"..δημοκρατία κέκληται .. κατά δε την αξίωσιν, ως έκαστος εν τω ευδοκιμεί, ουκ από μέρους το πλέον ες τα κοινά ή απ αρετής προτιμάται, ουδ' αυ κατά πενίαν, έχων γέ τι αγαθόν δράσαι την πόλιν, αξιώματος αφανεία κεκώλυται" (Θουκυδίδου Ιστορία Βιβλίο Β Κεφάλαιο 37)
Η οκταετία 1996-2004 σφραγίστηκε πολιτικά απ την προσπάθεια των κυβερνήσεων Σημίτη για εκσυγχρονισμό. Φυσικό ήταν ο πολιτικός του αντίπαλος, ο Καραμανλής, να στραφεί προς τις παραδόσεις, μεταξύ άλλων και προς την λαϊκή παράδοση του μπάρμπα στην Κορώνη που την καλλιέργησε αντιπολιτευόμενος και εφάρμοσε ως κυβερνήτης. Και τα κατάφερε θαυμάσια. Η εκπληκτικής έμπνευσης επιλογή των υπουργών του, η κατάργηση του πανεπιστημιακού πτυχίου ως προϋπόθεση για την κατάληψη διευθυντικών θέσεων στο δημόσιο και οι αντίστοιχες επιλογές που έγιναν, η πληθώρα των εκτός ΑΣΕΠ προσλήψεων, η συμπλήρωση των διαδικασιών του ΑΣΕΠ με την συνέντευξη και τα stage είναι μερικοί μόνον απ τους μηχανισμούς που χρησιμοποιήθηκαν την τελευταία πενταετία για να καταπολεμήσουν την απολύτως αταίριαστη με τις παραδόσεις μας εκσυγχρονιστική λαίλαπα. Η λειτουργία του κράτους όχι μόνον επέστρεψε στα προ του Σημιτικού εκσυγχρονισμού πρότυπα, αλλά κινήθηκε ακόμη ριζοσπαστικότερα προς την επιστροφή σε εποχές Μαυρογιαλούρου. Η μοναδική παραχώρηση που έκαναν οι νικητές στα κουρέλια του εκσυγχρονισμού ήταν να δεχθούν τον δυτικότροπο όρο “κοννέ” αντί του τουρκογενούς ρουσφετιού.
Μ αυτές τις προϋποθέσεις η αντίδραση ήταν αναμενόμενη. Πολύ συχνά στις προεκλογικές εξαγγελίες του ο Παπανδρέου αναφέρθηκε στο θέμα της αξιοκρατίας, και πρέπει να ομολογήσουμε ότι στις πρώτες αυτές μέρες της νέας κυβέρνησης όχι μόνο προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε, αλλά υπερέβη και πάσαν προσδοκίαν. Η δημόσια προκήρυξη των θέσεων των γενικών και ειδικών γραμματέων και η επιλογή τους από βιογραφικά κατατιθέμενα στο Internet καθώς και η επιμονή στις διαδικασίες του ΑΣΕΠ για κάθε θέση στο δημόσιο δείχνουν ότι ο Παπανδρέου είναι απολύτως ειλικρινής σ αυτή την προεκλογική του δέσμευση. Και συνολικά η ελληνική κοινωνία διάκειται πολύ ευνοϊκά προς αυτές. Ακόμα κι αν τα υπουργεία υπολειτουργούν αφού δεν υπάρχουν γραμματείς για ένα μήνα, ακόμα κι αν η επιλογή γενικού γραμματέα του κ. Καστανίδη κατακρίνεται ως μή απολύτως αξιοκρατική, οι πολίτες βλέπουν διαφορά και οι λιγότερο απαισιόδοξοι ελπίζουν και χειροκροτούν. Κι ως εξαιρετικά αισιόδοξος άνθρωπος, χειροκροτώ μαζί τους.
Καλό είναι όμως έστω κι αφού χειροκροτήσουμε αρκετά να σκεφτούμε και λιγάκι. Όταν μάλιστα οι πρωθυπουργικές και υπουργικές παραινέσεις επαυξάνονται σε βαθμό απολυτοποίησης απ την εκπληκτική δήλωση του νέου γραμματέα του ΠΑΣΟΚ κ. Ξυνίδη οτι “δεν υπάρχει ολίγον αξιοκρατία, υπάρχει μόνον αξιοκρατία”, το να θέσουμε σ ενέργεια τις φρένες, δηλαδή τα φρένα, επιβάλλεται. Το να παίρνουμε μια υπο συγκεκριμένες συνθήκες επιθυμητή πρακτική, να την ανάγουμε σε καθολικό κανόνα και να την εφαρμόζουμε παντού, απαιτεί τουλάχιστον μελέτη του τρόπου γενίκευσης αλλιώς αποτελεί στην θεωρία σόφισμα και στην πράξη πολιτικαντισμό.
Κατά την κακή μου συνήθεια θα πάρω τα πράγματα απ την αρχή. Ο όρος αξιοκρατία φαίνεται οτι επινοήθηκε απ τον Michael Young που τον χρησιμοποίησε στο βιβλίο του The Rise of Meritocracy. Όχι, ο όρος πιθανότατα δεν ξεκινά ιστορικά απ την αρχαία Ελλάδα. Αλλά υπάρχει κι άλλη έκπληξη, χειρότερη. Στο βιβλίο του ο Young περιγράφει μια κατάσταση εντελώς αποκρουστική, με κατηγοριοποιήσεις και κατατάξεις ανθρώπων από πολύ νεαρές ηλικίες, με απολυτοποιήσεις των ποσοτικών μετρήσεων και διάφορα άλλα συναφή. Το μόνο που λείπει είναι η όχι εξαιρετικά δημοκρατική σβάστικα. Και γι αυτούς που επιμένουν να σκέπτονται ελληνικά, ο πλησιέστερος αρχαίος όρος είναι αριστοκρατία. Και η αριστοκρατία ήταν αντίπαλο προς την δημοκρατία πολίτευμα.
Σήμερα βέβαια κανείς δεν προτείνει την αξιοκρατία ως πολίτευμα. Επίσης κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ωφέλειες της αξιοκρατίας, νοούμενης ως συστήματος κινήτρων που επιβραβεύει τις επιθυμητές συμπεριφορές, ή ως πρακτικής σύμφωνα με την οποία τα υψηλά αξιώματα, κυρίως τα δημόσια, καταλαμβάνονται από άξιους ανθρώπους. Μ αυτή την έννοια η αξιοκρατία δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με τα δημοκρατικά ιδεώδη, ίσα ίσα αποτελεί και συστατικό στοιχείο της δημοκρατίας. Εδώ και 2500 χρόνια ο Θουκυδίδης ορίζοντας την δημοκρατία μας λέει σε ελεύθερη μετάφραση, και να με συγχωρούν οι φιλόλογοι, οτι “την λέμε δημοκρατία διότι .. σύμφωνα με την αξία του πετυχαίνοντας κάπου ο καθένας προτιμάται στα δημόσια αξιώματα, κι όχι επειδή ανήκει σε κάποια τάξη αλλά απ την αρετή, και επίσης δεν εμποδίζεται στο να καταλάβει αξίωμα κάποιος φτωχός εξ αιτίας της αφάνειάς του αν έχει κάτι καλό να προσφέρει στην πόλη” . Ακόμη όμως κι αν έτσι γίνει νοητή η αξιοκρατία κάποια προβλήματα παραμένουν. Ας παρατηρήσουμε μερικά απ αυτά μ ένα οικείο σε οποιονδήποτε παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε οτι θέλουμε να εφαρμόσουμε την αξιοκρατία ως επιβράβευση στους δάσκαλους ενός δημοτικού σχολείου. Είναι αμέσως κατανοητό οτι τίθεται το πρόβλημα της μέτρησης της αξίας. Ποιός είναι ο καλός δάσκαλος; Αυτός που καταφέρνει να έχει την καλύτερη επίδοση απ τους μαθητές του; Κι από ποιούς μαθητές; Αν δηλαδή ως μέτρο πάρουμε τον μέσο όρο βαθμολογιών η διασπορά πως μετράει; Και ποιά είναι η σχετική αξία της επίδοσης στην αριθμητική και στην γλώσσα ή την ιστορία; Ή μήπως θα είναι καλός δάσκαλος αυτός που παράγει το καλύτερο ήθος; Ή ο αυστηρότερος που παράγει ατμόσφαιρα ευταξίας; Και πώς θα συγκρίνουμε ένα δάσκαλο που διδάσκει μια τάξη 10 παιδιών με κάποιον άλλον που διδάσκει μια τάξη 30; Και πώς θα καταφέρουμε να μετρήσουμε ικανοποιητικά την αξία ενός δασκάλου του οποίου τα κοινωνικά χαρακτηριστικά δεν ανταποκρίνονται στα αντίστοιχα της τάξης που διδάσκει;
Τουλάχιστον κάποια απ αυτά τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε συγκαθορίζουν την αξία. Κι επομένως πρέπει να συνυπολογιστούν. Κάποια απ αυτά όμως είναι αδύνατον να υπολογιστούν. Και αρκετά δεν είναι καθόλου προφανή και καθορίζονται απ τις κοινωνικές αξίες. Ακόμη χειρότερα, μερικά απ αυτά τα χαρακτηριστικά καθορίζονται με διαφορετικό τρόπο από διάφορες κουλτούρες που συνυπάρχουν στην κοινωνία. Είναι σαφές ότι για μια φονταμενταλιστική κουλτούρα η βαθμολογία στα θρησκευτικά έχει πολύ μεγαλύτερη αξία απ τα μαθηματικά. Και βέβαια εκτός αυτού, τα χαρακτηριστικά αυτά είναι μη σύμμετρα, δηλαδή δεν έχουν κάποιο κοινό μέτρο. Θα μπορούσαμε βέβαια να ορίσουμε συντελεστές βαρύτητας για το καθένα, αλλά αυτό κάνει ακόμα πιο προφανή την εξάρτηση της αξίας απ τις κοινωνικές παραδοχές.
Τα προβλήματα βεβαίως δεν τελειώνουν εδώ. Ακόμα κι αν υποθέταμε ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε την συνάρτηση της αξίας μ ένα τρόπο γενικά αποδεκτό, αυτές οι μετρήσεις θα ανταποκρινόντουσαν στις αξίες της παρελθούσας κοινωνίας, ενώ η οποιαδήποτε επιβράβευση προκαλεί την συνέχεια και ένταση της επιβραβευόμενης συμπεριφοράς στην μελλοντική, την αυριανή. Το να βάλει κανείς μια βόμβα κάπου τον καιρό της δικτατορίας, επιβραβευόμενο απ την δημοκρατία τον οδηγεί ενδεχομένως να βάζει κι άλλες βόμβες σε δημοκρατικές εποχές.
Ένας απ τους συνηθέστερους τρόπους επιβράβευσης είναι η προαγωγή. Αν υποθέσουμε ότι καταφέραμε να βρούμε τον ικανότερο δάσκαλο, θάπρεπε ίσως να τον κάνουμε διευθυντή; Αν ναι, τι μας εγγυάται μια ικανοποιητική απόδοσή του σ αυτή τη θέση που είναι πολύ διαφορετική απ την προηγούμενη; Κι αν γίνει καλός διευθυντής, θα πρέπει να προαχθεί σε επιθεωρητή, που είναι άλλη δουλειά πάλι; Δεν κινδυνεύουμε να επαληθεύσουμε την αρχή του Peter σύμφωνα με την οποία σ ένα ιεραρχικό σύστημα καθένας προάγεται μέχρι να φτάσει στο επίπεδο της αναξιότητάς του; Πόρισμα αυτής της αρχής είναι φυσικά οτι τα συστήματα τείνουν να έχουν όλο και αναξιότερους ανθρώπους στις υψηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας, κι αυτό βέβαια στο όνομα της αξιοκρατίας.
Απ την απολύτως αντίστροφη οπτική, η επιβράβευση ως σύστημα κινήτρων για την παραγωγή επιθυμητών συμπεριφορών είναι απλώς εργαλειακή (instrumental) και δεν χρειάζεται να σχετιστεί με οποιοδήποτε αξιακό σύστημα. Κατά το παράδειγμα που φέρνει ο νομπελίστας Amartya Sen κάνοντας κριτική της αξιοκρατίας, είναι δυνατόν να πληρώσουμε ένα εκβιαστή ώστε να πετύχουμε μια επιθυμητή συμπεριφορά απ αυτόν, κι αυτό μπορεί να επιβραβεύει τον εκβιασμό κοινωνικά αυξάνοντας τους εκβιαστές, όμως καθόλου δεν μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε τον εκβιασμό σαν αξία. Και μη ξεχνάμε οτι ο Sen είναι απ τους διανοούμενους της προτίμησης του Γ. Παπανδρέου - και φίλος του Ανδρέα.
Όταν μια σοσιαλιστική κυβέρνηση χρησιμοποιεί το επιχείρημα της αξιοκρατίας, όπως επίσης παρατηρεί ο Sen, δεν πρέπει να ξεχνά οτι η ίδια η επιβράβευση είναι μια διαφοροποίηση. Αν δηλαδή βρισκόμασταν από θαύμα σε μια κοινωνία οικονομικής ισότητας, η οποιαδήποτε οικονομική επιβράβευση θα κατέστρεφε την επιζητουμένη ισότητα. Και βέβαια, οποιαδήποτε μή οικονομική επιβράβευση θα μπορούσε να ανταλλαγεί με χρήματα, ή θα δημιουργούσε σύστημα νέων διαφοροποιήσεων . Κι αυτά δεν είναι στείρες υποθέσεις αφορώσες μια ανύπαρκτη κοινωνία, τάδαμε όλα αυτά με τα προνόμια της νομενκλατούρας στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Μια ακόμη πτυχή του προβλήματος που συσχετίζεται με την αξιοκρατία είναι τα λεγόμενα συστήματα προτίμησης, που όλα τα κράτη έχουν χρησιμοποιήσει ή χρησιμοποιούν. Η θέσπιση για παράδειγμα υποχρεωτικού ποσοστού για την εισαγωγή ατόμων με αναπηρίες στα πανεπιστήμια δεν καταστρατηγεί την αξιοκρατία; Και αν ναι, μήπως γι αυτό τον λόγο θάπρεπε να καταργηθούν τέτοια μέτρα; Ο Παπανδρέου προεκλογικά είχε υποσχεθεί μεγάλο αριθμό γυναικών στην κυβέρνησή του, και τόκανε. Πώς συμβιβάζεται αυτό με μια κατηγορική προστακτική της αξιοκρατίας; Αντιστρόφως, πώς θα μπορούσαμε στα πλαίσια μιας αξιοκρατικής κοινωνίας να αποφύγουμε φαινόμενα τύπου Καιάδα αν μάλιστα έχουν αποτέλεσμα; Και στη Σπάρτη είχαν. Και εφαρμόζονται σήμερα στην Ινδία με φρικτά ποσοστά εκτρώσεων αν το αναμενόμενο παιδί είναι κορίτσι.
Αλλά ας πούμε οτι προς στιγμήν καταφέρναμε να παραγάγουμε μια απολύτως αξιοκρατική κοινωνία. Θάχαμε τότε κατασκευάσει μια θαυμάσια πυραμίδα σε κάθε επίπεδο της οποίας βρίσκονται άνθρωποι των οποίων η αξία είναι ανάλογη της απόστασης του επιπέδου απ την βάση, και επομένως κοντά στην κορυφή θάχαμε τους αξιότερους. Αυτό όμως θα σήμαινε ταυτόχρονα και ότι όσοι δεν βρίσκονται ψηλά είναι ανάξιοι. Πόσο καλό κίνητρο θά αποτελούσε μια τέτοια ιεράρχηση για την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, αφού βέβαια η βάση της πυραμίδας χωράει πολύ περισσότερους απ τα υψηλότερα επίπεδά της;
Μιά ακόμη αντίρρηση στην ιδέα της υπερτίμησης της αξιοκρατίας προκύπτει από το πρόσφατο παράδειγμα του κ. Καστανίδη, που κατηγορήθηκε οτι επέλεξε κάποιον γνωστό του για την θέση του Γ. Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αν το ζητούμενο είναι η απόλυτη αξιοκρατία, τότε όλη αυτή η ιστορία με τα χιλιάδες άτομα που κατέθεταν βιογραφικά μέσω Internet ήταν παραμύθα για να επιλεγεί τελικώς το φιλαράκι του Υπουργού, όπως σαρκαστικά έσπευσαν να πουν οι αντίπαλοί του. Σωστά;
Λάθος. Το υπό τον κ. Καστανίδη σύστημα κατέληξε, όπως έγινε γνωστό, σε 10 βιογραφικά από 800 που κατετέθησαν, αν θυμάμαι καλά. Και οι φάκελοι των 10 παρεδόθησαν στον Υπουργό για την τελική απόφαση, αφού η επιλογή μεταξύ τους δεν ήταν πιά δυνατή απ την επιτροπή. Και φυσικά ο Υπουργός απ αυτούς τους 10 επέλεξε αυτόν που ήξερε, αυτόν που ήξερε οτι μαζί του μπορούσε να συνεργαστεί. Κι αυτό έλειπε νάκανε αλλιώς και να επέλεγε κάποιον άλλον επειδή ίσως είχε μια δημοσίευση περισσότερη, όπως ενδεχομένως θα του πρότεινε ο κ, Ξυνίδης. Για να το πούμε και με την μορφή επιβράβευσης, ο Καστανίδης πολύ λογικά δεν επέμεινε στην απόλυτη αξιοκρατία, αλλά στην άρνηση της αναξιοκρατίας. Και η αναξιοκρατία επλήγη με την απόρριψη των 790 απ τους 800. Ο Popper πρό αιώνος περίπου πρότεινε οτι δεν πρέπει να μιλάμε για ορθές επιστημονικές θεωρίες μια που δεν ξέρουμε τι είναι τελικως αληθές, αλλά για μή διαψευσμένες. Κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει κι εδώ; Δεν μπορούμε ίσως να βρούμε τον αξιότατο, μπορούμε όμως να απορρίπτουμε ανάξιους.
Να προχωρήσω κι ένα βηματάκι πιο πέρα. Η αξιοκρατία προφανώς σχετίζεται με την διαφάνεια και τους θεσμούς. Αλλά αν για παράδειγμα ο κ. Παπανδρέου εύρισκε σ ένα καφενείο ένα πολίτη με εξαιρετικό μυαλό και ιδέες, θα επέτρεπε στον εαυτό του να μη τον πάρει για συνεργάτη του επειδή ενδεχομένως δεν είχε καταθέσει τα χαρτιά του στον ΑΣΕΠ; Κι αν τόκανε, αυτό θα βοηθούσε την πρόοδο της χώρας πράγμα που υποτίθεται οτι η αξιοκρατία ως σύστημα κινήτρων δια της επιβράβευσης έχει ως στόχο; Αν όπως στην αρχή δεχτήκαμε η κατασκευή της τέλειας συνάρτησης αξίας δεν είναι δυνατή, δεν πρέπει νάχουμε απλές εναλλακτικές λύσεις που να συμπληρώνουν τα κενά;
Κατόπιν αυτών των παρατηρήσεων θα επιμείνω. Σημασία έχει να αρνηθούμε την αναξιοκρατία και να επιλέγουμε ανθρώπους ικανούς να διεκπεραιώνουν τα καθήκοντα που η θέση για την οποία τους επιλέγουμε επιβάλλει. Και να το κάνουμε κατά το δυνατόν με διαφανή και θεσμικό τρόπο, χωρίς όμως η θέληση για διαφάνεια ή μια τυφλή προσκόλληση σε θεσμούς να μετατρέπονται σε νεκρική ακαμψία και σε πρόβλημα παραγωγικότητας. Το να φτάνουμε, αρνούμενοι την αναξιοκρατία να κάνουμε σημαία μια απόλυτη αξιοκρατία είναι λάθος, ενδεχομένως πολύ βαρύ αν ξαναθυμηθούμε τον Young. Βέβαια το “αρνηση της αναξιοκρατίας” ως σύνθημα είναι πολύ λιγότερο πιασάρικο απ το μονολεκτικό “αξιοκρατία”, άσε που περιέχει και διπλή άρνηση που μπλέκει τον κόσμο, αλλά τι να κάνουμε; Νομίζω εξάλλου οτι η κυβέρνηση αυτή θέλει να προτιμά την λογική απ την προπαγάνδα. Αλλά κι αν θέλει ένα μονολεκτικό σύνθημα, θα πρότεινα το “καταλληλότητα” που και πολύ λογικότερο είναι και δεν έχει φθαρεί απ την χρήση.
Δεν θεωρώ βέβαια οτι οι παραπάνω παρατηρήσεις εξαντλούν το θέμα της αξιοκρατίας. Απλώς το ανοίγουν, γιατί νομίζω οτι πρέπει να ανοίξει τώρα. Επιφυλάσσομαι για μια πιο αναλυτική συζήτηση σε επόμενα post.
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009
Περί αξιοκρατίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου