την διαφθορά. Αναφέρομαι στην συζήτηση μεταξύ αρχηγών κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με γενικό θέμα την διαφθορά και ειδικότερα την χρηματοδότηση των κομμάτων. Όπως έχουμε δει, αυτό είναι το δεύτερο είδος διαφθοράς. Τα κόμματα χρειάζονται περισσότερους πόρους απ αυτούς που τους διατίθενται απ τη βουλή, η βουλή δεν μπορεί να αυξήσει αυτά τα κονδύλια ξέροντας ότι η λαϊκίστικη αντίληψη περί πολυέξοδης δημοκρατίας κυριαρχεί, και επομένως αρχίζει το παιχνίδι της χορηγίας.
Υπάρχουν δυο οδοί λύσης του προβλήματος. Ο πρώτος είναι η αύξηση των (νομίμων) εσόδων, ο δεύτερος η μείωση των δαπανών. Και στις δυο περιπτώσεις χρειάζεται συμφωνία των κομμάτων, αφού απουσία της σημαίνει ότι κάποιο ή κάποια κόμματα θα επιχειρήσουν και πιθανότατα θα τα καταφέρουν να αγρεύσουν ψήφους κατηγορώντας τους συμφωνούντες υπόλοιπους είτε ως πολυέξοδους είτε ως αντιδημοκρατικούς αν περιορίσουν τους τρόπους χρηματοδότησης. Ελπίζω ότι θα βρεθεί μια κοινή συμφωνία για το θέμα.
Όμως όπως είδαμε, το δεύτερο είδος διαφθοράς περιλαμβάνει και προσωπικές ενισχύσεις πολιτικών, που κυρίως συμβαίνει σε περιφέρειες με πολλούς συνυποψήφιους που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τον σταυρό. Λογική λοιπόν είναι και η αλλαγή του εκλογικού νόμου με άλλον που χωρίζει την Ελλάδα κυρίως σε μονοεδρικές περιφέρειες.
Αλλά η καθαρή χρηματοδότηση των κομμάτων, οι μονοεδρικές περιφέρειες και οι ανεξάρτητες αρχές δεν φθάνουν. Η κόπρος του Αυγείου είναι πολλή και δεν καθαρίζεται με μερικούς φορείς. Χρειάζεται απαραίτητα έλεγχος από οποιονδήποτε πολίτη, και επομένως η μέγιστη δυνατή διαφάνεια. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση το έχει αντιληφθεί σαφώς και προωθεί την διαφάνεια όσο είναι δυνατόν. Με το τελευταίο νομοσχέδιο για την ανάρτηση όλων των αποφάσεων της διοίκησης στο Internet η πρόθεση είναι προφανής. Και ας θυμηθούμε την εισήγηση του Παπανδρέου για το νομοσχέδιο αυτό όπου δήλωσε ότι το ΠΑΣΟΚ το είχε προτείνει και προ τετραετίας και ότι αν η πρότασή του είχε γίνει δεκτή κανένα απ τα σκάνδαλα που συντάραξαν τον δημόσιο βίο δεν θα είχε γίνει. Και είχε δίκιο.
Εντελώς παρενθετικά, όπως ήδη θα πρέπει να είναι κατανοητό, τα σώματα ελεγκτών της δημόσιας διοίκησης που αποτελούν μέρος της όχι απλώς δεν λειτουργούν, αλλά μέσα στην συνολική σήψη μετασχηματίζονται σ ένα ακόμη σκαλοπάτι εξουσίας που θα μπει κι αυτό στο χορό της διαφθοράς με μόνο αποτέλεσμα να αυξήσει κι άλλο την απαιτούμενη μίζα. Αυτή είναι η ιστορία της αντιμετώπισης της διαφθοράς απ την προηγούμενη κυβέρνηση.
Δεν φτάνει βέβαια η διαφάνεια για να σταματήσει η διαφθορά. Η διαφάνεια είναι βασική προϋπόθεση για τον έλεγχο, όμως δεν ταυτίζεται μαζί του. Ο έλεγχος απ την άλλη μεριά προϋποθέτει την πληροφορία, και η διαφάνεια δεν παρέχει την πληροφορία αλλά μόνο την δυνατότητά να την έχουμε. Για να αποκτηθεί η πληροφορία χρειάζεται και η ικανότητα επεξεργασίας των δεδομένων που η διαφάνεια προσφέρει. Η δυνατότητα αυτή πρέπει κατ αρχήν να προσφέρεται σε κάθε πολίτη, αλλά πρώτιστα στην ίδια την κυβέρνηση. Επομένως χρειάζεται αυτό που σήμερα ονομάζουμε ηλεκτρονική διακυβέρνηση, και που ευτυχώς απέκτησε και υπουργική στέγη εσχάτως. Ας ελπίσουμε ότι ένα σχέδιο υλοποίησης της είναι καθ’ οδόν παρά το αυξημένο κόστος, που υπολογίζεται απ όσο ξέρω σε 2-3 δισεκατομμύρια.
Δυο ακόμη δράσεις της κυβέρνησης κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Η πρώτη αφορά την εφορία. Για να δουλέψουν οι υπολογιστές αποτελεσματικά χρειάζονται κριτήρια. Ποιός δηλώνει λίγα; Ο παλιός τρόπος αντιμετώπισης ήταν τα τεκμήρια, που όμως γρήγορα αφομοιώθηκαν απ το σύστημα αφού και η κριτική εναντίον τους τα χαλάρωσε και οι φόρου υπόχρεοι βρήκαν μεθόδους παράκαμψής τους. Χρειάζονται πολύ πιο σύνθετα εργαλεία για να βρεθεί ποιος πραγματικά φοροδιαφεύγει. Με χαρά άκουσα τον κ. Παπακωνσταντίνου να λέει ότι στο υπουργείο του σχεδιάζουν ακριβώς ένα αλγόριθμο υπολογισμού του αναμενόμενου κόστους διαβίωσης δεδομένων των στοιχείων που καταθέτει ο χρήστης στην εφορία. Αν δηλαδή για παράδειγμα κάποιος ενοικιάζει ένα διαμέρισμα με 1.000 € μηνιαίως, έχει δυο αυτοκίνητα αξίας 25.000 € το καθένα, διαθέτει για εξυπηρέτηση δανείων άλλα 1.000 € κλπ, το αναμενόμενο κόστος διαβίωσής του είναι πχ 5.000 € ανά μήνα, δηλαδή 60.000 € στον χρόνο. Δήλωση ποσού μικρότερου απ τις 60.000 € θα επιβάλλει έλεγχο με σχεδόν σίγουρο αποτέλεσμα. Με δεδομένο ένα τέτοιο αλγόριθμο η φοροδιαφυγή και η σχετιζόμενη μ αυτήν διαφθορά θα ελαττωθούν.
Η επόμενη σημαντική δράση που υποδεικνύει το ενιαίο σχέδιο της κυβέρνησης να καταπολεμήσει την διαφθορά είναι η κάρτα ασθενούς που η κ. Ξενογιαννακοπούλου δήλωσε ότι θα εισαγάγει. Στην πιο εξελιγμένη της περίπτωση η κάρτα ασθενούς είναι μια υλική ή νοητή κάρτα με την οποία οι υπηρεσίες υγείας αποκτούν πρόσβαση στο αρχείο του ασθενή. Όταν ο ασθενής πάει στο γιατρό, αυτός εισάγει την κάρτα σε ένα μηχάνημα που έχει. Η διάγνωση του γιατρού, οποιοδήποτε παραπεμπτικό εξέτασης και φυσικά η συνταγή καταγράφεται στο αρχείο του ασθενή μαζί βέβαια με τον κωδικό του γιατρού. Ο ασθενής για να πάρει τα φάρμακά του δίνει την κάρτα του στον φαρμακοποιό, ο οποίος απ εκεί βρίσκει την συνταγή. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εξετάσεις που ο γιατρός έχει συστήσει, και οι οποίες και πάλι με βάση την κάρτα εκτελούνται.
Η σημασία αυτής της κάρτας για τις υπηρεσίες υγείας είναι προφανής. Κάθε ασθενής έχει όλο του το ιστορικό στην κάρτα, πράγμα που βελτιώνει την περίθαλψή του. Η πίσω όψη όμως της κάρτας ίσως δεν είναι τόσο προφανής. Είναι η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Αφού κάθε επίσκεψη καταγράφεται, ξέρουμε ποιος γιατρός είδε ποιους ασθενείς ανά πάσα στιγμή. Επομένως οι ιδιώτες γιατροί φορολογούνται, οι δε γιατροί του ΕΣΥ ελέγχονται εύκολα για το αν δέχονται ασθενείς εκτός του νοσοκομείου ή ταμείου που πρέπει. Εύκολα επίσης ελέγχεται η προτίμηση κάποιου γιατρού για φάρμακα συγκεκριμένης εταιρείας, ή για κάποιες ακριβές εξετάσεις που εντελώς κατά τύχη γίνονται σε συγκεκριμένο εργαστήριο.
Το τελευταίο μέτρο της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι η εισαγωγή στο δημόσιο μόνον μέσω ΑΣΕΠ. Παρότι αυτό το θέμα σηκώνει πολλή συζήτηση γύρω από άλλες παραμέτρους του, δεν μπορεί νομίζω να αρνηθεί κανείς εύκολα ότι το μέτρο αυτό μειώνει σημαντικά ή και εξαφανίζει τις δυνατότητες ρουσφετιού.
Μιλήσαμε για αρκετά μέτρα κι ίσως η εικόνα να έχει θολώσει λίγο. Νομίζω ότι χρειάζεται μια συνοπτικότερη και σαφέστερη εικόνα για το τι έχει γίνει ήδη ή εξαγγελθεί ανα είδος διαφθοράς.
1. πολιτική χωρίς οικονομική συναλλαγή
-Καταπολέμηση ρουσφετιού με ΑΣΕΠ (αλλά δεν αντιμετωπίζεται το υψηλό επίπεδο της σχέσης με τους μεγάλους προμηθευτές).
2. πολιτική με οικονομική συναλλαγή
-Ανεξάρτητες αρχές
-Χρηματοδότηση κομμάτων
-Εκλογικός νόμος
3. οικονομική συναλλαγή στελεχών με προμηθευτές
-Ηλεκτρονική διακυβέρνηση
-Διαφάνεια
-Αδιάβλητη δημόσια αξιοκρατική επιλογή υψηλόβαθμων κρατικών στελεχών χωρίς κομματικά κριτήρια.
-Πόθεν έσχες.
4. οικονομική συναλλαγή με ελεγχόμενους
-Ηλεκτρονική διακυβέρνηση
-Αλγόριθμος υπολογισμού εισοδήματος και εντοπισμού πιθανών φοροφυγάδων.
-Πόθεν έσχες
5. οικονομική συναλλαγή με πελάτες
-Ηλεκτρονική διακυβέρνηση
-Κάρτα ασθενούς.
-Πόθεν έσχες
Κοιτάζοντας τον πίνακα μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι αντιμετωπίζεται η διαφθορά σ όλα τα είδη της. Νομίζω ότι μόνο πολύ κακή πίστη μπορεί να επιτρέψει σε κάποιον να αρνηθεί ότι η κυβέρνηση έχει πολύ σοβαρό σχέδιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η λήψη ενός τέτοιου πακέτου μέτρων από μια κυβέρνηση 50 ημερών δείχνει πεντακάθαρα και τις προθέσεις της κυβέρνησης αλλά και την σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί ή εξαγγελθεί για την καταπολέμηση της διαφθοράς σε λιγότερο από δυο μήνες είναι περισσότερα και σοβαρότερα απ’ όσα έχουν ληφθεί οποτεδήποτε άλλοτε. Φθάνουν όμως αυτά για την ευόδωση των καλών προθέσεων; Η απάντησή μου είναι ότι χρειάζονται κι άλλα.
Ας ξεκινήσουμε με λίγη ιστορία. Την δεκαετία του 1950, μετά τον εμφύλιο, ο μόνος επιζών οργανισμός στην Ελλάδα είναι ο στρατός που αναλαμβάνει να διοικήσει τον τόπο. Η στρατιωτική νοοτροπία γίνεται πολιτική και διοικητική αντίληψη κι εδώ αρχίζει το πρόβλημα. Όταν ένας λοχαγός μοιράζει στους φαντάρους του καθήκοντα 21 ωρών σε ένα 24ωρο, δηλαδή κάτι περίπου αδύνατο, αυτό εν καιρώ πολέμου μπορεί να είναι επιβεβλημένο. Όταν το κάνει στο στρατόπεδο σε ειρηνική περίοδο, αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν θεμιτή προετοιμασία πολέμου, και να καταλήξει σαν ένα παιχνιδάκι όπου οι μεν φαντάροι μαθαίνουν παλιώνοντας να επιλέγουν τα καθήκοντα που θα εκτελέσουν, ο δε διοικητής έχει την δυνατότητα να τιμωρεί όποιον θέλει αφού όλοι παρανομούν, εμπεδώνοντας έτσι την εξουσία του. Όταν αυτό όμως γίνεται διοικητική αντίληψη τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή. Ας δούμε γιατί.
Το κράτος εκδίδει εντολές με την μορφή νόμων και διατάξεων. Αν αυτές δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν, τότε αναγκαία θα υπάρξουν παραβάσεις. Τώρα όμως εδώ υπεισέρχονται μηχανισμοί ελέγχου που αφ ενός γνωρίζουν το αδύνατο της τήρησης, άρα από ανθρώπινη διάθεση δεν θέλουν να τιμωρήσουν τον παραβάτη, αφ ετέρου μπαίνουν στον πειρασμό να πάρουν ένα δωράκι για να κλείσουν τα μάτια. Και να ‘την η διαφθορά.
Όταν το κράτος απαγορεύει το κτίσιμο σε δασικές εκτάσεις –όχι δάση, δασικές εκτάσεις, δηλαδή θάμνους, η ανάγκη στέγασης των κατοίκων που δεν βρίσκει νόμιμη οδό θα κινηθεί προς την παρανομία. Τα σπίτια θα είναι αυθαίρετα. Και θα τα παίρνουν στην πολεοδομία, στους δήμους, στα δασαρχεία κλπ. Και οι πρώτοι παραβάτες, που βέβαια τα κατάφεραν να χτίσουν, θα είναι τα κοινωνικά πρότυπα, οι «παλιοί φαντάροι» τους οποίους οι νέοι θα μιμούνται. Το ίδιο θα γίνει όταν οι διατάξεις επιβάλλουν σ ένα καφενείο 20 τετραγωνικών να έχει έξοδο κινδύνου. Τα παραδείγματα είναι άφθονα. Όταν οι νόμοι είναι ανορθολογικοί και δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας, η διαφθορά θα είναι βέβαιη.
Η δεύτερη παρατήρηση μου αφορά το τέταρτο είδος διαφθοράς, το πιο ενοχλητικό για τον μέσο πολίτη. Ο ελεγχόμενος πολίτης είναι ή φοβάται ότι είναι παράνομος, γι αυτό δίνει μίζα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει τυχαία. Οι νόμοι μας αφ ενός μεν εμποδίζουν ή δυσχεραίνουν όπως είδαμε πολύ λογικές δραστηριότητες των πολιτών, αφ ετέρου δε αποτελούν ένα δαιδαλώδες σύστημα στο οποίο ο μέσος πολίτης αισθάνεται απολύτως ανίσχυρος. Ο πολίτης δεν μπορεί να ξέρει πως ακριβώς τροποποιήθηκε ο νόμος Χ του 1951 που αφορά την λειτουργία των καταστημάτων απ τον νόμο Ψ του 1977 που στη συνέχεια τροποποιήθηκε απ το άρθρο 482 του νόμου Ζ του 1992 που αφορά την μόλυνση του περιβάλλοντος αλλά ο υπουργός έχωσε μέσα το άρθρο για τα καταστήματα. Και ακόμη περισσότερο, πώς να ξέρει τις υπουργικές διατάξεις που τον υλοποιούν και τις εγκυκλίους της διοίκησης που (παρ)ερμηνεύουν όλα τα παραπάνω;
Ακόμη όμως και αν ο πολίτης διαθέτει νομικούς συμβούλους για να τον καθοδηγούν στον λαβύρινθο αυτόν, η οποιαδήποτε προσπάθεια για δικαίωσή του από τα δικαστήρια καθυστερεί εξαιρετικά ακριβώς λόγω αυτής της πολυπλοκότητας. Κι η καθυστέρηση αυτή δίνει στον πολίτη το αίσθημα της ανομίας, που τελικά τον οδηγεί στην αναζήτηση συντομεύσεων. Και συντομεύσεις εδώ σημαίνουν διαφθορά. Και αν τα καταφέρει γίνεται πρότυπο για τους διπλανούς του.
Οι δυο πιο πάνω παρατηρήσεις μου σημαίνουν ότι για την καταπολέμηση της διαφθοράς χρειάζεται απαραίτητα εξορθολογισμός του νομικού μας συστήματος σε δυο επίπεδα.
• Οι παράλογοι και αναχρονιστικοί νόμοι πρέπει να αλλάξουν και
• Όλο το νομικό σύστημα πρέπει να αποκτήσει απλή κωδικοποίηση.
Θεωρώ επομένως απαραίτητη για την καταπολέμηση της διαφθοράς την δημιουργία δυο επιτροπών. Η πρώτη, που πρέπει να αποτελείται από τεχνοκράτες, νομικούς και πολιτικούς όλων των κομμάτων, πρέπει να βρει τους νόμους με τις περισσότερες παραβάσεις, δηλαδή τους πιο ανορθολογικούς, να τους μελετήσει και να προτείνει την αλλαγή τους. Η δεύτερη, στην οποία δεν χρειάζονται πολιτικοί πρέπει να επανακωδικοποιήσει τους νόμους μας ώστε να εξαφανιστούν οι δαιδαλώδεις διαδρομές παράγοντας ένα ισοδύναμο πλέγμα νόμων που δεν θα αναφέρονται όμως σε προηγούμενους. Κάτι σαν τον Ιουστινιάνειο κώδικα δηλαδή. Το έργο αυτό είναι μεν δύσκολο, αλλά στην εποχή μας με την βοήθεια των υπολογιστών είναι αρκετά ευκολότερο απ ότι ήταν 1500 χρόνια πριν.
Στο προηγούμενο πλαίσιο σκέψεων ανήκει κι ένα άλλο θέμα που επειδή είναι τεράστιο χρειάζεται ειδική αναφορά. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχουν 12000 κρατούμενοι. Απ αυτούς οι 4500 είναι μέσα για ναρκωτικά. Άλλοι τόσοι περίπου είναι φυλακισμένοι για σχετιζόμενα με ναρκωτικά αδικήματα, όπως πορνεία, διαρρήξεις φαρμακείων ή αυτοκινήτων, κλοπές τσαντών και άλλα. Είναι προφανές ότι νομιμοποίηση της χρήσης ναρκωτικών – που έτσι κι αλλιώς πρέπει να γίνει και για άλλους λόγους που θα συζητήσω σε επόμενο post- θα άδειαζε τις φυλακές αλλά και τα δικαστήρια, μειώνοντας καίρια και τον χρόνο εκδίκασης των υπόλοιπων υποθέσεων αλλά βέβαια και την τεράστια διαφθορά της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Και αν η αστυνομία και η δικαιοσύνη διαφθείρονται όσο όλοι υποπτευόμαστε ότι γίνεται στην Ελλάδα, το υπόλοιπο κράτος δεν μπορεί να πηγαίνει πίσω.
Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν και για δυο ακόμα τομείς διαφθοράς μικρότερης αλλά όχι αμελητέας σημασίας, την μετανάστευση και την πορνεία. Η παράνομη πορνεία και οι παράνομοι μετανάστες είναι σημαντικές πύλες εισόδου της διαφθοράς στον δημόσιο βίο. Τα κυκλώματα που στηρίζουν αυτές τις παράνομες δραστηριότητες τείνουν να εξαπλώνονται και σε άλλους τομείς μεταφέροντας κι εκεί την διαφθορά. Εξάλλου ένας δικαστής που δωροδοκήθηκε για μια υπόθεση πορνείας θα δωροδοκηθεί ευκολότερα στην επόμενη υπόθεση, όποια και να είναι αυτή.
Δεν κομίζω γλαύκα ες Αθήνας αν πω ότι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι απ την πίτα της διαφθοράς ανήκει στην οικοδομική δραστηριότητα. Οι υπηρεσίες πολεοδομίας θεωρούνται τα τελευταία δέκα χρόνια το πιο διεφθαρμένο τμήμα της δημόσιας διοίκησης. Η αντιμετώπιση του θέματος εδώ είναι γνωστή και απλή. Νομιμοποίηση –ε, με κάποιο πρόστιμο, ενδεχομένως και ετήσιο ώστε να μπαίνει στην τάξη των διαρθρωτικών μέτρων, πχ 5 τοις χιλίοις επί της αντικειμενικής αξίας το χρόνο- όλων των υπαρχόντων αυθαιρέτων, και μετά συστηματική καταπολέμηση οποιασδήποτε νέας αυθαιρεσίας. Φυσικά γι αυτό χρειάζεται να ολοκληρωθεί επιτέλους το Εθνικό Κτηματολόγιο. Για να μην έχει ολοκληρωθεί βέβαια αυτό το γιοφύρι της Άρτας τόσα χρόνια, οι πιέσεις που ασκούνται για το φρενάρισμά του θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ισχυρές.
Αυτό που ίσως είναι μια λιγότερο συζητημένη πηγή διαφθοράς, είναι κάτι που ανέφερα και πιο πάνω, δηλαδή η απαγόρευση της οικοδομικής δραστηριότητας σε εκτάσεις με θάμνους, που ονομάζονται κατ ευφημισμόν δασικές εκτάσεις. Η απαγόρευση αυτή στραγγαλίζει την οικοδομική δραστηριότητα με τρείς φρικτές συνέπειες. Η πρώτη βέβαια είναι η διαφθορά. Η δεύτερη είναι ότι τα όρια των πόλεων στενεύουν, με αποτέλεσμα την απουσία ελεύθερων χώρων. Η τρίτη συνέπεια είναι ότι η σπανιότητα των οικοπέδων ανεβάζει τραγικά την τιμή της κατοικίας που γίνεται δυσπρόσιτη στους φτωχότερους πολίτες. Ίσως οι Έλληνες δεν γνωρίζουν ότι αγοράζουν τα διαμερίσματά τους σε πολύ ψηλότερες τιμές απ αυτές που οι υπόλοιποι ευρωπαίοι αγοράζουν σπίτια, ναι σπίτια, με γκαράζ, κήπο, δένδρα και λοιπά. Και την πρώτη ευθύνη γι αυτό έχει η ακρίβεια των οικοπέδων.
Αρκετά σας κούρασα, έρχομαι στο τελευταίο σημείο. Όπως ήδη ανέφερα, τα μεγάλα έργα εξαιτίας των προβολέων της δημοσιότητας που πέφτουν πάνω τους, του γεγονότος ότι απευθύνονται σε ένα κλειστό club προμηθευτών που δεν κάνουν πόλεμο μεταξύ τους και του δεδομένου ότι πρέπει να λειτουργούν, δεν μπορούν (και δεν χρειάζεται λόγω της πολύ μεγάλης αξίας τους) να δώσουν μεγάλες μίζες ως ποσοστό επί της αξίας του έργου, αντίθετα με τα μικρά, όπου η μίζα μπορεί να είναι μέχρι και πλησίον του 100% της αξίας. Αυτό οδηγεί αναγκαία στην σκέψη ότι αν θέλουμε να μειώσουμε την διαφθορά πρέπει να προτιμάμε να διανέμουμε τις δημόσιες επενδύσεις σε λίγα μεγάλα έργα κι όχι σε πολλά μικρά. Αυτή ήταν η τακτική που ακολούθησε ο Σημίτης. Δυστυχώς εδώ έχω την εντύπωση ότι ο Παπανδρέου δεν θα συμφωνούσε, κι όχι από αντιΣημιτισμό. Αν βλέπω σωστά τα πράγματα, η πολιτική του άποψη είναι υπέρ της αποκέντρωσης και στο επίπεδο των κονδυλίων, πράγμα που οδηγεί τις δημόσιες επενδύσεις σε μικρά έργα και δυσκολεύει την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Δυστυχώς το δεύτερο αυτό κείμενο για την διαφθορά βγήκε μεγαλύτερο απ όσο περίμενα, επομένως πρέπει να ζητήσω συγγνώμη για τον κακό υπολογισμό μου. Επίσης συγγνώμη ζητώ και για την καθυστέρηση αυτού του post, για την οποία όμως δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα.
Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009
Διαφθορά μέρος Β
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου