Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Η Διεθνής Κρίση.


Από τον προπερασμένο Σεπτέμβριο στις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις μας μπήκε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο η διεθνής κρίση. Μου είναι εμφανές ότι αυτή η ορμητικότητα της κρίσης παράγει μια αντίστοιχη ορμητικότητα στις σκέψεις των συζητούντων, που όμως είναι εξαιρετικά κακός σύμβουλος για ένα πρόβλημα του οποίου η αντιμετώπιση επιβάλλει νηφαλιότητα.

Νομίζω πως η κατανόηση του φαινομένου ακόμη κι απ τους εμφανιζόμενους σαν ειδικούς είναι πολύ επιφανειακή κι ότι επομένως μια προσπάθεια ερμηνείας της θα είναι ωφέλιμη, έστω και προερχόμενη από μη ειδικό, έστω κι αν δεν είναι πια τόσο επίκαιρη. Θα αρχίσω με μια κατά το δυνατόν συνοπτική περιγραφή των παραγόντων η λειτουργία των οποίων δημιούργησε τη κρίση και θα τελειώσω αναφερόμενος στην κρίση καθεαυτή, που τότε όπως ελπίζω θα είναι ήδη κατανοητή.

Οι Τράπεζες

Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται φυσικά το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Όπως όλοι ξέρουμε, οι τράπεζες είναι το σύστημα που παράγει το χρήμα. Ο μηχανισμός παραγωγής χρήματος ίσως είναι λιγότερο γνωστός και γι αυτό καλό θα ήταν να τον περιγράψουμε. Για να δούμε την εικόνα με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, θεωρήστε ότι δεν υπάρχουν τράπεζες και ότι περιγράφουμε το ξεκίνημα της λειτουργίας τους.

Στην κοινωνία μέχρι στιγμής, με την υπόθεσή μας, κυκλοφορεί κάποιο χρήμα του οποίου ένα μέρος δαπανάται για τις καθημερινές χρήσεις, αλλά κάποιο άλλο μέρος είναι αποταμιευμένο, εννοείται στα σπίτια αυτών που το έχουν, αφού τράπεζες ακόμη δεν υπάρχουν. Ξαφνικά η κυβέρνηση εκδίδει τους νόμους που επιτρέπουν την ίδρυση τραπεζών με τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα.

Οι νόμοι αυτοί δημιουργούν ένα θεσμό όπως ας πούμε η Κεντρική Τράπεζα, που κατά την ουσία της δεν είναι τράπεζα, είναι απλώς το κέντρο του τραπεζικού συστήματος που θα δημιουργηθεί. Σ αυτήν προσέρχονται κάποιοι πλούσιοι, οι οποίοι προτίθενται να δημιουργήσουν τράπεζες και για να αποκτήσουν αυτό το δικαίωμα καταθέτουν εκεί ένα ποσόν. Ας πούμε λοιπόν ότι κάποιος καταθέτει ένα δισεκατομμύριο στην Κεντρική Τράπεζα. Μ αυτό αποκτά μια τράπεζα που έχει το δικαίωμα να εκδίδει δάνεια ύψους πολλαπλάσιου, που για το παράδειγμά μας ας υποθέσουμε ότι είναι 10 δισεκατομμύρια. Ναι, δέκα, δεν διαβάσατε λάθος, το δεκαπλάσιο του κατατεθέντος ποσού. Στην Αμερική ας πούμε είναι τόσο ακριβώς. Και οι εκπλήξεις για όσους δεν έχουν ξανακούσει γι αυτό το θέμα μόλις άρχισαν. Η πρώτη τράπεζα μόλις έχει δημιουργηθεί.

Πάει τώρα κάποιος στην τράπεζα, και ζητάει ένα δάνειο ύψους 10 δισεκατομμυρίων. Η τράπεζα καταρτίζει μια σύμβαση μαζί του που περιγράφει πως θα αποπληρωθεί, σε ποιο διάστημα, με τι δόσεις, και φυσικά με ποιό επιτόκιο. Στην σύμβαση βέβαια καθορίζονται και οι εγγυήσεις του δανείου, που συνήθως είναι ακίνητη περιουσία. Η εγγύηση μπαίνει στο χρηματοκιβώτιο της τράπεζας και ανοίγεται ένας λογαριασμός στο όνομα του δανειολήπτη με ύψος το ποσόν των 10 δις.

Η περιγραφή αυτή υποθέτω ότι δεν προκαλεί έκπληξη. Ακολουθεί όμως το απλό ερώτημα: και πού βρέθηκαν τα χρήματα που μπήκαν στον λογαριασμό του δανειολήπτη; Και η απάντηση είναι απλούστατη. Πουθενά.

Με τον δανεισμό που πραγματοποιήθηκε, απλώς προστέθηκε μια λογιστική εγγραφή στην τράπεζα. Μια εγγραφή που δίνει το δικαίωμα στον δικαιούχο του λογαριασμού να χρησιμοποιήσει 10 δις, τα οποία όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχουν πουθενά, δημιουργούνται εκ του μηδενός με την πράξη του δανείου. Μόλις παρήχθησαν 10 δισεκατομμύρια. Η τράπεζα έκανε την δουλειά της, παρήγαγε χρήμα.

Ο δικαιούχος μας τώρα παίρνει τα 10 δισεκατομμύρια, εννοείται σε επιταγές, και πληρώνει κάποιους, οι οποίοι με τη σειρά τους τις παίρνουν και με την εξαίρεση ίσως ενός πολύ μικρού ποσοστού που θα χρησιμοποιήσουν για κατανάλωση τις καταθέτουν σε δικό τους λογαριασμό. Αυτός μπορεί φυσικά να ανήκει σε άλλη τράπεζα, αλλά πρώτον στο παράδειγμά μας άλλη τράπεζα δεν υπάρχει, και δεύτερον δεν έχει καμία σημασία, τα χρήματα ξαναγύρισαν στο τραπεζικό σύστημα.

Αυτό το μικρό ποσοστό που ανέφερα θα μπορούσε να θεωρηθεί μηδέν, γιατί βέβαια μια πράξη δανεισμού δεν θα άλλαζε τις ζωές των κατοίκων και επομένως ούτε την άμεση κατανάλωση, άρα ούτε τα χρήματα που χρειάζεται να κυκλοφορούν με την μορφή νομίσματος. Για να μη θεωρηθεί ότι υπερβάλλω, δέχομαι ότι όποιος πήρε το δάνειο θα φάει στα ψιλά κι ένα μικροποσό για το οποίο θα χρειαστεί μετρητά. Επομένως, αφού νέα νομίσματα χρειάζονται ελάχιστα, το μόλις παραχθέν χρήμα σχεδόν στο σύνολό του θα είναι ξανά στην τράπεζά μας, η πληρέστερα, στο σύστημα.

Απλή δουλειά η τραπεζική, έτσι; Δίνεις σε κάποιον ένα χαρτί που λέει ότι έχει λεφτά, αυτός στο παραδίδει πίσω, ενδεχομένως με την μεσολάβηση ενός τρίτου με τον οποίο συναλλάσσεται, και μετά υποχρεούται να το ξεπληρώσει κιόλας, και μάλιστα με τόκο. Δηλαδή, επιστρέφοντας το δάνειο, αυτός θα υλοποιήσει το χρήμα που παρήχθη απ την τράπεζα με την πράξη του δανεισμού, και θα το δώσει στην τράπεζα. Και με το κατιτίς παραπάνω, μην ξεχνιόμαστε.

Όπως αντιλαμβάνεστε, η μηχανή αυτή είναι αυτό που πάντα ονειρευόντουσαν οι αλχημιστές. Μιλάμε ξεκάθαρα για την φιλοσοφική λίθο. Παραγωγή χρυσού εκ του μηδενός δεν ήθελαν; Ε, οι τραπεζίτες μας το κατάφεραν. Και όπως ακριβώς οι αλχημιστές έλεγαν ότι είναι υποχρεωτικό στην αρχή να έχεις λίγο χρυσό για να παραγάγεις τον καινούργιο, έτσι και οι τραπεζίτες χρειάζονται για την δουλειά τους ένα μικρό αρχικό κεφάλαιο. Το ένα δέκατο, αν θυμάστε. Αλλά εδώ έχουμε το επόμενο ενδιαφέρον σημείο. Οι τράπεζες, εκτός του αρχικού ποσού που μπορούν να δανείζουν, του δεκαπλάσιου δηλαδή του κεφαλαίου τους, μπορούν επιπλέον να δανείζουν και ένα ποσοστό των καταθέσεών τους, πχ το 90%.

Αυτό σημαίνει ότι το ποσό που ξαναμπήκε στην τράπεζα αφού εκταμιεύτηκε, και που φυσικά ξαναμπήκε ως κατάθεση στην ίδια ή σε άλλη τράπεζα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν βάση για νέο δανεισμό στο 90% της κατάθεσης. Δηλαδή τώρα, η τράπεζά μας μπορεί να δανείσει μέχρι άλλα 9 δισεκατομμύρια, δηλαδή το 90% των 10 δισεκατομμυρίων που έχει ως καταθέσεις. Δηλαδή με το αρχικό δισεκατομμύριο έχουν ήδη δημιουργηθεί 19 δισεκατομμύρια συνολικά.

Και η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, γιατί και τα 9 θα επανακατατεθούν, και επομένως η τράπεζα μπορεί να δανείσει το 90% απ αυτά, δηλαδή άλλα 8.1 δισεκατομμύρια, κι απ αυτά μόλις ξαναμπούν να δανείσει άλλα 7.2 δισεκατομμύρια και ούτω καθεξής. Το άθροισμα 9 +8.1+7.2+6.3 κλπ έχει όριο τα 100 δισεκατομμύρια. Επομένως συνολικά από 1 δις μας προέκυψαν 110. Καλή δουλειά ακόμη και με αλχημιστικά μέτρα, έτσι;

Όλα αυτά βέβαια είναι απλές λογιστικές εγγραφές στο σύστημα. Και επομένως το πρόβλημα που έχει κάθε τράπεζα, το απολύτως κρίσιμο πρόβλημα, είναι να τα καταφέρει να μην έρχεται κόσμος να ζητάει την ίδια ώρα τα λεφτά του, όπως ας πούμε σε στιγμές πανικού. Γιατί βέβαια τότε η τράπεζά μας θα καταρρεύσει.

Ένα δεύτερο πολύς σημαντικό πρόβλημα προκύπτει απ την ίδια την φύση του τραπεζικού συστήματος. Αφού μόνον αυτό παράγει χρήμα, αν ας πούμε το σύστημά μας κατάφερε να δανείσει φέτος τα 100 δισεκατομμύρια για ένα χρόνο με επιτόκιο 3%, αυτό σημαίνει ότι στο τέλος του χρόνου πρέπει να του επιστραφούν 103 δισεκατομμύρια. Αλλά αφού το μόνο χρήμα που υπάρχει είναι αυτό που παράγεται απ τις τράπεζες, αυτά τα 3 που περισσεύουν δεν υπάρχουν. Ο μόνος τρόπος να υπάρξουν είναι το τραπεζικό μας σύστημα να τα παραγάγει του χρόνου, με νέο δανεισμό βεβαίως. Επομένως η ευστάθεια του συστήματος εξαρτάται απ τη δυνατότητά του να παράγει συνεχώς περισσότερο χρήμα δανείζοντας, να υπάρχει δηλαδή αυτό που λέμε ανάπτυξη. Αν τα δάνεια δεν αυξάνονται με ρυθμό ταχύτερο απ το επιτόκιο, τότε δεν θα υπάρχουν αρκετά χρήματα για την αποπληρωμή των δανείων, κι επομένως το τραπεζικό σύστημα θα μπει σε κρίση.

Και μπαίνουμε στο τρίτο σημαντικό πρόβλημα, στην πραγματική πια οικονομία. Αν το σύστημα μπει σε κρίση, θα προσπαθήσει να την καταπολεμήσει μεταφέροντάς την πρώτα στους δανειζόμενους απ αυτήν. Ας θυμηθούμε ότι οι δανειζόμενοι παρείχαν εγγυήσεις που ήταν ακίνητη περιουσία, πχ σπίτια, τα οποία τώρα θα χάσουν, προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να βρουν τα χρήματα που έχουν ανάγκη.


Το χρηματιστήριο

Το χρηματιστήριο είναι ο κατ’ εξοχήν ανταγωνιστικός προς τις τράπεζες μηχανισμός του συστήματος. Στο χρηματιστήριο πηγαίνουν οι επιχειρήσεις που χρειάζονται κεφάλαια για την ανάπτυξή τους, αλλά που δεν θέλουν να τα δανειστούν απ τις τράπεζες. Εκδίδουν μετοχές της επιχείρησης, τις οποίες αγοράζουν άλλες επιχειρήσεις ή το κοινό προσφέροντας επομένως στην επιχείρηση τα χρήματα που θέλει.

Θεωρητικά, πράγμα που ίσχυε και στην πράξη πριν πολλά χρόνια, ο λόγος που αγοράζουν όλοι αυτοί τις μετοχές είναι ότι θέλουν μερίδιο απ τα κέρδη που αναμένουν να έχει η επιχείρηση, ανάλογο με το ποσοστό της επιχείρησης -δηλαδή τις μετοχές- που αγόρασαν. Αν δηλαδή μια επιχείρηση έχει κέρδη 10% το χρόνο, τότε αγοράζοντας μετοχές της θα πάρουμε κι εμείς 10% σαν μέρισμα, δηλαδή τοκίζουμε κι εμείς τα λεφτά μας με 10%, πολύ περισσότερο απ τον τόκο που θα παίρναμε αν βάζαμε τα λεφτά μας στην τράπεζα.

Στην πράξη βέβαια αυτό δεν ισχύει πια εδώ και πολύ καιρό. Το χρηματιστήριο είναι χώρος ελεύθερης αγοράς, όπου ισχύουν οι κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Αν λοιπόν ο κόσμος προβλέπει ότι μια επιχείρηση θα πάει καλά, θα θέλει τις μετοχές της. Αύξηση της ζήτησης μετοχών αυξάνει τις τιμές τους, κι αυτή η αύξηση τιμής συντελείται σε χρόνο πολύ μικρότερο απ όσο χρειάζεται η επιχείρηση για να παραγάγει αντίστοιχα κέρδη. Το χρηματιστήριο λοιπόν μετατρέπεται σε προεξοφλητικό μηχανισμό κερδών ή ζημιών.

Ας σκεφτούμε λοιπόν την επιχείρηση που αναμένεται να έχει κέρδη 10% σε ένα χρόνο. Ο προεξοφλητικός μηχανισμός αποκομίζει τα κέρδη αυτά σε μια δυο μέρες. Όμως η μετοχή δεν βγαίνει απ τον πίνακα όταν έχει προεξοφλήσει τα αναμενόμενα κέρδη της, πρωτίστως επειδή δεν ξέρουμε πόσα θα είναι αυτά. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται ένα δεύτερο επίπεδο υπολογισμών, που δεν αφορά την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά την εξέλιξη των προβλέψεων σε σχέση με την επιχείρηση. Προβλέποντας ότι η επιχείρηση θα έχει κέρδη 10% σε ένα χρόνο, δημιουργήσαμε το μηχανισμό που αποκομίζει το κέρδος αυτό σε μια μέρα. Προβλέποντας τώρα ότι ο κόσμος θα προβλέψει τα κέρδη στο 12% κι όχι στο 10%, μπορούμε να αποκομίσουμε κέρδη 12% σε μια μέρα, κι επιπλέον ένα κέρδος 2% την επόμενη μέρα, όταν ο κόσμος θα έχει διορθώσει την πρόβλεψή του. Επομένως το χρηματιστήριο μετατρέπεται σε μηχανισμό όχι μόνο προεξοφλητικό αλλά και ενισχυτικό των κερδών.

Εκτός απ αυτό όμως, οι μετοχές μιας επιχείρησης γίνονται ένα καινούργιο προϊόν της, ως επί το πολύ ανεξάρτητο απ τα αρχικά προϊόντα της, και προφανώς το σπουδαιότερο απ όλα. Αυτό το προϊόν μπορεί να το διαχειριστεί η ίδια η επιχείρηση όπως και άλλες επιχειρήσεις, που ονομάζονται επενδυτικές τράπεζες.

Ας υποθέσουμε ότι έχετε μια επιχείρηση και βγαίνετε στο χρηματιστήριο αναζητώντας κεφάλαια και εκδίδετε μετοχές των 10 € για να παραγάγετε κέρδος περισσότερο απ όσο είχατε μέχρι τώρα. Αν αντιληφθείτε ότι οι μετοχές σας πωλούνται στο χρηματιστήριο έναντι 30 € τότε προφανώς μπορείτε να πουλήσετε μέρος των μετοχών σας και να βγάλετε όσα κέρδη θα βγάζατε σε μια 10ετία. Τα μελλοντικά κέρδη της επιχείρησης σας είναι πολύ λιγότερο σημαντικά απ την γνώμη που έχουν οι άλλοι γι αυτά. Μπορείτε κιόλας να πουλήσετε όλη την επιχείρησή σας γιατί δεν την χρειάζεστε πια, αν πάρετε απ την πώληση τα κέρδη μιας 10ετίας ή και παραπάνω. Το προϊόν της επιχείρησής σας είναι οι μετοχές της.

Τώρα βέβαια αυτό το καινούργιο προϊόν δεν είστε ειδικός για να το επεξεργαστείτε. Και φυσικά το κενό που δημιουργείται θα καλυφθεί πολύ εύκολα. Οι ειδικοί σιγά-σιγά αρχίζουν και οργανώνονται, και στο τέλος του δρόμου έχουμε τις επενδυτικές τράπεζες.

Οι επενδυτικές τράπεζες είναι οργανισμοί που διαχειρίζονται μετοχικά προϊόντα (securities). Αυτά μπορεί να είναι μετοχές σαν κι αυτές που ξέρουμε καθώς και ομόλογα σαν κι αυτά που προσπαθεί το δύσμοιρο Υπουργείο Οικονομικών μας να πουλήσει. Αλλά όχι μόνον αυτά. Μπορούν να δημιουργούν κι άλλα προϊόντα που προκύπτουν απ την επεξεργασία αυτών των «πρωτογενών» υλικών. Τέτοια προϊόντα είναι τα παράγωγα (derivatives), για τα οποία αξίζει να μιλήσουμε λίγο πιο λεπτομερειακά.


Τα παράγωγα

Όπως όλοι ξέρουμε οι ενισχυτικές δυνατότητες που έχει το χρηματιστήριο μπορούν κατά καιρούς να δημιουργήσουν μια «φούσκα». Η χασούρα από ενδεχόμενο σκάσιμο της φούσκας είναι το γινόμενο δυο ποσοτήτων: της πιθανότητας να σκάσει επί την ζημιά που θα κάνει αν σκάσει.

Την πιθανότητα σκασίματος προσπαθούν να υπολογίσουν διάφοροι οργανισμοί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Η αξιοπιστία υπολογισμού της είναι από πολύ μικρή έως ανύπαρκτη, με δεδομένο μάλιστα ότι ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι η εκτίμηση που προσφέρει ένας μεγάλος οργανισμός είναι αμερόληπτη κι όχι ένας τρόπος να προξενήσει κατάρρευση που ενδεχομένως συμφέρει τον οργανισμό. Υπάρχει όμως ένας οργανισμός που ανεξαρτήτως της μεροληψίας του, μόνον εξαιτίας του μεγέθους και του κύρους του μπορούμε να εμπιστευόμαστε. Μιλάω για την Κεντρική Τράπεζα.

Όπως προηγουμένως είπαμε, το χρηματιστήριο είναι οργανισμός που συμπεριφέρεται (και) ανταγωνιστικά προς το τραπεζικό σύστημα για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι μια επιχείρηση πάει στο χρηματιστήριο ακριβώς για να αποφύγει τον δανεισμό από τράπεζες. Ο δεύτερος είναι λίγο πιο έμμεσος. Αν το χρηματιστήριο αρχίζει να φουσκώνει, πάρα πολύς κόσμος μπαίνει στο χρηματιστήριο, αποσύροντας φυσικά καταθέσεις απ το τραπεζικό σύστημα. Σε κάποια στιγμή το τραπεζικό σύστημα μπορεί να στεγνώσει τόσο, ώστε να αναγκάσει τον κεντρικό τραπεζίτη να βγει και να δηλώσει ότι το χρηματιστήριο είναι φούσκα. Και τότε φυσικά το χρηματιστήριο θα πέσει. Αν αυτό σας θυμίζει τον κ. Παπαδήμο και τις δηλώσεις του το 1999 έχετε καταλάβει σωστά.

Ο κίνδυνος λοιπόν σκασίματος είναι πάντα υπαρκτός. Αν μια μεγάλη επιχείρηση χρειάζεται να προστατεύσει τον εαυτό της, το μόνο όπλο που απομένει είναι η αμυντική αγορά, δηλαδή η αγορά ενός χαρτιού που θα ανεβαίνει όταν ένα άλλο ή μια ομάδα άλλων πέφτει. Τέτοια χαρτιά είναι τα παράγωγα.

Υποθέστε ότι είστε διευθυντής ενός θεσμικού επενδυτή μεγάλου όγκου, για παράδειγμα ενός ασφαλιστικού ταμείου. Μπορείτε να δώσετε 10 εκατομμύρια και να αγοράσετε 2 εκατομμύρια μετοχές μιας μεγάλης και σοβαρής εταιρείας με 5 € την μια. Οι μετοχές όμως μπορεί να ανέβουν πχ κατά 10% στο προσεχές δίμηνο οπότε έχετε κερδίσει 1 εκατομμύριο. Φυσικά μπορεί και να πέσουν κατά 10% οπότε θα χάσετε 1 εκατομμύριο. Μπορείτε να προστατευτείτε απ τον κίνδυνο αυτό;

Η απάντηση στο ερώτημά σας είναι τα παράγωγα, που μόνον θεσμικοί επενδυτές μπορούν να παίξουν. Αγοράζετε ας πούμε με 100,000 € ένα χαρτί που σας δίνει το δικαίωμα να αγοράσετε σε δυο μήνες τις δυο εκατομμύρια μετοχές με την σημερινή τιμή. Αν σε δυο μήνες η μετοχή έχει ανέβει 10%, ασκείτε το δικαίωμά που προκύπτει απ το χαρτί και αγοράζετε 2 εκατομμύρια μετοχές με 5 € την μια, δηλαδή 10 εκατομμύρια, που τώρα όμως κάνουν 5.5 € η μια, άρα συνολικά 11,000,000 €. Κερδίσατε λοιπόν 1 εκατομμύριο, μείον τις 100,000 που δώσατε για το χαρτί. Αν πάλι η μετοχή πέσει, τότε απλώς δεν ασκείτε το δικαίωμά σας και η χασούρα σας περιορίζεται στις 100,000 €.

Το γεγονός ότι τα παράγωγα αποτελούν άμυνα και βέβαια ότι παίζονται, σημαίνει ότι αύξηση της κίνησής τους δημιουργεί ενεργητικότατες τάσεις πτώσης των κανονικών μετοχών στο χρηματιστήριο, ώστε να βγει κέρδος απ αυτά. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα που είναι και πολύ δύσκολο να μελετηθεί δεδομένης της πολυπλοκότητας του. Το φαινόμενο είναι χαοτικό.

Τα στεγαστικά δάνεια.

Τα στεγαστικά δάνεια είναι απ τη φύση τους ένα απ τα φιλέτα των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Κατ αρχάς δεν χρειάζονται εξωτερική εγγύηση, αφού η ίδια η κατοικία που αγοράζεται υποθηκεύεται στην τράπεζα που δίνει το δάνειο. Επιπλέον, όταν δανειοδοτείται μια μεγάλη επιχείρηση και η τράπεζα εκτιμά ότι έχει μια πιθανότητα 0.2% να μην πάρει πίσω τα λεφτά της, αυτό σημαίνει ότι με 0.2% θα χάσει όλα τα λεφτά, ενώ στον στεγαστικό τομέα επειδή οι δανειολήπτες είναι πολλοί το 0.2% σημαίνει ότι 2 στους χίλιους δεν θα πληρώσουν, αλλά πάντως θα πάρεις το 99.8% των χρημάτων σου. Η πιθανότητα, από μέρος των ενδεχομένων μετατρέπεται αμέσως σε μέρος του ποσού. Ο παράγων τύχη εξαφανίζεται.

Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των στεγαστικών δανείων είναι ότι συχνότατα αποτελούν χώρο εμπλοκής της πολιτικής. Κάθε κυβέρνηση θεωρεί την στέγαση των πολιτών πεδίο υψηλής προτεραιότητας και θέλει να βοηθήσει την κατάσταση. Τι μπορεί να κάνει γι αυτό; Ο απλούστερος τρόπος βέβαια είναι η επιδότηση των δανείων αυτών, και μάλιστα αυτών που αφορούν την πρώτη κατοικία, είτε πληρώνοντας μέρος των δανείων είτε προσφέροντας κάτω απ το τραπέζι ένα άλλο δωράκι στις τράπεζες.

Υπάρχουν όμως και εξυπνότερες λύσεις. Μπορούμε να δημιουργήσουμε μια καινούργια τράπεζα η οποία θα αγοράζει τα στεγαστικά δάνεια απ τις άλλες τράπεζες. Αυτή η καινούργια της παρέας θα μπορεί να κερδίζει απ την διαφορά επιτοκίων, αν ας πούμε αγοράζει δάνεια που είχαν επιτόκιο 3% δίνοντας 2.8% στην τράπεζα που εξέδωσε αρχικά το δάνειο. Αν το ερώτημα που σας έρχεται στο μυαλό είναι «και γιατί να μη δώσει εξ αρχής η πρώτη τράπεζα το δάνειο με 2.8% αφού την φτάνει, να τελειώνουμε», απλώς δεν κάνετε για τραπεζίτης.

Αφού η αρχική τράπεζα έχει πάρει πίσω τα λεφτά απ το δάνειό της, έχει τώρα φρέσκα λεφτά απ τα οποία μπορεί να δανείσει το 90% - θυμηθείτε ότι οι τράπεζες δανείζουν το 90% απ τις καταθέσεις τους. Επομένως μ αυτή την πράξη θα πάρει 2.8% απ το πρώτο δάνειο και 3% απ το δεύτερο, που είναι το 90% του πρώτου, που θα το ξαναδώσει στην καινούργια τράπεζα – αγοραστή του δανείου και ούτω καθεξής.

Αν αυτά που σας λέω σας φαίνονται υπερβολικά, σας έχω νέα. Θυμάστε μήπως τα ονόματα Freddy Mac και Fannie Mae; Ε, αυτή την δουλειά ακριβώς κάνανε. Αγοράζανε τα στεγαστικά δάνεια των τραπεζών, και έφτασαν να έχουν όλα τα στεγαστικά δάνεια της Αμερικής στο πορτοφόλι τους. Δώδεκα τρισεκατομμύρια, ναι, ναι, 12 με 12 μηδενικά.

Και που έβρισκαν οι Freddy Mac και Fannie Mae τόσα λεφτά να αγοράζουν δάνεια; Α, πάλι απορρίπτεσθε ως τραπεζίτης. Δεν χρειάζεται ντε και καλά νάχεις λεφτά για τέτοιες αγορές. Μπορείς κατ αρχήν να δανειστείς απ το τραπεζικό σύστημα, αν του περισσεύουν λεφτά. Μπορείς όμως και να εκδίδεις χαρτιά που αφορούν διάφορα πακέτα δανείων, που τα αγοράζουν με τη σειρά τους άλλες επιχειρήσεις απ ευθείας ή στο χρηματιστήριο, που φουσκώνοντας δίνει την οικονομική επιφάνεια που χρειάζεται. Εννοώ επιχειρήσεις σαν την Lehman Brothers, κάπου το θυμάστε κι αυτό το όνομα, έτσι;

Τώρα βέβαια οι τράπεζες έχουν ανάγκη να διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους, δηλαδή να δώσουν περισσότερα στεγαστικά. Αλλά αυτό σημαίνει και επέκταση του κύκλου των δανειοληπτών σε πιο επικίνδυνες περιοχές, δηλαδή σε ανθρώπους που δεν είναι τόσο βέβαιη η δυνατότητά τους να αποπληρώσουν το δάνειο. Το τι ακριβώς σημαίνει αυτό θα το δούμε λίγο αργότερα.


Τα golden boys

O John Kenneth Galbraith ήταν ένας απ τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του προηγούμενου αιώνα. Κατάφερνε να συνδυάζει την επιστημονική πληρότητα με την διεισδυτικότητα και την δυνατότητα εμβάθυνσης, κι όλα αυτά χωρίς να χάνει απ το μυαλό του το δυσεύρετο common sense που από επιστημολογική άποψη είναι και το θεμέλιο των επιστημών. Δυστυχώς οι θέσεις του τον έκαναν αντιπαθή στην μεν δεξιά γιατί υπερασπιζόταν τον ρυθμιστικό χαρακτήρα του κράτους, στην δε παραδοσιακή αριστερά γιατί δεν ήταν μαρξιστής. Ήταν επιπλέον αντιπαθής στους υψηλού επιπέδου οικονομολογικούς κύκλους γιατί οι ευστοχότατες παρατηρήσεις του που έδειχναν τις ξεκάθαρες τάσεις της οικονομίας και της κοινωνικής εξέλιξης διέψευδαν τα μοντέλα οικονομίας πάνω στα οποία δούλευαν οι υποψήφιοι για Νόμπελ.

Μια απ τις εξαιρετικά εύστοχες παρατηρήσεις του Galbraith ήταν ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έτειναν να ανεξαρτητοποιούνται απ τους ιδιοκτήτες τους, κι αυτό για δυο βασικούς λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι η ανάγκη για κεφάλαια οδηγεί τις επιχειρήσεις στο χρηματιστήριο με συνέπεια την διάχυση του κεφαλαίου σε πολλούς ιδιοκτήτες, εκ των οποίων κανείς δεν μπορεί να ασκήσει εξουσία μόνος του. Αναγκαστικά λοιπόν προτείνεται ένα συμβιβαστικό σχήμα διοικητικού συμβουλίου του οποίου τα μέλη έχουν την εμπιστοσύνη των μεγάλων κεφαλαιούχων της επιχείρησης, αλλά και την δυνατότητα να βρίσκουν με τη σειρά τους συμβιβασμούς στους στόχους της που επομένως δεν ταυτίζονται με τους στόχους κανενός απ τους ιδιοκτήτες.

Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την επιστημονική γνώση και την εξειδίκευσή της. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Henry Ford μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι ήξερε την δουλειά οποιουδήποτε εργαζόμενου στις επιχειρήσεις του καλύτερα απ τον ίδιο, και αυτό του επέτρεπε να ελέγχει απολύτως την επιχείρησή του. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ούτε να το ονειρευτεί οποιοδήποτε διευθυντικό στέλεχος μιας αυτοκινητοβιομηχανίας 50 χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα κανένας διευθυντής καμιάς σύγχρονης επιχείρησης δεν μπορεί να ελέγξει επί του περιεχομένου της δουλειάς τους τους περισσότερους εργαζόμενους υψηλού επιπέδου στην επιχείρηση. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι αυτοί τρόπον τινά αυτονομούνται και ότι οι διευθυντές τους μπορούν να τους ελέγξουν μόνο στην βάση της επιτυχίας των στόχων που οι ίδιοι καθορίζουν.

Σύμφωνα με τον Galbraith λοιπόν τα διοικητικά στελέχη έτειναν να δημιουργούν μια νέα τάξη καθ’ εαυτήν, που υποκαθιστά τους κεφαλαιούχους στην λήψη αποφάσεων. Αυτή την τάξη την ονόμασε τεχνοδομή (technostructure). Φυσικά η άποψή του αυτή συνάντησε τεράστιες αντιδράσεις και στην ουσία απορρίφτηκε απ το κύριο ρεύμα της οικονομικής επιστήμης. Κι όταν, όπως πρόσφατα συνέβη, η τεχνοδομή έκανε την παρουσία της περισσότερο από εμφανή σε σημείο να αναγκαστούν να την δουν, της έδωσαν ένα καινούργιο όνομα, λιγότερο λειτουργικό αλλά ευκολότερα κατακριτέο ηθικά. Μιλάω βέβαια για τα golden boys.

Όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί εύκολα, η τεχνοδομή δεν μπορεί να ελεγχθεί απ τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης, και επομένως τείνει να δρα λιγότερο προς το συμφέρον τους και περισσότερο προς ίδιο συμφέρον. Στόχος της επιχείρησης πια δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά η μεγιστοποίηση του κύκλου εργασιών που αυξάνει την ηγεμονία της τεχνοδομής. Το κέρδος αρκεί να βρίσκεται μέσα σε πλαίσια που να ικανοποιούν τους ιδιοκτήτες.

Η τεχνοδομή φυσικά δεν αρκείται σε μια λιτή ηγεμονία, φροντίζει και για τα υλικά της αγαθά. Ένα μέρος αυτών, όπως για παράδειγμα πολυτελή αυτοκίνητα, διαμονή σε εξαιρετικά ξενοδοχεία, πάρτι με φιλοχρήματες κυρίες όχι εξαιρετικά αυστηρών ηθών κλπ, τα αποκομίζει ως προνόμια της θέσης χρεώνοντάς τα στην επιχείρηση ως έξοδα. Ένα άλλο μέρος, όχι λιγότερο σημαντικό το παίρνει ως αποδοχές, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων εξωφρενικού ύψους bonus που μόλις πρόσφατα έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό λόγω της κρίσης.

Όμως το βασικό πρόβλημα με την τεχνοδομή δεν είναι το ηθικό αλλά το λειτουργικό. Ο χειρισμός των χρημάτων που δεν μας ανήκουν, όπως όλοι ξέρουμε απ τον Δημόσιο τομέα στην Ελλάδα, είναι ένας δρόμος γεμάτος πειρασμούς που μπορεί στην χυδαία ελληνική δημόσια εκδοχή του να παράγει νομικά επιλήψιμη διαφθορά, σε πιο λεπτές όμως εκδοχές να γεμίζει τις τσέπες των στελεχών με χρήματα και ταυτόχρονα να καταστρέφει τεράστιες επιχειρήσεις εντελώς νόμιμα. Πάμε με ένα παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε ότι είστε διευθυντής μιας μεγάλης επενδυτικής τράπεζας και η καρέκλα σας τρίζει. Ξέρετε δηλαδή ότι άνευ απροόπτου στο τέλος του χρόνου απολύεστε. Έχετε στον υπολογιστή σας ένα ενδιαφέρον πλάνο. Σύμφωνα μ αυτό η επιχείρηση κερδίζει επιπλέον 40 δισεκατομμύρια. Όμως οι πιθανότητες του να πετύχει είναι μόλις 50%, κι αν δεν πετύχει η επιχείρηση θα έχει ζημιά 80 δισεκατομμύρια. Τα μαθηματικά του πλάνου είναι απλά, δεν συμφέρει να προχωρήσετε.

Αν όμως στο συμβόλαιό σας υπάρχει ένας όρος σύμφωνα με τον οποίο εσείς παίρνετε bonus 0.1% επί των κερδών πάνω απ το σύνηθες όριο, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Έχετε μια καλή πιθανότητα 50% να πάρετε το 0.1% των 40 δις, δηλαδή 40 εκατομμύρια στην τσέπη, άσε που αν σας βγει η ζαριά μπορεί και να παραμείνετε διευθυντής. Τώρα τι ακριβώς θα κάνετε; Και βέβαια δεν μιλάω προσωπικά στους καλούς και υπομονετικούς αναγνώστες μου, αναφέρομαι στα στελέχη επιχειρήσεων που έχουν όπως όλοι ξέρουμε νοοτροπία καμικάζι, γι αυτό εξάλλου αγαπημένα τους αναγνώσματα είναι τα περί της "φιλοσοφίας" των σαμουράϊ.

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι καθόλου τα bonus που παίρνουν τα golden boys. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το προσωπικό κέρδος των στελεχών δεν ταυτίζεται, και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις είναι εντελώς αντίθετο με τις όποιες προοπτικές της επιχείρησης στην οποία εργάζονται. Η διαμόρφωση των bonus είναι απλώς ένας απ τους μηχανισμούς μέσω των οποίων τα golden boys υλοποιούν την διαφορά αυτή. Κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για το πόσα παίρνουν τα στελέχη της Lehman Brothers αν δεν την είχαν προηγουμένως οδηγήσει σε πτώχευση, που είναι και το κύριο θέμα. Με την τεχνοδομή αλλάζει ο τρόπος λήψης αποφάσεων και αυτό είναι κάτι που η κοινωνία πρέπει να αποδεχθεί για να μπορέσει να ελέγξει επαρκώς.

Η Κρίση

Περί το τέλος του 2007 όλες οι προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας ήταν αισιόδοξες. Για μεγάλο διάστημα όλες οι προηγμένες οικονομίες της Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης είχαν απρόσκοπτη ανάπτυξη, και το τελευταίο διάστημα στον χορό της ανάπτυξης είχαν αρχίσει να μπαίνουν και οι δυο ασιατικοί γίγαντες, η Κίνα και η Ινδία.

Η πρόοδος της παγκοσμιοποίησης επέτρεψε σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά κεφάλαια να επενδυθούν στις δυο αυτές χώρες προσφέροντάς τους διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης. Σιγά - σιγά τα εγχώρια τραπεζικά συστήματα άρχισαν να εξελίσσονται σε – λίγο άγαρμπους, είναι η αλήθεια - κολοσσούς που μπορούσαν να στηρίξουν την αυτοδύναμη ανάπτυξη των χωρών αυτών.

Στην Ευρώπη αλλά κυρίως στην Αμερική η επιτυχία σήμαινε μικρούς δείκτες ανεργίας και επομένως μεγαλύτερους μισθούς σε μεγαλύτερες ομάδες εργαζομένων, που βεβαίως μπορούσαν και ήθελαν να αγοράσουν σπίτια. Κάποιοι απ αυτούς βέβαια, οι λεγόμενοι subprimes, δεν κάλυπταν τις προϋποθέσεις ασφάλειας του συστήματος αλλά αυτό δεν πείραζε και πολύ. Όλα τα στεγαστικά δάνεια μαζευόντουσαν απ την Fannie Mae και τον Freddie Mac.

Η κυβέρνηση Bush, που τον Σεπτέμβριο του 2003 είχε δημιουργήσει ένα νέο όργανο για να ελέγχει την Fannie Mae, πράγμα που φυσικά σήμαινε ότι ο υπάρχων μηχανισμός ελέγχου ήταν ανεπαρκής και ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου υπογράφει το American Dream Downpayment Act που επέτρεπε διευκολύνσεις στους πολίτες που αγόραζαν σπίτια.

Ταυτόχρονα η Lehman Brothers εξακολουθούσε να αγοράζει τίτλους απ την Fannie Mae και την Freddie Mac, παρόλο που ο Γενικός Εισαγγελεύς (Attorney General) είχε συστήσει μια επιτροπή για να την ελέγξει μαζί με άλλες 10 εταιρείες. Όπως φαινόταν τα golden boys της το παράκαναν με τα bonus που συσχετίζονταν με την ανάπτυξη της εταιρείας στο τμήμα των παραγώγων. Όπως είδαμε, τα παράγωγα είναι ο χώρος αμυντικής τακτικής των επιχειρήσεων, πράγμα που σήμαινε βέβαια ότι οι προβλέψεις της Lehman Brothers για την ανάπτυξη δεν ήταν τόσο θετικές, αλλά απ την άλλη μεριά εξακολουθούσε να αγοράζει τίτλους subprimes, που ως προϋπόθεση είχαν την ανάπτυξη. Τα πράγματα για την νομική θέση της Lehman Brothers φαίνεται ότι ήταν αρκετά σκούρα γιατί αποδέχθηκε μαζί με τις άλλες ελεγχόμενες εταιρείες συμβιβασμό πληρώνοντας 1.4 δισεκατομμύρια δολάρια πρόστιμο.

Ξαφνικά, εκεί στο τέλος του 2007, οι τιμές του πετρελαίου που για αρκετό διάστημα διετηρούντο γύρω στα 30 δολάρια το βαρέλι άρχισαν να παίρνουν την ανηφόρα. Οι ασιατικοί γίγαντες αναπτυσσόμενοι είχαν ακόρεστη δίψα για το μαύρο υγρό, κι αυτό βέβαια λογικό ήταν να αυξάνει την τιμή του. Όμως το πετρέλαιο είναι και χρηματιστηριακό αγαθό, ανήκει στον χώρο των λεγόμενων commodities, πράγμα που σημαίνει και προεξόφληση και ενίσχυση των κερδών, και επομένως τιμές πολύ ψηλότερες απ ότι μια αύξηση της ζήτησης θα έδινε σ ένα οικονομικό διάγραμμα της καμπύλης των τιμών. Το πετρέλαιο έφτασε περί τα μέσα του 2008 στα 150 δολάρια το βαρέλι.

Η υπερβολική αύξηση της τιμής του πετρελαίου με τη σειρά της κάνει την ανάπτυξη δυσκολότερη. Όταν το κόστος σου μεγαλώνει, το κέρδος τείνει να μικραίνει. Οι δυσκολίες βέβαια αυτές είναι μικρότερες στις παρθένες αγορές όπως η Κίνα και η Ινδία που μπορούν να δουλεύουν με μεγάλα ποσοστά κέρδους, αλλά μεγαλύτερες στις εξελιγμένες οικονομίες όπως η Ευρώπη και η Αμερική όπου τα ποσοστά κέρδους είναι έως εξαιρετικά μικρά. Οι δείκτες ανάπτυξης στις προηγμένες χώρες άρχισαν να πέφτουν κι αυτό είχε σαν φυσική συνέπεια την μείωση του επιπέδου των μισθών και την αύξηση της ανεργίας. Τα στεγαστικά αλλά και άλλα δάνεια εμφανίζουν μείωση ζήτησης. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν παράγουν αρκετό χρήμα ώστε να μπορούν να αποπληρωθούν οι υπάρχουσες υποχρεώσεις συν τον τόκο. Επομένως κάποιοι εργαζόμενοι απ τους ζημιωμένους της ιστορίας μας δεν μπορούσαν πια να πληρώνουν τα στεγαστικά τους δάνεια. Η Fanniε, o Freddie και τα αδελφάκια Lehman, όπως και διάφοροι άλλοι αμερικανικοί και ευρωπαϊκοί όμιλοι, βρέθηκαν σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, που φυσικά μεταφέρθηκε στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος. Η κρίση έσκασε.

Από εδώ και πέρα τα πράγματα είναι πολύ απλά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το τραπεζικό σύστημα αφού έχει περάσει την πρώτη κόκκινη γραμμή, όπου το παραγόμενο χρήμα δεν αρκεί για να καλύψει τις υποχρεώσεις των δανειοληπτών της προηγούμενης περιόδου, στήνει το ισχυρότερο δυνατό ανάχωμα για την δεύτερη κόκκινη γραμμή, την πιθανότητα να αρχίσει ο κοσμάκης να ζητάει τα λεφτά του, που δεν υπάρχουν βέβαια όπως είδαμε. Οι τράπεζες κρατάνε όσα λεφτά μπορούν. Cash is king, σε τέτοιες περιπτώσεις. Κι αυτό βέβαια έχει σαν συνέπεια ακόμη λιγότερα δάνεια, ακόμη λιγότερο χρήμα στην αγορά, και επομένως φαύλο κύκλο ύφεσης.

Ο μόνος τρόπος να βγει το τραπεζικό σύστημα απ την κρίση είναι να παρουσιαστεί το κράτος και ως εγγυητής τους, αλλά και ως – θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου - ρυθμιστής της οικονομίας. Για όσους ξέρουν λιγάκι απ αυτά, μιλάμε για ισορροπίες Nash που δεν σπάνε χωρίς την μεσολάβηση εξωτερικής ρύθμισης. Το κράτος ρυθμιστής; Ο κύριος Greenspan σχίζει τα βιβλία του που ως αξίωμα είχαν την μείωση του ρόλου του κράτους. Οι νεοφιλελεύθεροι ψελλίζουν διάφορα περί πετρελαϊκών καρτέλ. Οι μαρξιστές μιλάν για κρίση υπερπαραγωγής. Ο διευθυντής της Αγγλικής Κεντρικής Τράπεζας λέει ότι το πρόβλημα είναι η έλλειψη ηθικής ακεραιότητας των golden boys, πράγμα που προφανέστατα σημαίνει ότι η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ευτυχώς μετά τις κρατικές παρεμβάσεις τα πράγματα βαίνουν προς ομαλοποίηση και επομένως δεν θα χρειαστεί να ακούσουμε πολλές άλλες θεωρητικές απολογίες.

Στην Ελλάδα βέβαια τα πράγματα είναι αρκετά χειρότερα. Το τραπεζικό μας σύστημα ήταν βέβαια πολύ πιο συντηρητικό απ τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και το αμερικανικό και επομένως οι εγχώριοι λόγοι της κρίσης ήταν ανύπαρκτοι. Όμως η διεθνής κρίση μας μπήκε απ το παράθυρο του τουρισμού και της ναυτιλίας. Και ανέδειξε την εγκληματική βλακεία της επί πενταετία εφαρμοσμένης πολιτικής, αλλά και τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας. Και το τούνελ απ το οποίο οι προηγμένες χώρες βγαίνουν μας έχει εμφανιστεί πολύ αργότερα, επηυξημένο κατά το μέγεθος της λαϊκίστικης πολιτικής μας συμπεριφοράς και αντίληψης.

Κάποιες όμως φορές η βοήθεια σού έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Το ελληνικό κράτος με το μέγεθός του έχει πολύ έντονη ρυθμιστική δράση, της οποίας βέβαια μέγιστο μέρος διεξάγεται κάτω απ το τραπέζι. Αν την φέρουμε στο φώς και την ελέγξουμε, θα βρεθούμε ένα βήμα μπροστά απ όλους τους άλλους. Το αν θα το καταφέρουμε βέβαια αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ο κυριότερους απ τους οποίους είναι η θέλησή μας να κοιτάξουμε μπροστά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου