Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Εκλογικός νόμος. Μέρος Α, περί δικαίου.


Aς ξεκινήσουμε με μια ευχάριστη παρατήρηση. Ευτυχώς εδώ και αρκετά χρόνια έχουμε ξεπεράσει το επίπεδο της αλλαγής των εκλογικών νόμων στο παρά πέντε των εκλογών ώστε να μετασχηματίζει κατά τον καλύτερο τρόπο το input των δημοσκοπήσεων σε βουλευτικές έδρες του κυβερνητικού στρατοπέδου. Οι αλλαγές γίνονται, κι αυτό δεν είναι καλό. Τουλάχιστον όμως γίνονται στην αρχή κάθε κυβερνητικής θητείας, κι αυτόν τον κανόνα ακολουθεί κι ο Παπανδρέου. Για πρώτη φορά όμως η αλλαγή μοντέλου που προτείνει η κυβέρνηση είναι ουσιώδης και σχετίζεται και με κάποια λειτουργικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας μας.

Απ την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα οι εκλογικοί νόμοι κράτησαν μερικά σταθερά χαρακτηριστικά τα κυριότερα απ τα οποία είναι ότι:

• Με μια ψήφο αποφασίζουμε ταυτόχρονα για την εκτελεστική και την νομοθετική μας εξουσία, δηλαδή την κυβέρνηση και την Βουλή.
• Όλα κράτησαν το 3% ως όριο εισόδου των κομμάτων στην βουλή.
• Όλα τα συστήματα είχαν την μορφή μιας αρκετά ενισχυμένης αναλογικής.
• Οι εκλογικές περιφέρειες ήταν περίπου σταθερές.
• Η ψήφος προς τον βουλευτή καθόριζε την ψήφο στο κόμμα του.

Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό, δηλαδή η μια ψήφος που αφορά ταυτόχρονα και την Βουλή και την κυβέρνηση δεν φωνεί υπέρ της δημοκρατικότητας των εκλογικών νόμων μας. Δεν εφαρμόζεται δηλαδή η αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θα μας επέβαλε να ψηφίζουμε χωριστά για την κυβέρνηση, δηλαδή την εκτελεστική εξουσία και χωριστά για την Βουλή, δηλαδή την νομοθετική. Και βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για την τρίτη εξουσία, την δικαστική.

Όμως, όπως συμβαίνει ακόμη και σε μοντέλα σαν το γαλλικό ή ακόμη περισσότερο σαν το αμερικανικό, όπου επιχειρείται να υλοποιηθεί η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με δεδομένη την θεσμοθέτηση των κομμάτων και την ισχύ τους είναι βέβαιο ότι θα υπήρχε ή θα δημιουργείτο αμέσως κοινό κέντρο αποφάσεων – το κόμμα κι ο αρχηγός του. Άρα στην πράξη θα είχαμε κατάργηση ή έστω νόθευση του προτύπου του Montesqieu. Και αφού δεν τίθεται τέτοιο θέμα με τον νέο νόμο δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσω τους συλλογισμούς σ αυτή την διαδρομή.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό, δηλαδή το όριο του 3% επίσης διατηρείται. Θα μου επιτρέψτε να το σχολιάσω όμως εν ολίγοις κάπως αργότερα.

Όσον αφορά την ενισχυμένη αναλογική, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να απομακρύνεται απ τα ειωθότα. Επειδή όμως η ενίσχυση του πρώτου κόμματος υπήρξε πάντοτε σημείο τριβής στην πολιτική μας σκηνή και είναι κυρίαρχο αίτημα των μικρότερων κομμάτων της βουλής που βρίσκουν εκεί ένα εύκολο πεδίο κριτικής εναντίον των μεγάλων θα το συζητήσουμε αναλυτικά.

Το τέταρτο χαρακτηριστικό αλλάζει όπως φαίνεται ριζικά. Το γερμανικό μοντέλο, του οποίου προσέγγιση φαίνεται ότι έχει προκρίνει η κυβέρνηση, έχει ως χαρακτηριστικό του μονοεδρικές περιφέρειες. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν είναι τόσο αυστηρή και επιτρέπει και κάπως μεγαλύτερες, αλλά πάντως απομακρυνόμαστε πολύ απ το μοντέλο των μεγάλων περιφερειών των 10, 20 και περισσότερων εδρών. Θα το δούμε κι αυτό όσο πιο αναλυτικά γίνεται.

Το τελευταίο σημείο που θα σχολιάσουμε επίσης είναι τα διπλά ψηφοδέλτια που επίσης προβλέπει το γερμανικό μοντέλο, αποσυνδέοντας την ψήφο προς το κόμμα απ την ψήφο προς το πρόσωπο. Η αποσύνδεση αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα μια και είναι εντελώς νέα στο πολιτικό μας τοπίο και φυσικά θα την σχολιάσουμε.

Ας αρχίσουμε όμως απ τα τετριμμένα. Περί απλής ή ενισχυμένης αναλογικής ο λόγος λοιπόν.

Το μέγεθος της ενίσχυσης του πρώτου κόμματος ήταν το κύριο σημείο αλλαγών στους εκλογικούς μας νόμους. Και οι αλλαγές αυτές ήταν συνταρακτικές. Απ τον νόμο Κουτσόγιωργα του ‘89 που κατάφερνε να δίνει 150 αλλά όχι 151 βουλευτές στο πρώτο κόμμα με πάνω από 46% έως τον νόμο Κούβελα που με 33% εδώριζε αυτοδύναμη κυβέρνηση στον πρώτο, οι διαφορές δεν είναι καθόλου μικρές.

Δεν ήταν τυχαίο ότι οι συζητήσεις για τους εκλογικούς νόμους αφορούσαν κυρίως την αναλογικότητα ή την ενίσχυση του πρώτου κόμματος. Και οι συζητήσεις δεν ήταν λίγες, αφού κι οι αλλαγές εκλογικού νόμου ήταν μπόλικες. Έξι αλλαγές –τόσες μέτρησα - σε 35 χρόνια είναι ρεκόρ για τα δεδομένα των κουτόφραγκων που κρατάν σταθερούς τους νόμους τους.

Μ αυτή την προϊστορία θα διακινδυνεύσω την πρόβλεψη ότι μεγάλο μέρος της συζήτησης που θα διεξαχθεί για τον νέο εκλογικό νόμο θα εστιαστεί και πάλι στην ενίσχυση του πρώτου κόμματος και το κατά πόσον αυτή είναι δίκαιη, έστω κι αν όπως έχει δηλωθεί επανειλημμένα θα είναι στα πλαίσια του νόμου Σκανδαλίδη, δηλαδή των 40 εδρών. Είναι λοιπόν λογική αυτή η ενίσχυση; Δεν θα έπρεπε να πάμε στο μόνο δίκαιο σύστημα, που είναι η απλή, ανόθευτη και άδολη αναλογική;

Η αυθόρμητη απάντηση οποιουδήποτε καλοπροαίρετου πολίτη είναι φυσικά καταφατική. Κάποιοι πολίτες, λίγοι είναι η αλήθεια, αν και συμφωνούν περί του δικαίου, προτάσσουν την αποτελεσματικότητα και παρατηρούν ότι στην Ελλάδα οι συνεργασίες είναι δύσκολες. Προτείνουν δε και τα παραδείγματα των χαζοχαρούμενων κυβερνήσεων Τζανετάκη και Ζολώτα ως εμπειρική απόδειξη του ισχυρισμού τους.

Η δική μου γνώμη είναι κάπως διαφορετική. Ξεκινάει με την παρατήρηση τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο τα παρουσιάζουν οι συνήθεις συζητήσεις. Και θα ήθελα να σας πείσω γι αυτό για να μπορέσω να προχωρήσω στα επόμενα.

Οι μελέτες των εκλογικών συστημάτων άρχισαν να διεξάγονται στην Ευρώπη και την Αμερική γύρω στην περίοδο της Αμερικάνικης και της Γαλλικής Επανάστασης, κι αυτό ήταν φυσικό αφού προηγουμένως δεν ετίθετο καν θέμα ψήφου. Ένας απ τους διάσημους πρωτοπόρους της μελέτης του θέματος των εκλογικών συστημάτων ήταν ο μαρκήσιος de Condorcet.

Μαρκήσιος και δημοκρατικός, φλογερός διανοούμενος και ψυχρός μαθηματικός, επαναστάτης και μετριοπαθής ο Condorcet είναι απ τις πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της εποχής και είναι μάλλον ο πρώτος που μελέτησε σχετικά αυστηρά τους τρόπους εκλογής προτείνοντας και μια μέθοδο για την επιλογή μεταξύ υποψηφίων. Η μέθοδος πήρε το όνομά του, κι ακολουθείται μέχρι σήμερα σε περιπτώσεις επιλογής μελών διοικητικών συμβουλίων από πολύ σοβαρές επιχειρήσεις και οργανισμούς.

Ο μαρκήσιος λοιπόν, μελετώντας τις μεθόδους εκλογής έπεσε μπρος σε ένα παράδοξο που κι αυτό πήρε το όνομά του. Το παράδοξο, σε απλή μορφή μπορεί να γίνει εμφανές αν σκεφτούμε τρείς ψηφοφόρους, τους 1, 2 και 3, που επιλέγουν μεταξύ των Α, Β και Γ, με διαβαθμίσεις μεταξύ των τριών. Την προτίμηση θα αναπαραστήσουμε με το σύμβολο του μεγαλύτερου, το >. Έστω λοιπόν ότι οι επιλογές τους είναι :

1: Α>Β>Γ
2: Β>Γ>Α
3: Γ>Α>Β

Το παράδοξο συνίσταται στο ότι ο 1 και ο 2 –δηλαδή η πλειοψηφία- προτιμούν τον Β απ τον Γ. Αλλά τώρα παρατηρούμε ότι ο 1 και ο 3 –δηλαδή πάλι η πλειοψηφία- προτιμά τον Α απ τον Β, άρα θα πρέπει να προτιμηθεί ο Α, απ τον οποίο όμως πάλι η πλειοψηφία, οι 2 και 3, προτιμούν τον Γ.

Πριν 2.500 χρόνια, ο Πλάτων στην Πολιτεία του αντιστοίχισε την πολιτεία με ένα άνθρωπο αντιστοιχίζοντας βέβαια και τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Αν κάνουμε κι εμείς το ίδιο, σκεφτούμε το εκλογικό σώμα σαν ένα ενιαίο όν και το αντιστοιχίσουμε με ένα άνθρωπο, το παράδοξο γίνεται ακόμα εμφανέστερο. Έχουμε κάποιον ο οποίος καλούμενος να επιλέξει μεταξύ βότκας και καφέ επιλέγει καφέ, μεταξύ καφέ και τσαγιού επιλέγει τσάι και μεταξύ τσαγιού και βότκας επιλέγει βότκα.

Βρισκόμαστε σε μια παραλλαγή του προβλήματος του γαιδάρου του Buridan, ενός σχολαστικού του 14ου αιώνα που έλεγε ότι ένας γάιδαρος με δυο δεμάτια σανό σε ίσες αποστάσεις θα πέθαινε απ την πείνα γιατί δεν θα μπορούσε να προτιμήσει ένα απ τα δυό. Το ότι ο Buridan είχε απλώς παραφράσει τον Αριστοτέλη στο περί Ουρανού δεν είναι τόσο γνωστό και για την συζήτησή μας είναι αδιάφορο. Το σημαντικό είναι ότι έχουμε μια θανατηφόρα κατάσταση, ένα πλήρες αδιέξοδο. Κι αυτό είναι το πρώτο πλήγμα κατά της απλοϊκής άποψης ότι στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.

Δυο αιώνες περίπου μετά τον Condorcet, στην δεκαετία του 1950, ο Kenneth Arrow στο βιβλίο του Social Choice and Individual Values συνέταξε ένα κατάλογο προϋποθέσεων για το πώς θα έπρεπε να είναι ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι τόσο λογικές που κανείς άνθρωπος στα συγκαλά του δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει μαζί τους. Το συμπέρασμα όμως του Arrow είναι ότι κανένα εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να τις πληροί. Η δουλειά του αυτή είναι δεκτή ως θεώρημα, που ονομάστηκε Arrow’s impossibility theorem, και ο Arrow πήρε το βραβείο Nobel για αυτή δυο δεκαετίες αργότερα. Φυσικά κι αυτός βρήκε ένα παράδοξο, που ονομάστηκε, πώς αλλιώς, παράδοξο του Arrow και είναι εξέλιξη του παραδόξου του Condorcet.

Βραβείο Nobel πήρε επίσης και ο Amartya Sen, αρκετά πιο πρόσφατα, χρησιμοποιώντας και επεκτείνοντας τα συμπεράσματα του Arrow, και προτείνοντας μεταξύ άλλων ένα πολύ ενδιαφέρον δικό του παράδοξο. Επειδή όμως οι εργασίες των Arrow και Sen και πολλά μαθηματικά έχουν και αφορούν για λόγους γενικότητας και τις διαβαθμίσεις των επιλογών, πράγμα που δεν επιτρέπουν τα υπάρχοντα εκλογικά συστήματα, θα μείνω σε μια απλούστευση του Arrow, την γνωστή ως θεώρημα των Gibbard–Satterthwaite.

Οι Gibbard–Satterthwaite λοιπόν απέδειξαν (μαθηματικά, θεώρημα είναι) ότι για την επιλογή μεταξύ τριών ή περισσότερων υποψηφίων θα ισχύει υποχρεωτικά μια απ τις παρακάτω προτάσεις:

1. Θα έχουμε δικτατορία (ένας επιλέγει τον νικητή).
2. Θα υπάρχει κάποιος ή κάποιοι υποψήφιοι που δεν μπορούν να κερδίσουν.
3. Η ψήφος θα είναι στρατηγική, δηλαδή κάποιοι δεν θα ψηφίζουν αυτόν που προτιμούν αλλά κάποιον άλλον για να παράγουν αποτελέσματα πλησιέστερα σ αυτό που θέλουν.

Εξαιρώντας την πρώτη πρόταση για προφανείς λόγους, θα ήθελα να παρατηρήσετε ότι στην Ελλάδα η δεύτερη και τρίτη πρόταση ισχύουν. Ασφαλώς υπάρχουν υποψήφιοι που είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι δεν μπορούν να κερδίσουν. Στην πραγματικότητα το σύστημά μας είναι δικομματικό, δεν υπάρχουν πάνω από δυο υποψήφιοι που να μπορούν να κερδίσουν.

Επίσης ασφαλώς μας είναι συνηθέστατη η περίπτωση της στρατηγικής ψήφου, με το παράδειγμα του πολίτη που για παράδειγμα ψηφίζει ΚΚΕ όχι επειδή το προτιμά αλλά επειδή έτσι θέλει να δώσει ένα μάθημα στον ΣΥΡΙΖΑ που δεν συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ για να κυβερνήσει, το οποίο επίσης δεν θέλει αλλά θα προτιμούσε απ την Νέα Δημοκρατία που ενδέχεται να συνεργαστεί με το ΛΑΟΣ και να κερδίσει με αποτέλεσμα να δει τον Καρατζαφέρη στην κυβέρνηση πράγμα που δεν θέλει με τίποτε.

Η αποτίμηση όλων αυτών καταλήγει στην επωδό «δίκαιο σύστημα δεν υπάρχει». Για λόγους σχολαστικότητας μια και δεν πρόκειται να το σχολιάσω, θα προσθέσω ότι αυτό ισχύει για πάνω από δυο κόμματα. Κι αυτό είναι απολύτως ακριβές και μαθηματικά τεκμηριωμένο. Μήπως όμως η απλή αναλογική είναι απ τα μη δίκαια συστήματα το λιγότερο άδικο; Η απάντησή μου κι εδώ είναι όχι. Θεωρώ ότι όχι απλώς είναι εξίσου άδικο, αλλά είναι και παράλογο.

Ο λόγος είναι πολύ απλός. Εκ του ότι δυο ή περισσότερα κόμματα έχουν άθροισμα ψήφων πάνω από 50% δεν συνάγεται με κανένα τρόπο ότι ο συνασπισμός τους έχει την λαϊκή πλειοψηφία. Και δεν συνάγεται γιατί κανείς δεν ψήφισε αυτόν τον συνασπισμό, οι πολίτες ψήφισαν τα κόμματα. Οι ψήφοι υπέρ του συνασπισμού τους είναι ακριβώς μηδέν αφού ο συνασπισμός δεν εξετέθη στην λαϊκή ψήφο. Επομένως το να κυβερνά ο συνασπισμός είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή, έχουμε μια κυβέρνηση που απλώς δεν ψηφίστηκε από κανένα.

Επειδή κατά την διάρκεια άσπονδων φιλικών συζητήσεων της τελευταίας τριακονταετίας έχω παρατηρήσει ότι το προηγούμενο επιχείρημα συχνά αντιμετωπίζεται με δυσπιστία θα ήθελα να επιμείνω λίγο με μια σκέψη και με δυο παραδείγματα.

Η σκέψη είναι ότι αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει ένας άξονας αριστεράς- δεξιάς, κάθε κόμμα καταλαμβάνει ένα μέρος του με κάποιες επικαλύψεις. Κάθε κόμμα έχει ένα δεξιότερο κι ένα αριστερότερο τμήμα. Μια σύμπραξη ενός κόμματος με κάποιο που βρίσκεται δεξιά του ασφαλώς ενοχλεί τους πιο αριστερούς ψηφοφόρους του κόμματος και αντίστροφα. Και το ποσοστό ψηφοφόρων ενός κόμματος σε κάθε ένα απ τα τμήματά του δεν καθορίζεται εκλογικά. Επομένως ποτέ δεν γνωρίζουμε την πραγματική θέληση των ψηφοφόρων των κομμάτων για συμπράξεις. Το δε γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μόνον ένας άξονας παρά μόνο στις απλοϊκές αντιμετωπίσεις της πολιτικής κάνει την έκφραση τέτοιου τύπου θελήσεων περίπου αδύνατη. Πάμε όμως σε παραδείγματα.

Υποθέστε ότι στις προηγούμενες εκλογές το ΠΑΣΟΚ έπαιρνε 46% αλλά με εκλογικό σύστημα την απλή αναλογική δεν έπαιρνε πλειοψηφία, άρα δεν έκανε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε πάνω από 5% άρα το άθροισμα των ψήφων τους ήταν 51%. Ξανά ας υποθέσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ κατάφερνε να τα βρει με τον ΣΥΡΙΖΑ και να κάνουν κυβέρνηση συνασπισμού. Νομίζετε ότι αυτή η κυβέρνηση θα είχε την λαϊκή έγκριση;

Ο δικός μου ισχυρισμός είναι ότι δεν θα την είχε ούτε εκ των προτέρων ούτε εκ των υστέρων. Πολλοί πολίτες που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ των προηγούμενων εκλογών ήταν ένα κόμμα με επιβλαβείς απόψεις σε μεγάλο εύρος θεμάτων, και αντιστρόφως πολλοί από όσους ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι το ΠΑΣΟΚ είναι ένα δεξιό κόμμα που υπηρετεί το κεφάλαιο. Αυτή εξάλλου ήταν η επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως η σύμπραξη των δύο κομμάτων προφανώς θα συναντούσε την αντίδραση των πολιτών αυτών, το σύνολο των οποίων δεν ξέρουμε πόσο μεγάλο είναι, αλλά σίγουρα είναι μεγαλύτερο από 1%, άρα πάλι ο συνασπισμός των κομμάτων δεν έχει την πλειοψηφία. Και ασφαλώς θα ήταν πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να είναι αθροιστικά μεγαλύτερο από 5%, δηλαδή να έχει ψήφους λιγότερες απ το ΠΑΣΟΚ μόνο του.

Ένα δεύτερο παράδειγμα, ίσως ακόμη πιο διαφωτιστικό αφού υπάρχουν και κάποιες μετρήσεις, θα ήταν το ενδεχόμενο σύμπραξης ΝΔ και ΛΑΟΣ, την οποία μάλιστα ο κ. Καρατζαφέρης επεδίωκε. Τώρα, όπως μετρήθηκε απ τις εσωτερικές εκλογές της ΝΔ, η κ. Μπακογιάννη είχε το 40% μέσα στην ΝΔ. Αλλά οι απόψεις της κ. Μπακογιάννη υπήρξαν το κόκκινο πανί για τον ΛΑΟΣ και αντιστρόφως η κ. Μπακογιάννη συχνότατα εκφράστηκε απαξιωτικά για τις απόψεις του ΛΑΟΣ. Μια σύμπραξη των δυο κομμάτων δεν θα συναντούσε την σφοδρή αντίρρηση της κ. Μπακογιάννη και των οπαδών της; Κι αν ας πούμε η ΝΔ είχε πάρει το 44% και το ΛΑΟΣ 7% ώστε το άθροισμα να βγάζει 51%, δεν θα έπρεπε να αφαιρέσουμε το 40% του 44% που δεν θα ήθελε την σύμπραξη εκ μέρους της ΝΔ; Αυτό όμως είναι 18%, που σημαίνει ότι πιθανή σύμπραξη θα είχε ενδεχομένως 51%-18%, άρα μόνον 33%, δηλαδή λιγότερο απ ότι υποθέσαμε ότι θα είχε πάρει η ΝΔ. Και δεν αφαίρεσα ακόμη το ποσοστό των οπαδών του ΛΑΟΣ που θα διαφωνούσαν.

Αυτή όμως η εκ των προτέρων λαϊκή έγκριση δεν είναι το πιο αδύνατο σημείο των επιχειρημάτων των οπαδών της απλής και άδολης αναλογικής. Μια συγκυβέρνηση θα έπρεπε να καταλήξει έστω εκ των υστέρων σε μια συμφωνία για την πολιτική που θα ακολουθηθεί. Επομένως θα έπρεπε να αλλάξουν οι θέσεις και των δυο κομμάτων, καταλήγοντας σε ένα σημείο συνάντησης που δεν έχει την παραμικρή συμφωνία των πολιτών. Όπως οι παλιότεροι θα θυμούνται, η κυβέρνηση Τζανετάκη, προϊόν συμφωνίας μεταξύ της ΝΔ και του τότε Συνασπισμού της Αριστεράς γρήγορα κατηγορήθηκε από την τεράστια πλειονότητα και της αριστεράς και της ΝΔ.

Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν με την κυβέρνηση Ζολώτα στην οποία συνέπραξαν και τα τρία κόμματα της τότε Βουλής, δηλαδή είχε την στήριξη του 100%, όχι του 51%. Σε κάποιες μετρήσεις κατάταξης των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης αυτές οι δυο κυβερνήσεις είχαν την χαμηλότερη βαθμολογία, υποστηριζόμενες από ποσοστά κάτω του 5% του ελληνικού λαού. Δεν χρειάζεται φυσικά να θυμίσω ότι αυτές οι κυβερνήσεις προέκυψαν με τον αναλογικότερο εκλογικό νόμο της μεταπολιτευτικής μας ζωής, που δεν επέτρεπε σε ποσοστά άνω του 46% να παράγουν κυβέρνηση.

Φυσικά οι επίμονοι οπαδοί της απλής, άδολης και ανόθευτης αναλογικής συχνά δεν σταματούν εδώ, αλλά προχωρούν κι άλλο στον κατήφορο της αντίληψής τους. Ο επόμενος ισχυρισμός τους σ αυτήν την επιχειρηματολογία είναι ότι η θέσπιση της απλής αναλογικής θα δημιουργούσε συναινέσεις απ την αρχή. Αυτό όμως με τη σειρά του σημαίνει ότι τα κόμματα θα άλλαζαν εκ των προτέρων τις απόψεις τους ευνοώντας τις συναινέσεις.

Η λογική αυτή όμως σημαίνει ότι οι απόψεις των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένων των μικρών, αλλάζουν ανάλογα με το πόσο κοντά στην εξουσία είναι. Κι αυτό δείχνει πλήρη αναξιοπιστία των κομμάτων, και μάλιστα των μικρών που κατηγορούν τους μεγάλους ακριβώς διότι φθείρονται απ την εγγύτητα προς την εξουσία, σωστά;

Κι όχι μόνον αυτό. Το επιχείρημα περιλαμβάνει την προκειμένη ότι οι ενώ οι συναινέσεις θα προωθούνται προεκλογικά, οι συμφωνίες θα γίνουν μετεκλογικά. Γιατί όμως; Γιατί να μη γίνουν και οι συμφωνίες προεκλογικά να ξέρουμε τι ψηφίζουμε, με δεδομένο μάλιστα ότι όπως λένε οι συναινέσεις θα έχουν δημιουργηθεί; Ο μόνος λόγος γι αυτό είναι το ψάρεμα ψηφοφόρων στα θολά νερά. Μήπως η άδολη αναλογική και οι υπερασπιστές της δεν είναι καθόλου άδολοι;

Συνολικά το επιχείρημά μου είναι απλό. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια ομάδα 11 ατόμων που θέλουν να βγουν μαζί το βράδυ. Ψηφίζουν 5 υπέρ μιας παραλιακής ταβέρνας, 4 υπέρ της πρότασης να δουν το Avatar και 2 υπέρ της πρότασης να δουν ένα ουγγροιαπωνικό αριστούργημα υπέρ του οποίου εξεφράσθη ενθουσιωδώς ο Αγγελόπουλος. Θα θεωρούσατε λογικό, επειδή 6 προτείνουν κινηματογράφο να πάνε κινηματογράφο; Κι αν πάνε, που θα πάνε; Μήπως απ το Avatar οι δυο σινεφίλ θα προτιμούσαν την ταβέρνα; Κι αν καταλήξουν σε μια τρίτη άσχετη ταινία, ποιός την έχει ψηφίσει αυτήν; Και ποιος θα την ευχαριστηθεί;

Το μόνο επιχείρημα υπέρ της απλής αναλογικής που απομένει είναι αυτό που κάποιες φορές χρησιμοποιεί το ΚΚΕ, δηλαδή της «έκφρασης του λαού» που τώρα δεν εκφράζεται όπως θέλει αφού προσπαθεί να ψηφίσει κάτι που υπάρχει πιθανότης να εφαρμοστεί, άρα τα μεγάλα κόμματα που έτσι κλέβουν ψήφους απ τα μικρά. Αλλά αυτό έχει ήδη απαντηθεί απ το θεώρημα των Gibbard-Satterthwaite που μιλάει για στρατηγική ψήφο, δηλαδή ότι οι πολίτες δεν εκφράζονται, δεν εκφράζουν την προτίμησή τους, κι αυτό ανεξαρτήτως νόμου, ανεξάρτητα απ το αν θα υπάρχει ή όχι απλή αναλογική. Εξάλλου, ο ισχυρισμός αυτός υπονοεί παμπόνηρα, χωρίς να το λέει φυσικά, ότι με απλή αναλογική το ΚΚΕ πχ θα μπορούσε να συγκυβερνήσει κατά την άποψη του λαού που θα το ψήφιζε και τώρα δεν το ψηφίζει επειδή δεν μπορεί. Αλλά τότε που πάνε τα επιχειρήματα για τις δυο πολιτικές των 5 κομμάτων που είναι ασυμβίβαστες;

Το συμπέρασμά μου είναι νομίζω σαφές. Η απλή αναλογική είναι ένα σύστημα που παράγει κυβερνήσεις χωρίς πρόγραμμα λόγω εσωτερικών διαφωνιών, ή με πρόγραμμα που προκύπτει από συμφωνίες που γίνονται εν κρυπτώ και παραβύστω και που βέβαια δεν έχουν την έγκριση του λαού. Η διαφάνεια πάει περίπατο και οι ηγεσίες των κομμάτων παίρνουν λευκή επιταγή για να κάνουν ότι ακριβώς θέλουν ερήμην του λαού. Αντίο δημοκρατία. Και η έγκριση του λαού δεν υπάρχει ούτε λογικά ούτε ιστορικά, ούτε a priori ούτε a posteriori δηλαδή, για να εισαγάγω τώρα και την Καντιανή διάσταση των ελληνικών όρων «εκ των προτέρων» και «εκ των υστέρων». Αφήστε που τα επιχειρήματα υπέρ της απλής αναλογικής είναι έμπλεα δόλου που δεν συνάδει καθόλου με τις διακηρύξεις υπέρ της.

Αυτός όμως ο δόλος των μικρών κομμάτων εμφανίζεται πεντακάθαρα και σ ένα άλλο σημείο. Στον περιορισμό που ίσχυσε απ το ΄74 σε όλα τα εκλογικά συστήματα, που είναι το φράγμα του 3%. Το 5% του ελληνικού λαού στις προηγούμενες εκλογές ψήφισε κόμματα που δεν έβγαλαν βουλευτές επειδή δεν συγκέντρωσαν το 3%. Όμως το 5% αντιστοιχεί σε 15 βουλευτές που δεν παρίστανται στο κοινοβούλιο και εξαιτίας της ρύθμισης. Εδώ τι συνέβη στο αίσθημα δικαίου των μικρών εντός κοινοβουλίου κομμάτων που απαιτεί την έκφραση της θέλησης του λαού;

Η απάντηση βέβαια είναι ότι υπάρχει το θέμα των τουρκοφώνων της Θράκης που χωρίς αυτό το όριο θα ήταν δυνατόν να στείλουν κάποιο δικό τους κόμμα στην βουλή. Αλλά αυτό απλώς αλλάζει το θέμα. Μπορεί αυτή η ρύθμιση να είναι εξαιρετικά λογική υπό τις παρούσες συνθήκες, όμως αυτό δεν δικαιώνει όσους βλέπουν την αδικία μόνον όταν την υφίστανται αυτοί και όχι όταν την υφίστανται άλλοι. Όποιος δεν βλέπει την αδικία όταν τον ωφελεί δεν δικαιούται να μιλάει για δικαιοσύνη, ούτε καν να επικρίνει όσους συμπεριφερόμενοι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τον αδικούν.

Το λέω αυτό διότι φυσικά δεν είναι μόνον το θέμα της Θράκης. Κανείς δεν ξέρει τι ψήφους θα έπαιρναν τα μικρότερα κόμματα που τώρα δεν μπαίνουν στην Βουλή αν το όριο ας πούμε έπεφτε στο 1%. Υπάρχουν τουλάχιστον 8-9 κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής σήμερα αριστεράς κι άλλα 2-3 της δεξιάς που συμμετέχουν σε εκλογές με διάφορα ονόματα και παίρνουν ποσοστά κάτω του 1%. Συνήθως θεωρούμε την ψήφο σ αυτά ψήφο διαμαρτυρίας και ξεμπερδεύουμε.

Όμως κατ αυτή την έννοια, κόμματα διαμαρτυρίας είναι και τα τρία κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης αφού δεν έχουν πιθανότητες να κυβερνήσουν ή να συμμετέχουν σε κυβέρνηση λόγω του εκλογικού συστήματος, και που κατηγορούν τα δυο μεγάλα ότι έτσι τους κλέβουν ψήφους.

Είναι όμως ασφαλώς δυνατόν, και μάλιστα πολύ πιθανόν κάποιοι που θα ήθελαν να ψηφίσουν τα πολύ μικρά κόμματα, ξέροντας ότι δεν πρόκειται να μπουν στην Βουλή, να ψηφίζουν τα συγγενέστερα προς αυτά που όμως μπαίνουν στην Βουλή. Κι αυτό δεν θα το έκαναν αν το όριο ήταν 1% και άρα είχαν πιθανότητες για έδρες στο κοινοβούλιο. Επομένως αυτό το όριο ενισχύει τα 3 κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ενισχύονται τα δυο μεγάλα από πολίτες που θα ήθελαν να ψηφίσουν τα τρία μικρά. Γι αυτό όμως δεν ακούω κουβέντα απ τα τρία μικρότερα κόμματα της Βουλής.

Ελπίζω να είναι ήδη σαφές ότι η απλή, ανόθευτη και άδολη αναλογική δεν μπορεί να είναι η προτιμότερη επιλογή, ούτε καν μια ανεκτή επιλογή εκτός από κάποιες περιπτώσεις για τις οποίες θα πω δυο κουβέντες στο επόμενο post. Το ερώτημα φυσικά είναι αν υπάρχει κάτι που δικαιολογεί την απομάκρυνση απ την αναλογική με σκοπό την ενίσχυση του πρώτου κόμματος εκτός απ τον παραλογισμό της απλής αναλογικής και των μετεκλογικών συνεργασιών.

Το επιχείρημα είναι απλό και με παράδειγμα είναι ακόμη απλούστερο. Στις προηγούμενες εκλογές το ΠΑΣΟΚ ψηφίστηκε απ το 44%. Τα αποτελέσματα όμως αφορούσαν το 71% των ψηφοφόρων, διότι οι υπόλοιποι, το 29% απείχαν. Η αποχή απ τις εκλογές σημαίνει ασφαλώς αδιαφορία για το αποτέλεσμα των εκλογών. Η αδιαφορία όμως, όπως και να το δει κανείς είναι μορφή ουδετερότητας. Επομένως, η κυβέρνηση είχε το 44% του 71% υποστήριξη και 29% αδιαφορία, δηλαδή 31% του συνόλου θετική ψήφο και 29% ουδέτερη, δηλαδή μη αρνητική. Επομένως είναι αποδεκτή απ το 60% του λαού, κι αυτό της δίνει το δικαίωμα να κυβερνά.

Φυσικά αυτή η ουδετερότητα θα ίσχυε για οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε κόμμα ή σύμπραξη κομμάτων θα την είχε επίσης δεδομένη, άρα με 21% οποιοδήποτε κόμμα θα μπορούσε να κυβερνήσει γιατί θα εδικαιούτο την ανοχή του 29% που δεν εψήφισε. Αλλά μεταξύ των πολλών δικαιουμένων την πρόσθεση αυτή της ανοχής, φυσικά προτιμότερος είναι ο πρώτος.

Το επιχείρημα αυτό, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο είναι ισχυρό, κι έχει και εμπειρική βάση που προκύπτει απ τις πρώτες δημοσκοπήσεις μετά τις εκλογές. Θυμηθείτε ότι συνήθως μετά τις εκλογές οι κυβερνήσεις που παίρνουν ποσοστά κοντά στο 40-45%, εμφανίζουν στήριξη κοντά στο 60% και παραπάνω, πράγμα ακριβώς που το επιχείρημα αυτό τονίζει. Όμως έχει δυο λεπτά σημεία κι ένα τρίτο που ασφαλώς πρέπει να προσεχτεί για να μη στρεβλώνεται το σύστημα.

Το πρώτο είναι ότι θα πρέπει οι κατάλογοι ψηφοφόρων να είναι πλήρως ενημερωμένοι, διότι δεν μπορεί να γίνεται δεκτή ως ανοχή η μη ψήφος των πεθαμένων. Στην Ελλάδα με τα εξαιρετικά πληροφοριακά συστήματα οι κατάλογοι ενημερώνονται όποτε δεν βαριόμαστε, κι αυτό υπονομεύει την εκλογική διαδικασία.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι αυτή η μη ψήφος, ως ουδέτερη, είναι ουδέτερη και για τα επιχειρήματα των αντιπολιτευομένων. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι αν τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης γίνουν κάποια στιγμή αποδεκτά απ την πλειονότητα των μη αδιάφορων, η ουδετερότητα πια ευνοεί αυτά. Δηλαδή από ένα σημείο και μετά, αν το κυβερνητικό σχήμα χάνει ψήφους, η πολιτική ισχύς μεταφέρεται απότομα απ αυτό προς την αντιπολίτευση. Κι αυτό επίσης είναι ένα σημείο σαφέστατα παρατηρήσιμο στα δεδομένα των δημοσκοπήσεων απ την μεταπολίτευση και μετά.

Το τρίτο σημείο είναι ότι φυσικά η ενίσχυση δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλη ώστε να βγαίνει κυβέρνηση και με 21%. Η ενίσχυση αφαιρεί βουλευτικές έδρες απ τα μικρότερα κόμματα, που εξ αιτίας των ορίων του κανονισμού της βουλής για την έννοια του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας μπορεί τελικά να μην έχουν λόγο, πράγμα απαράδεκτο. Πιθανότατα ένα όριο πάνω απ το 40% είναι λογικό, και κάπου εκεί πάει η ενίσχυση του νόμου Σκανδαλίδη, που φαίνεται ότι θα διατηρηθεί.


Τα εκλογικά συστήματα δεν είναι δίκαια. Κανένα από αυτά. Και βέβαια κι ο λαός δεν τα αντιμετωπίζει καθόλου έτσι, τα αντιμετωπίζει ακριβώς όπως προτείνουν οι σύγχρονες θεωρίες σαν παίγνιο στου οποίου τους κανόνες προσαρμόζονται και ψηφίζουν με στρατηγικό τρόπο ώστε να παραγάγουν το αποτέλεσμα που θέλουν. Αν οι κανόνες είναι αρκετά λογικοί και παράγουν λογικό πολιτικό αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικοί. Το μόνο που έχει σημασία είναι οι κανόνες αυτοί να είναι σταθεροί ώστε να διευκολύνονται οι στρατηγικές των πολιτών. Και δυστυχώς εδώ δεν τα πάμε και πολύ καλά.

Αρκετά λοιπόν με την συζήτηση περί απλής ή ενισχυμένης αναλογικής. Μας απομένουν όμως τα περί εκλογικών περιφερειών και των διπλών ψηφοδελτίων που θα τα δούμε στο επόμενο post.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Περί Καλλικράτη, Stiglitz και άλλων τινων



Στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ο υπουργός Εσωτερικών κ. Ραγκούσης εξήγγειλε μια σειρά μέτρων για την αναβάθμιση της πολιτικής μας ζωής. Οι τρείς πρώτοι αλληλένδετοι άξονες στους οποίους αναφέρθηκε ήταν

1. Ένας εκλογικός νόμος, τον οποίο ο υπουργός χαρακτήρισε ως την «σημαντικότερη διαρθρωτική αλλαγή στο πολιτικό μας σύστημα»
2. Ένας νόμος για την ρύθμιση των σχέσεων του κράτους προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και
3. Ένας νόμος για την αναδιάρθρωση της διοίκησης και των σχέσεων μεταξύ του κεντρικού κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης που αποκάλεσε «Νέα Αρχιτεκτονική». Ήδη αυτή η αρχιτεκτονική πήρε το πολύ ταιριαστό και εξαιρετικά φιλόδοξο όνομα «σχέδιο Καλλικράτης».

Ο κ. Ραγκούσης είχε αναφερθεί και σε τρία άλλα θέματα, την νέα μεταναστευτική πολιτική , την αξιοκρατία και την ενιαία αντιμετώπιση των δημοσίων υπαλλήλων διοικητικά και οικονομικά. Όπως ήδη ξέρουμε, με την εξαίρεση του τελευταίου θέματος και του νόμου για τα ΜΜΕ, το υπουργείο Εσωτερικών έχει ανοίξει όλη την βεντάλια των θεμάτων αυτών, πράγμα αρκετά επικίνδυνο από την άποψη ότι διευκολύνει την συσπείρωση των αντιδράσεων, αλλά αναγκαίο όπως ελπίζω να έχουν πεισθεί όσοι διάβασαν το post για τις ισορροπίες Nash. Η δική μου γνώμη μάλιστα είναι ότι θα έπρεπε να ανοίξουν τάχιστα και τα υπόλοιπα δυο, όπως και μερικά άλλα. Ίσως όμως ο κ. Ραγκούσης να κρατά το θέμα των ΜΜΕ ως δαμόκλειο σπάθη επικρεμαμένη επί της κεφαλής των γνωστών διαπλεκομένων για να πετύχει ευμενέστερη μεταχείρισή της κυβέρνησης από τα μέσα, ή ίσως να περιμένει να το χρησιμοποιήσει ως κατασταλτικό αντιδράσεων την κατάλληλη στιγμή. Μη ξεχνάμε πόση επιτυχία είχε η επίκληση των νταβατζήδων απ τον κ. Καραμανλή στο τσουβάλιασμα της παραδοσιακής αριστεράς. Οψόμεθα.

Η πολιτική όμως για τα ΜΜΕ δεν έχει αποκτήσει ακόμη κάποιο σχήμα. Επομένως απ τους τρείς πρώτους άξονες θα αναφερθώ στους δυό. Σ αυτό το post θα μιλήσω για την διοικητική μεταρρύθμιση και στο επόμενο για τον εκλογικό νόμο.

Η διοικητική μεταρρύθμιση που προτείνεται απ τον Καλλικράτη συνίσταται στην μείωση του αριθμού των δήμων από 1037 σε περίπου 370, του αριθμού των νομαρχιών από 76 σε 13, όσες είναι σήμερα οι περιφέρειες, και στην δημιουργία 7 Γενικών Διοικήσεων στη θέση των περιφερειών. Επίσης το σχέδιο προβλέπει δυο μητροπολιτικούς δήμους, στην Αττική και στην Θεσσαλονίκη.

Χωρίς να επιμένω στους συγκεκριμένους αριθμούς, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την κατεύθυνση της νέας διοικητικής δομής που προτείνεται. Ο Καλλικράτης είναι μια πολύ σοβαρή προσπάθεια κι αν πετύχει στο επίπεδο των διακηρυγμένων προθέσεων της κυβέρνησης θα αποτελέσει μια επανάσταση στο χώρο της διοίκησης. Γι αυτό και χρειάζεται να το δούμε λίγο πιο αναλυτικά.

Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι το μοντέλο διοίκησης που προτείνει είναι λειτουργικότερο. Οι 1000 τόσοι υπαρκτοί δήμοι ενός κράτους 10 εκατομμυρίων έχουν κατά μέσον όρο 10,000 κατοίκους ο καθένας. Αν σκεφτούμε όμως ότι 5-10 μεγάλοι δήμοι έχουν πληθυσμό περίπου 5 εκατομμυρίων και βάλε, ο μέσος όρος των υπόλοιπων μικραίνει δραματικά, πέφτοντας περίπου στο μισό. Και επειδή ο μέσος όρος παράγεται από μεγαλύτερες αλλά και μικρότερες τιμές, θα υπάρχουν – και υπάρχουν - αρκετοί δήμοι με πληθυσμούς της τάξεως των 3.000 κατοίκων και μικρότερους.

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι το κόστος υπηρεσιών σε τέτοιους δήμους είναι τραγικό. Για να το αντιληφθούμε, ας σκεφτούμε ότι ο δήμος Αθηναίων έχει 776.000 κατοίκους (στοιχεία απογραφής 2001) και 45 δημοτικούς συμβούλους, δηλαδή αντιστοιχεί περίπου ένας δημοτικός σύμβουλος σε 17.000 κατοίκους. Ο δήμος Νέας Κούταλης Λήμνου έχει 2.880 κατοίκους και 12 δημοτικούς συμβούλους, δηλαδή αντιστοιχεί ένας δημοτικός σύμβουλος σε 240 κατοίκους. Παρενθετικά, δεν έχω κάποια σχέση με τον συγκεκριμένο δήμο, απλώς είναι ο πρώτος που βρήκα ψάχνοντας το θέμα. Η αναλογία των πολιτών του δήμου Νέας Κούταλης σε δημοτικούς συμβούλους είναι περίπου 70 φορές μεγαλύτερη απ του δήμου Αθηναίων. Αυτό μεταφράζεται σε κάποιο πολλαπλάσιο κόστος. Χωρίς να είμαι ειδικός στο θέμα, νομίζω ότι το κόστος των υπόλοιπων υπηρεσιών δεν θα πρέπει να απέχει πολύ απ το 70 προς 1 σε σχέση με την Αθήνα, ή, και αν απέχει, πάντως θα είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερο.

Απ τα παραπάνω πρέπει να είναι προφανές ότι η ελάττωση του αριθμού των δήμων, όπως και των νομαρχιών δεν μπορεί παρά να ελαττώσει πολύ σοβαρά το κόστος λειτουργίας τους. Αλλά τα προβλήματα των μικρών δήμων και οι αντίστοιχες ωφέλειες απ την μείωση του αριθμού τους φυσικά δεν σταματούν εδώ. Οι μικροί δήμοι, με δεδομένες τις στενές έως οικογενειακές σχέσεις των διοικήσεων με τους πολίτες, αποτελούν θερμοκήπιο της συναλλαγής και της διαφθοράς. Κι αυτό δεν είναι απλώς δικό μου συμπέρασμα, είναι το αποτέλεσμα όλων των ερευνών που διεξήχθησαν για τη διαφθορά απ την εποχή του σχεδίου Καποδίστριας μέχρι σήμερα.

Όχι βέβαια ότι στους μεγάλους δήμους η διαφθορά μηδενίζεται. Υπάρχουν παραδείγματα περιπτώσεων και από μεγάλους δήμους που μόνον σαν σκάνδαλα μπορούν να χαρακτηριστούν. Δεν θα ήθελα να γίνω πιο συγκεκριμένος γιατί δεν μου αρέσει καθόλου να κατηγορώ ανθρώπους για σκάνδαλα χωρίς δικαστικές αποφάσεις, αλλά νομίζω ότι δεν χρειάζεται αφού όλοι κάποια παραδείγματα έχουν στο μυαλό τους. Όμως ποσοστιαία η διαφθορά στους μικρούς δήμους είναι ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη κι αυτό κάνει τεράστια διαφορά. Διαφορά και στο επίπεδο της οικονομίας των δήμων, ασχέτως αν οι δρέποντες τους καρπούς της παρανομίας κάτοικοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι ωφελούνται, και στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας που χρηματοδοτεί τους δήμους και τα έργα τους.

Οι ίδιοι συλλογισμοί βέβαια ισχύουν και για τις νομαρχίες και τον αριθμό τους. Αλλά όχι μόνον. Σύμφωνα με τον Καλλικράτη τα 6000 Νομικά Πρόσωπα και Δημοτικές Επιχειρήσεις θα ελαττωθούν σε περίπου 2000, πράγμα που δείχνει το βάθος της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης.

Οι ωφέλειες όμως που προκύπτουν απ τον Καλλικράτη δεν σταματούν εδώ. Το σχέδιο προβλέπει σοβαρή αύξηση της χρηματοδότησης της νέας διοικητικής δομής, μάλιστα ο κ. Ραγκούσης επανειλημμένα έχει συγκρίνει το 5% επί του ΑΕΠ της χρηματοδότησης της Ελληνικής αυτοδιοίκησης με το 11,5% που αποτελεί τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Επομένως, αν οι διακηρύξεις πραγματοποιηθούν, ο Καλλικράτης θα μεταφέρει πόρους απ την κεντρική κυβέρνηση προς την αυτοδιοίκηση πράγμα που θα αυξήσει την ευελιξία του υπερσυγκεντρωτικού και βραδυκίνητου κρατικού μας μηχανισμού, κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων. Και παρόλο που αυτό μέχρι να πραγματοποιηθεί είναι ευχολόγιο, υπάρχουν και κάποιες πιο συγκεκριμένες εξαγγελίες. Κονδύλια ύψους 650 εκατομμυρίων απ το ΕΣΠΑ θα αναθεωρηθούν έτσι ώστε να προσληφθεί το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό της νέας αυτοδιοικητικής δομής με την προϋπόθεση ότι θα υπογράφουν δεκαετές συμβόλαιο για την παραμονή τους στον συγκεκριμένο δήμο. Η αποκέντρωση παίρνει και χαρακτηριστικά ποιότητας.

Παράλληλα με όλα αυτά, στις διακηρύξεις προστίθεται ακόμα μια, ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Θα ιδρυθούν ηλεκτρονικά δημοτικά Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, στα οποία οι πολίτες θα έχουν πρόσβαση με μια έξυπνη κάρτα δημότη μέσω ΑΤΜ που θα υπάρχουν στους δήμους. Και για όσους πολίτες δεν μπορούν να χειριστούν αυτά τα παράξενα ηλεκτρονικά εργαλεία θεσμοθετείται κι ο δημοτικός ανταποκριτής, δηλαδή ένας υπάλληλος του δήμου που θα πηγαίνει σπίτι τους και θα τους εξυπηρετεί.

Για το πώς η ηλεκτρονική διακυβέρνηση και η εκτεταμένη χρήση υπολογιστών και δικτύων που προτείνεται άμεσα αλλά κι έμμεσα απ τον Καλλικράτη μπορεί να αλλάξει το τοπίο στην ελληνική περιφέρεια έχω πρόχειρο το παράδειγμα μιας σχετικά μικρής ολλανδικής πόλης, της Αlmere όπου ο δήμος έπαιξε αυτό το χαρτί. Το έκανε βέβαια εξαιρετικά εκτεταμένα, με πλήρες δίκτυο δεδομένων, broadband και ελεύθερη πρόσβαση και διάφορα άλλα που δεν περιμένω να περιλαμβάνει ο Καλλικράτης και σε παλιότερη περίοδο οπότε το συγκριτικό πλεονέκτημα ήταν ισχυρότερο. Δεν λέω ότι θα κάνουμε το ίδιο, αλλά μ ενδιαφέρει να σας δείξω την κατεύθυνση των πραγμάτων.

Πάντως, το αποτέλεσμα στην Almere ήταν ότι μια σειρά επιχειρήσεις άρχισαν να συρρέουν στην πόλη δημιουργώντας 5.000 νέες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο και προσθέτοντας 6.000-7.000 νέους κατοίκους στον πληθυσμό της. Η Αλμέρε είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πόλη της Ευρώπης κι όχι μόνον οικονομικά. Το 2005 είχε 175.000 κατοίκους. Σήμερα έχει πάνω από 200.000 και έως το 2030 προβλέπεται ότι ο πληθυσμός θα φτάσει τα 400.000 άτομα.

Σας άφησα το καλύτερο για το τέλος. Η χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης θα συνδεθεί με τον ΦΠΑ. Αν αυτό σημαίνει αυτό που ελπίζω, πρόκειται για μια πολύ ευφυή προσπάθεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής αφού οι δήμοι θα έχουν κάθε συμφέρον να μεριμνούν για την συλλογή του φόρου κι όχι για την αποφυγή του όπως σήμερα γίνεται στην πλειονότητα των μικρών δήμων. Έχω από δεκαετίας παράδειγμα δημάρχου που αφού έμαθε για τους εφοριακούς του ΣΔΟΕ που είχαν έρθει στην περιοχή του ειδοποίησε τους μαγαζάτορες να προσέχουν. Δεν ξέρω αν ειδοποίησε και τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.

Εδώ είμαι υποχρεωμένος να σας επιστήσω την προσοχή σε κάτι που εκ πρώτης όψεως δείχνει παραδοξολογία. Ο Καλλικράτης είναι ένα βασικό στοιχείο του οικονομικού, ναι, οικονομικού σχεδιασμού της κυβέρνησης. Όσοι διαβάζετε αυτό το blog ξέρετε την άποψή μου για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης περί της προσέγγισης των οικονομικών μας προβλημάτων ως επιφαινομένων μιας πολιτικής, οργανωτικής, κοινωνικής και διοικητικής νόσου – την προσέγγιση Stiglitz, του οποίου η εντονότατη παρέμβαση υπέρ της στήριξης Ελλάδας και της κυβέρνησης Παπανδρέου δεν θα πρέπει να σας εξέπληξε. Αν δεν την έχετε υπ’ όψιν ψάξτε την, είναι ενδιαφέρουσα από την άποψή μας, Για να κλείσω την παρένθεση, επειδή ακριβώς πρόκειται για οικονομία, ο κ. Ραγκούσης επείγεται να ανοίξει –και να κλείσει- το θέμα Καλλικράτη όσο και του εκλογικού νόμου όσο ταχύτερα γίνεται.

Μ αυτή την έννοια είναι νομίζω σαφές ότι το σχέδιο Καλλικράτης είναι σύνθετο, καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα στόχων και είναι καλά μελετημένο, αν όχι στις λεπτομέρειες τουλάχιστον στα ουσιώδη. Δεν έχει σχέση με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις που γνωρίσαμε μέχρι σήμερα. Έχει όραμα και σύνδεση με τους στόχους μιας πολύ σοβαρής οικονομικής πολιτικής και είναι μακριά απ τα μαγειρέματα των αριθμών και την χρήση του ελληνικού δαιμονίου. Αν η εικόνα που έχουμε απ τις εξαγγελίες γίνει πραγματικότητα, και δεν βλέπω γιατί όχι, το πολιτικό αλλά και το οικονομικό μας περιβάλλον απ τον Οκτώβριο και μετά θα είναι σοβαρά διαφορετικό.

Φυσικά ήδη άρχισαν οι πρώτες αντιδράσεις που όμως βρίσκονται μακριά απ την αντίληψη που περιγράψαμε και επομένως αστοχούν. Η Νέα Δημοκρατία κατηγορεί το σχέδιο για προχειρότητα, ερασιτεχνισμό και αυταρχισμό. Το ΚΚΕ αντιδρά δια στόματος της κ. Παπαρήγα λέγοντας ότι «ο Καλλικράτης ισχυροποιεί το κράτος» και αποτελεί «το μέσον δια του οποίου θα προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση και κυρίως στους τομείς της Παιδείας και της Υγείας». Οι αντιδράσεις του ΛΑΟΣ απ ότι κατάλαβα συνεπικουρούν την νεοδημοκρατική κριτική και επιπλέον εστιάζονται στο θέμα της ψήφου των μεταναστών. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται σε συγκεντρωτισμό και αυταρχισμό του σχεδίου. Και μη ξεχάσουμε και την ενδοκυβερνητική κόντρα που προέκυψε που εστιάστηκε στην παντοδυναμία του αιρετού περιφερειάρχη ο οποίος θα μπορεί να μεταχειρίζεται κονδύλια απ το ΕΣΠΑ χωρίς ουσιαστικό έλεγχο απ την κυβέρνηση.

Πριν σχολιάσω την κριτική θα ήθελα να αναφέρω μια γνώμη που μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των σχετιζόμενων με τον Καλλικράτη αντιδράσεων. Την προηγούμενη Παρασκευή στις 15 Ιανουαρίου γύρω στις 12 παρά τέταρτο οδηγούσα και είχα φυσικά το ραδιόφωνο ανοικτό. Έτυχε να είμαι στον Sky 100,3 όπου ο κ. Α. Πορτοσάλτε έπαιρνε συνέντευξη απ τον κ. Κακλαμάνη για το ραντεβού του με τον κ. Σαμαρά. Μεταξύ άλλων τον ρώτησε αν συζήτησαν και για τον Καλλικράτη αφού ο δήμαρχος Αθηναίων είναι πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ. Ο κ. Κακλαμάνης απάντησε καταφατικά και είπε ότι συνέστησε στον κ. Σαμαρά να μην κάνει παρά μόνον εποικοδομητική κριτική στο σχέδιο. Προσέθεσε δε ότι του είπε αν χρειαστεί να καταψηφίσει τον Καλλικράτη για λόγους ατελειών να το κάνει μόνον «επειδή το όνειρο δεν θα γίνει πραγματικότητα». Ο κ. Κακλαμάνης αποκαλεί τον Καλλικράτη όνειρο.

Ο κ. Κακλαμάνης, ανεξάρτητα απ την συμπάθεια που (δεν) του έχω και την γνώμη μου για την ποιότητα του έργου του και στο υπουργείο Υγείας και στον δήμο Αθηναίων, δεν είναι ένας άνθρωπος απ αυτούς που θα αποκαλούσαμε οραματιστές. Επίσης δεν είναι άνθρωπος των μεγάλων λόγων. Δεν θυμάμαι πάντως να τον έχω ξανακούσει να χρησιμοποιεί την λέξη «όνειρο» για κανένα έργο, έστω κι αν ήταν δικό του. Κι αυτό κάτι λέει, για τον Καλλικράτη αλλά και για τη κριτική που θα του ασκηθεί.

Ας δούμε λίγο τώρα την κριτική. Πρώτο σημείο, κυρίως της ΝΔ είναι ότι δεν έχει γίνει προηγουμένως συζήτηση για το θέμα και δεν έχουν ερωτηθεί οι πολίτες των δήμων. Βεβαίως η παρατήρηση πόρρω απέχει της πραγματικότητας. Η διοικητική μεταρρύθμιση έχει τεθεί ως θέμα εδώ και μια τετραετία περίπου, το δε 2008 επιτροπή της ΚΕΔΚΕ παρέδωσε στον πρόεδρό της (τον κ. Κακλαμάνη) την μελέτη που αποτελεί την βάση για τον Καλλικράτη.

Είναι όμως αλήθεια ότι οι πολίτες δεν έχουν ερωτηθεί. Επίσης αλήθεια είναι ότι ενδεχόμενες αντιρρήσεις σε μεγάλη έκταση θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το σχέδιο. Αλλά τι νόημα θα είχε ας πούμε ένα δημοψήφισμα για ένα τόσο σύνθετο σχέδιο; Και οι μελέτες της ΚΕΔΚΕ ασφαλώς λάβαιναν υπόψη τους την γνώμη των ψηφοφόρων των μελών τους και εν πάση περιπτώσει έπεται διαβούλευση και συζήτηση στην Βουλή. Και οι πολίτες δεν είναι ούτε λογικό ούτε εύκολο να αντιδράσουν στον Καλλικράτη χωρίς κάποια κομματική ομπρέλα. Ελπίζω η Νέα Δημοκρατία στην συγκεκριμένη περίπτωση να κάνει απλώς μια σχετικά σωστή παρατήρηση και να μη προχωρά σε σαρκαστική απειλή.

Το δεύτερο σημείο κριτικής απ την Νέα Δημοκρατία αλλά και άλλους είναι το κόστος της μεταρρύθμισης, που υπολογίζεται γύρω στα 4 δισεκατομμύρια. Αυτό το κόστος όμως είναι ήδη προϋπολογισμένο και βέβαια όπως είδαμε το κέρδος θα είναι πολύ μεγαλύτερο απ τα 4 δισεκατομμύρια πράγμα που οι βιαστικοί υπεύθυνοι της ΝΔ παραλείπουν να συνυπολογίσουν. Και όπως ήδη είπαμε, στην πολιτική Παπανδρέου η ηλεκτρονική διακυβέρνηση με την διαφάνεια που παράγει και η καταπολέμηση της διαφθοράς, αναπόσπαστα στοιχεία του Καλλικράτη, είναι ουσιαστικά στοιχεία της οικονομικής πολιτικής γενικότερα.

Η κριτική του ΚΚΕ έχει δυο σκέλη. Το πρώτο αφορά την ισχυροποίηση του κράτους. Και αν εξαιρέσω την διατύπωση, συμφωνώ με την παρατήρηση, διαφωνώ όμως με την στάση. Θέλω ένα ισχυρότερο κράτος και μάλιστα με περιεχόμενο της ισχύος του τα όσα σας περιέγραψα πριν. Το ΚΚΕ δεν το θέλει, και βεβαίως δεν έχει νόημα η περαιτέρω συζήτηση εκτός αν μιλάμε για συζήτηση εφ όλης της ύλης. Στο δεύτερο σκέλος, ότι δηλαδή η διοικητική τομή που επιχειρείται δια του Καλλικράτη θα αυξήσει την εμπορευματοποίηση και μάλιστα της παιδείας και της υγείας όπως λέει το ΚΚΕ έχω αντίρρηση, πιστεύω δε ότι ίσα – ίσα κάποιες παράμετροι του Καλλικράτη εξ αντικειμένου ενισχύουν την δημόσια υγεία και παιδεία. Για να μπορέσω όμως να μιλήσω αναλυτικότερα χρειάζομαι την επιχειρηματολογία του ΚΚΕ που δεν έχει δημοσιευθεί απ όσο γνωρίζω.

Παραβλέποντας την κριτική του ΛΑΟΣ της οποίας δεν βλέπω την σχέση με το σχέδιο πέραν της ψήφου των μεταναστών, έχω μια παρατήρηση για την αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο Καλλικράτης είναι βήμα προς τον συγκεντρωτισμό. Η κριτική ευσταθεί αν κανείς δει μόνον την μείωση του αριθμού των δήμων, η οποία όμως είναι επιβεβλημένη. Υπάρχουν όμως δυο άλλα σημεία που πρέπει να συνυπολογιστούν.

Το πρώτο είναι η αύξηση της ισχύος και της χρηματοδότησης της αυτοδιοίκησης που ασφαλώς περιέχει το σχέδιο. Αλλά η πολιτική και οικονομική ενίσχυση της αυτοδιοίκησης σε σχέση με το κεντρικό κράτος είναι ακριβώς το αντίθετο της συγκέντρωσης. Το δεύτερο είναι η σχετιζόμενη με τον Καλλικράτη ανάπτυξη της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης στους δήμους. Όντως η χρήση των νέων τεχνολογιών ενισχύει το κράτος, όχι όμως εναντίον του πολίτη, αλλά κατά την δυνατότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων, ενισχύει δε αποτελεσματικότατα τους αποκεντρωμένους χρήστες και έναντι της διοίκησης. Σαφέστατα η bottom line, δηλαδή το κάτω - κάτω της γραφής είναι προς όφελος της αποκέντρωσης όπως όλες οι μελέτες δείχνουν. Για το θέμα του ΦΠΑ δεν νομίζω να χρειάζονται σχόλια.

Η ενδοκυβερνητική κριτική απ ότι διάβασα εστιάστηκε κυρίως στην Αττική και την Θεσσαλονίκη. Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι ο περιφερειάρχης Αττικής εκλεγόμενος από 4 εκατομμύρια ψηφοφόρους θα είναι ένας δεύτερος πρωθυπουργός. Δεν νομίζω ότι η κριτική ευσταθεί γιατί ακόμη κι αν οι εξαγγελίες του κ. Ραγκούση πραγματοποιηθούν απολύτως και δοθεί το 11,5% στην αυτοδιοίκηση, αναλογικά θα πρέπει η Αττική να παίρνει το 4%-5%, πράγμα που δηλώνει και την σχετική ισχύ του περιφερειάρχη. Εξάλλου αν κάποιος ψηφίζεται απ τον λαό καλώς έχει την ισχύ που προσδιορίζουν οι αρμοδιότητές του.

Υπάρχει και μια γενικότερη αντίδραση εκ μέρους κάποιων παραγόντων που θα προτιμούσαν περισσότερες αρμοδιότητες στους δήμαρχους παρά τους νομάρχες και αντιστρόφως. Αυτού του τύπου όμως διαμάχη κατανομής εξουσιών, εκτός από κάποιες ίσως ειδικές περιπτώσεις, νομίζω πως δεν αφορά τον πολίτη.

Υπάρχει πάντως κάτι που πρέπει να παρατηρήσουμε. Η μείωση του αριθμού των δήμων που σημαίνει αύξηση των δημοτών, μικραίνει την πιθανότητα να εκλεγούν δήμαρχοι από μικρά κόμματα επειδή οι ανά δήμο κατανομές ψηφοφόρων τείνουν να πλησιάζουν περισσότερο την συνολική εθνική κατανομή όσο ο αριθμός των δημοτών μεγαλώνει. Δηλαδή σ ένα μικρό δήμο είναι πιθανότερο να βρεθεί ένα πρόσωπο που να εκτιμούν προσωπικά οι πολίτες και να ανήκει σε μικρό κόμμα. Επομένως οι δήμαρχοι που θα προκύψουν από μικρά κόμματα θα ελαττωθούν. Δεν νομίζω όμως ότι αυτό είναι το ζητούμενο και δεν νομίζω ότι η πρόθεση του κ. Ραγκούση είναι τέτοια. Ελπίζω και η κριτική των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης να μη πηγάζει από εδώ.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Το αγροτικό πρόβλημα



Στο προηγούμενο post μου σας είχα υποσχεθεί ότι τα δυο επόμενα κείμενα θα αφορούσαν το σχέδιο Καλλικράτης και τον εκλογικό νόμο. Οι κινητοποιήσεις όμως των αγροτών προκαλούν τόσες συζητήσεις που θεώρησα καλύτερο να προτάξω ένα κείμενο για τα αγροτικά μας παρότι είχα ήδη ετοιμάσει τα άλλα δυο. Ελπίζω να συμφωνείτε μαζί μου.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 10,9% των Eλλήνων ασχολείται με αγροτικές εργασίες παράγοντας το 3,2% του συνολικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος μας. Κι αυτά τα νούμερα είναι πολύ καλύτερα απ το 17% των ασχολουμένων με αγροτική παραγωγή μέχρι προ πενταετίας ή εξαετίας αν δεν κάνω λάθος. Αυτή η μείωση είναι ένα απ τα λίγα καλά που προέκυψαν απ την διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, κατά λάθος βέβαια επειδή δεν μπόρεσε να βρει τρόπο να αντισταθμίσει την απώλεια αγροτικού εισοδήματος που προέκυψε και οι αγρότες εγκατέλειψαν την παραγωγή. (Πηγή: http://www.okeobservatory.gr/projpdf/pdf_projid_26.pdf)

Φυσικά και αυτά τα νούμερα δεν είναι καθόλου καλά. Η διαφορά του 10,9 απ το 3,2 σημαίνει ότι η αγροτική παραγωγή εισφέρει στην εθνική οικονομία με το 1/3 περίπου της μέσης παραγωγικής δραστηριότητας, και επομένως οι αγροτικές δουλειές είναι αντιπαραγωγικές. Συνέπεια φυσική είναι να αμείβονται πολύ κακά οι αγρότες, παρ όλες τις επιδοτήσεις. Αυτό κατεβάζει το επίπεδο διαβίωσης στα χωριά και ακολούθως προκαλεί κίνηση προς τις πόλεις, αστυφιλία. Και βέβαια αυξάνει την ζήτηση για παράνομους μετανάστες.

Η βελτίωση των εισοδημάτων και των συνθηκών ζωής των αγροτών είναι ένα απ τα πολύ σοβαρά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση. Και καθίσταται ακόμη σοβαρότερο απ τον τρόπο αντίδρασης των αγροτών και τις κινητοποιήσεις τους, που μεταφέρουν στις διεθνείς αγορές το μήνυμα ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης να λύσει τα οικονομικά μας προβλήματα συναντά αντιστάσεις. Υπάρχει τρόπος να λυθεί αυτό το πρόβλημα;

Η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει κάποιο σχέδιο που προσπαθεί να εφαρμόσει. Κι έχει ξεκινήσει ένα διάλογο μεταξύ των διάφορων κρίκων της αλυσίδας που συνδέει την γη με το ράφι του σουπερμάρκετ, που λίαν προσεχώς θα κορυφωθεί στο Ζάππειο. Η agenda του διαλόγου περιλαμβάνει, σύμφωνα με το υπουργείο τα παρακάτω θέματα:

- Το μέλλον της ΚΑΠ
- Διαρθρωτικές πολιτικές-Αλέξανδρος Μπαλτατζής (2007-2013)
- Πολιτική Ασφάλισης της παραγωγής
- ΕΛΓΑ - Ανασυγκρότηση του Αγροτικού Συνδικαλιστικού Κινήματος
- Οργάνωση της παραγωγής και παρέμβαση στην αγορά - Οργάνωση του τομέα των εισροών της αγροτικής παραγωγής
- Πολιτική διαχείρισης αγροτικής γης
- Ποιότητα και σήμανση των τροφίμων
- Εκπαίδευση, κατάρτιση και επαγγελματική κατοχύρωση των αγροτών

Είναι προφανές ότι το σοβαρότερο κομμάτι του σχεδιασμού είναι το δεύτερο στην λίστα, οι διαρθρωτικές πολιτικές. Το πρώτο είναι η εισαγωγή που δείχνει ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα. Όλα τα άλλα είναι απλώς ενισχυτικά μιας καλής οργάνωσης στον αγροτικό τομέα αλλά από μόνα τους δεν επαρκούν για την λύση του προβλήματος. Και αυτό το κομμάτι, που έχει το όνομα "σχέδιο Αλέξανδρος Μπαλτατζής" έχει σχεδιαστεί απ την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Βεβαίως δεν είμαι απ αυτούς που αντίκεινται στις συναινέσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών αντιλήψεων. Και πιστεύω ότι δεν μπορεί, σε κάποιους τομείς κάποιοι άνθρωποι και επί Νέας Δημοκρατίας θα δούλεψαν σοβαρά. Πάντως η συνολική αθλιότητα των πολιτικών της ΝΔ μου επέβαλε να κοιτάξω λίγο το σχέδιο πριν συμφωνήσω με την συμφωνία της νέας κυβέρνησης με την προηγούμενη σ αυτό το θέμα.

Δυστυχώς, μια ματιά στο σχέδιο δικαίωσε απολύτως την καχυποψία μου. Στην σελίδα 9 του σχεδίου υπάρχει ένας πίνακας χρηματοδοτήσεων, που με κείνα τα παράξενα ελληνικά των δήθεν επαϊόντων που αποτελούν μεταφράσεις αγγλικών ονομάστηκε πίνακας χρηματοδοτικών βαρυτήτων. Με τεράστια έκπληξη είδα ότι στο ύψους 6,57 δισεκατομμυρίων σχέδιο στο οποίο η δημόσια δαπάνη ξεπερνάει τα 5 δισεκατομμύρια δεν προβλεπόταν δεκάρα τσακιστή για νέα προϊόντα και καινοτομίες ούτε για σύσταση νέων συμβουλευτικών υπηρεσιών.
(Πηγη:http://gkps.agrotikianaptixi.gr/_data/documents/10b_paa_12.doc)

Ελπίζω η κ. Μπατζελή να μη κινηθεί στον ίδιο άξονα αλλά να ανεβάσει το μηδενικό ύψος αυτών των κονδυλίων στο επίπεδο που πρέπει, γιατί κατά την γνώμη μου μόνο από εκεί μπορούμε να περιμένουμε πραγματικά αποτελέσματα κι όχι απ τα υπόλοιπα, που μου μοιάζουν περισσότερο με μπαλώματα παρά με λύσεις. Για να εξηγήσω τι εννοώ σας παραθέτω από εδώ και κάτω κάποιες σκέψεις μου που είχα σημειώσει πριν από πολύ καιρό και που απ την δική μου οπτική παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες.

Για να καθορίσει κανείς μια διαδρομή, το πρώτο που πρέπει να σκεφτεί είναι πού θέλει να πάει. Ας φανταστούμε λοιπόν πώς θα θέλαμε να ήταν τα πράγματα. Πώς θα θέλαμε δηλαδή να ζει ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας.

Φαντάζομαι λοιπόν το χωριό του επιθυμητού μέλλοντος. Φαντάζομαι ένα χωριό με δρόμους καλής ποιότητας και καθαρούς, με καλό οδικό δίκτυο προς τα γειτονικά κέντρα, με όμορφες πλατείες, με ένα σύγχρονο σχολείο που να μπορεί να προσφέρει την εκπαίδευση που απαιτούν οι καιροί μας, με ένα κέντρο υγείας με πλήρη και σύγχρονο εξοπλισμό, με υπηρεσίες δημοτικές, τραπεζικές και ασφαλιστικές στις οποίες οι κάτοικοι θα μπορούν να βρουν επί τόπου και γρήγορα απαντήσεις στα προβλήματα τους. Με χώρους για θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, με βιβλιοθήκη, με κέντρα για ηλικιωμένους και χώρους όπου τα παιδιά θα μπορούν να παίζουν και τον χειμώνα, με καλά και σύγχρονα καταστήματα όπου οι κάτοικοι θα βρίσκουν καλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες, όπως καταστήματα για ρούχα, κομμωτήρια, εστιατόρια. μπαράκια, καφέ κλπ.. Με οργανωμένες, ταχείες και αξιόπιστες συγκοινωνίες προς τα γειτονικά χωριά και τις πόλεις.

Αν συμφωνούμε σ αυτή την περιγραφή, θα πρέπει να συμφωνήσουμε και σε μια απλή παρατήρηση: είναι σαφές ότι όλες αυτές οι υπηρεσίες, χώροι και δραστηριότητες που περιέγραψα απαιτούν ανθρώπους που θα εργάζονται . Ανθρώπους που θα κατασκευάζουν και θα συντηρούν δρόμους και κτίρια, που θα ασχολούνται με την καθαριότητα, που θα επανδρώνουν με πληρότητα τα σχολεία, τα ιατρικά κέντρα, τα κέντρα ηλικιωμένων, τις παιδικές χαρές, τις βιβλιοθήκες, τα καταστήματα, τους χώρους προσφοράς υπηρεσιών.

Απ αυτήν την παρατήρηση προκύπτει αβίαστα ένα απλό συμπέρασμα, που μέχρι τώρα δεν θέλουμε να παραδεχτούμε σ αυτό τον τόπο. Είναι προφανές ότι στο αγροτικό χωριό που θέλουμε, θα πρέπει πολλοί κάτοικοι να εργάζονται σε μη αγροτικές δουλειές. Και επομένως, ότι το ποσοστό των αγροτών προς τους απασχολούμενους σε μη αγροτικές εργασίες στα χωριά θα πρέπει να ελαττωθεί.

Τώρα η ελάττωση αυτού του ποσοστού μπορεί να γίνει με δυο τρόπους. Την μείωση του αριθμητή, ή την αύξηση του παρονομαστή. Δηλαδή, ή αρκετοί απ τους νυν αγρότες θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις αγροτικές εργασίες και να αρχίσουν να ασκούν στα χωριά τους άλλες δραστηριότητες, ή να αυξηθεί ο συνολικός πληθυσμός από μη αγρότες, πράγμα που όμως σημαίνει αντιστροφή του κύματος αστυφιλίας. Αυτό όμως ή θα γίνει από υποβάθμιση των συνθηκών ζωής στις πόλεις, που ελπίζω ότι κανείς δεν εύχεται, ή προϋποθέτει ήδη βελτιωμένα χωριά ώστε να έλκουν τους αστούς, πράγμα που μας ξαναγυρίζει στην ελάττωση του ποσοστού των αγροτών στα χωριά, κι επομένως στο σύνολο του πληθυσμού.

Παρά το ότι όπως είπα πριν το συμπέρασμα αυτό αρνούμεθα να το δεχθούμε, τα πράγματα ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση βαδίζουν. Και οι αγρότες μας ελαττώνονται και το κύμα αστυφιλίας αντιστρέφεται με αποτέλεσμα το ποσοστό αγροτών προς μη αγρότες να μειώνεται. Και βέβαια τα χωριά μας βελτιώνονται με τον τρόπο που περιέγραψα.

Όλα όμως αυτά την τελευταία τριακονταετία γίνονται από ανάγκη. Το αγροτικό εισόδημα πέφτει, άρα κάποιοι αγρότες εγκαταλείπουν τις εργασίες τους. Κάποιοι απ αυτούς πάνε στις πόλεις, αλλά κάποιοι απ αυτούς αποφασίζουν να μείνουν στα χωριά τους προσφέροντας άλλου τύπου εργασία. Κάνουν κυρίως τουριστικές ή παρα-τουριστικές δουλειές, δηλαδή πιο σύγχρονα καφενεδάκια, καλύτερα κομμωτήρια κλπ. Και όσο συμβαίνει αυτό τόσο λιγότεροι θέλουν να φύγουν απ τα χωριά, και τόσο περισσότεροι απ τις πόλεις θέλουν να γυρίσουν πίσω, και το κύμα αστυφιλίας όπως το ξέραμε στις δεκαετίες 60 και 70 έχει σταματήσει.

Αυτό όμως πρέπει να αλλάξει. Πρέπει επιτέλους να σταματήσει να μας οδηγεί η μέχρις απελπισίας ανάγκη που μας πάει εκεί που έτσι κι αλλιώς έπρεπε να πάμε, με πολύ χειρότερους όμως όρους. Πρέπει επιτέλους να δούμε την κατεύθυνση και να αποφασίσουμε να σχεδιάσουμε την πορεία μας. Πρέπει να δούμε το μέλλον χωρίς τις φοβικές αντιδράσεις του παρελθόντος. Και επιτέλους, πρέπει να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε και να συνεργαζόμαστε.

Αν δεν δούμε λοιπόν τα παραπάνω ξεκάθαρα, οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης του αγροτικού μας προβλήματος θα είναι απολύτως ατελέσφορη, αφού δεν θα μπορεί να παραγάγει το χωριό που συμφωνήσαμε ότι θέλουμε. Ή θα το κάνει τόσο αργά, με τόσο κακή προσέγγιση και με τόση μουρμούρα στην διαδρομή ώστε θα αξίζει πολύ λιγότερο.

Η επόμενη παρατήρηση ίσως είναι πιο συμβατή με την κυρίαρχη αντίληψη. Εξίσου προφανώς, το εισόδημα των ανθρώπων που θα εργάζονται σε αγροτικές δουλειές θα πρέπει να αυξηθεί πολύ, τόσο ώστε να μπορεί να πληρώνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που πιο πριν περιέγραψα. Σε μια εποχή κρίσης και μειώσεων των τιμών, το να μιλάει κανείς για αύξηση εισοδήματος φαντάζει παράδοξο. Είναι όμως; Η απάντηση μου είναι όχι.

Πως μπορεί να προκύψει αυτή η αύξηση εισοδήματος που αναζητάμε; Υπάρχουν τρεις τρόποι:

• αύξηση της ποσότητας των προϊόντων
• αύξηση του μέρους της αξίας τους που καρπούνται οι αγρότες και
• βελτίωση της ποιότητας τους.

Η αύξηση της ποσότητας μπορεί να επιτευχθεί με μεγαλύτερη μηχανοποίηση της παραγωγής και καλύτερη αξιοποίηση των υπαρχόντων μηχανημάτων και τεχνικών. Ασφαλώς υπάρχουν περιθώρια καλύτερης εκμετάλλευσης των αγροτικών εκτάσεων που θα πρέπει να εξαντληθούν. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει πολύ οργανωμένα. Κάθε μηχάνημα που χρησιμοποιείται, θα πρέπει να αξιοποιείται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Αυτό βέβαια σημαίνει εισαγωγή συνεταιριστικών και συνεργατικών πρακτικών, που σημαίνει με τη σειρά του οργάνωση και εκπαίδευση, και βέβαια ισχυρούς και άξιους του ονόματός τους συνεταιρισμούς. Εξάλλου και το σχέδιο της κ. Μπατζελή τα προβλέπει αυτά. Δύσκολο; Ναι, αλλά και οι αγρότες έχουν ωριμάσει, και ήδη έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται τα οικονομικά μοντέλα που μελετούν τέτοια προβλήματα. Η Elinor Ostrom για παράδειγμα, η πρόσφατα βραβευμένη με Nobel οικονομίας τέτοια θέματα μελετάει με πολύ ενδιαφέροντες τρόπους. Οι συνεταιριστικές και συνεργατικές πρακτικές δεν είναι καθόλου παρελθόν, είναι το μέλλον, ή τουλάχιστον μέρος του μέλλοντος.

Η αύξηση του μέρους της αξίας των προϊόντων που καρπούνται οι αγρότες σημαίνει φυσικά μείωση του μέρους των υπόλοιπων. Κι αυτό υποχρεωτικά περνάει από την σύγκρουση με τους μηχανισμούς των μονοπωλίων και των εναρμονισμένων πρακτικών. Φυσικά χρειάζονται εδώ καλοί ελεγκτικοί μηχανισμοί, κατασταλτικές διαδικασίες κλπ, πράγματα για τα οποία όλοι έχουμε ακούσει αρκετά τα τελευταία χρόνια.

Αλλά αυτά δεν επαρκούν. Όταν μια εταιρεία αναλαμβάνει όλο το φάσμα δραστηριοτήτων από την έρευνα των προϊόντων που θέλει, την αγορά, την μεταφορά τους, την εξαντλητική παραγωγή όλων των δυνατών βιομηχανικών προϊόντων που μπορούν να προκύψουν από κάποιο πρωτογενές (πχ γάλα, γιαούρτι, τυρί, σοκολάτες, κρέμες κλπ), αλλά και την διανομή τους, η ισχύς της γίνεται τόση που οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού του ποσοστού κέρδους της είναι σχεδόν αδύνατη γιατί οι όποιες συμφωνίες θα είναι λεόντειες. Επομένως ένα βασικό σημείο καταπολέμησης των στρεβλώσεων της αγοράς είναι η νομοθετική αποθάρρυνση της συγκέντρωσης οριζόντιων τουλάχιστον δραστηριοτήτων.

Μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό που αποκομίζουν οι αγρότες απ την πώληση των προϊόντων τους αλλά αυτό δεν αρκεί. Μη ξεχνάμε ότι στις περιπτώσεις εναρμονισμένων πρακτικών η τιμή στο ράφι είναι ήδη πολύ ψηλή και θα πρέπει να μειωθεί, πράγμα που μειώνει και το συνολικό ποσό για τον αγρότη ακόμη κι αν αυξάνεται το ποσοστό του. Μη ξεχνάμε επίσης ότι η μείωση του μέρους που κερδίζουν οι υπόλοιποι σημαίνει μείωση της δραστηριότητάς τους, πράγμα που κατ αρχήν δεν μπορεί να είναι επιθυμητό.

Πολύ καλά κάνει η κ. Μπατζελή και καλεί τους συμμετέχοντες σ όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων στο Ζάππειο, αλλά όταν ο διάλογος γίνεται υπό την πίεση της ελάττωσης της πίτας για όλους, τα πράγματα δυσκολεύουν εξαιρετικά και η πιθανότητα ικανοποιητικού αποτελέσματος μικραίνει.

Επομένως θα πρέπει αναγκαστικά να πάμε και σε βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, έτσι ώστε ο καταναλωτής, Έλληνας ή ξένος, να δέχεται να πληρώσει περισσότερα. Μια κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση είναι η εστίαση στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων, αλλά εδώ μειώνεται η δυνατότητα μηχανοποιημένων πρακτικών και άρα της ποσότητας. Υπάρχουν άλλοι τρόποι;

Η απάντησή μου βέβαια είναι καταφατική. Και για να ενδείξω την βασιμότητά της θα φέρω δυο παραδείγματα από γειτονικές μας χώρες, από εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την Γαλλία και την Ιταλία. Θα ξεκινήσω με το γαλλικό παράδειγμα.

Αν σας ρωτήσει κάποιος να πείτε δέκα πράγματα που σχετίζονται με την Γαλλία, ασφαλώς μέσα στα τρία-τέσσερα πρώτα που θα πείτε είναι τα κρασιά. Κάθε φορά δηλαδή που σκέπτεστε την Γαλλία σκέπτεστε και το κρασί. Αλλά αυτό ισχύει και αντίστροφα, κάθε φορά που σκέπτεστε το κρασί σκέπτεστε την Γαλλία. Υπάρχουν βέβαια και ωραιότατα κρασιά άλλης προέλευσης. Ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά αλλά και ελληνικά. Αλλά ακόμα κι αυτά υπενθυμίζουν στον καταναλωτή την «πραγματική εθνικότητα» του κρασιού χρησιμοποιώντας όρους όπως Merlot, Cabernet, Sauvignon, Bordeaux, Grand cru, reserve, vin de table κι άλλα τέτοια. Το κρασί μιλάει πάντα γαλλικά.

Επόμενο παράδειγμα, το ιταλικό. Πάτε σ ένα σουπερμάρκετ και θέλετε να αγοράσετε μακαρόνια. Κοιτάτε το ράφι και βλέπετε πέντε-έξι ελληνικές μάρκες. Εκτός όμως απ αυτές υπάρχουν και δυο-τρείς ιταλικές. Αν πάτε στην Γερμανία στο σουπερμάρκετ, θα δείτε πέντε-έξι γερμανικές μάρκες και πάλι δυο-τρείς ιταλικές. Τα ίδια και σ όλη την Ευρώπη, τα ίδια στην Αμερική. Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι τα μακαρόνια είναι ιταλικά, τελεία και παύλα. Οι υπόλοιποι τους μιμούμεθα και παράγουμε κι εμείς κάποια μακαρόνια δικά μας, αλλά αυτά είναι στην συνείδηση του καταναλωτή υποκατάστατα των ιταλικών προϊόντων, εμπορικά δε είναι ενισχυτές της ιταλικής κυριαρχίας. Κάθε φορά που κάποια κυρία στην ελληνική τηλεόραση μαγειρεύει μακαρόνια αυξάνει αυτή την ιταλική κυριαρχία, γιατί βελτιώνοντας το επίπεδο μαγειρέματος της μέσης νοικοκυράς την ωθεί σιγά-σιγά να ψωνίζει το καλύτερο μακαρόνι που ε, πώς να το κάνουμε είναι ιταλικό. Κάθε φορά που κάποιο εστιατόριο βάζει μακαρονάδα στο μενού θα βάλει δίπλα κι ένα ιταλικό όνομα με το ίδιο αποτέλεσμα.

Τι έκαναν οι γείτονες και συνεταίροι μας; Πήραν ένα προϊόν της παραγωγής τους κι άρχισαν να δουλεύουν πάνω του. Οργανώθηκαν. Βελτίωσαν την ποιότητά του, καθόρισαν standards που την μετρούν. Το διέκριναν σε είδη. Και το σημαντικότερο, κατάφεραν να επιβάλουν μια κουλτούρα σχετική με τα προϊόντα αυτά, που φυσικά κουβαλάει μαζί της και μια ορολογία, που με τη σειρά της συνδέει το προϊόν με την εθνικότητα . Η ποιότητα ενός κρασιού για παράδειγμα καθορίζεται από μια στρατιά ειδικών που μιλούν με γαλλικούς όρους και αναφέρονται σε γαλλικές μεθόδους. Τα μακαρόνια, ακριβέστερα η pasta, είναι spaghetti, spaghettini, spaghettoni, farfalle, bavette, lasagna κλπ. Μπορούμε να τους μιμηθούμε; Η απάντηση μου είναι φυσικά ναί, αρκεί να ακολουθήσουμε τις μεθόδους τους. Πάμε να δούμε τι σημαίνει αυτό.

Κατ αρχάς ασφαλώς θα πρέπει να επιλέξουμε κάποια αγροτικά προϊόντα όπου έχουμε ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Και έχουμε βέβαια αρκετά τέτοια. Το λάδι, το μέλι και τα σταφύλια μας είναι εξαιρετικά. Δεν είμαι καθόλου ειδικός στα αγροτικά θέματα κι επομένως είναι δυνατόν να υπάρχουν κι άλλα για τα οποία δεν έχω ιδέα. Αυτό όμως δεν έχει σημασία, σημασία έχει ο τρόπος δουλειάς πάνω τους. Θα πάρω για παράδειγμα το λάδι για το οποίο τυχαίνει να ξέρω δυο-τρία πραγματάκια.

Έχουμε με βεβαιότητα το καλύτερο ελαιόλαδο του κόσμου. Και βέβαια έχουμε την υψηλότερη στον κόσμο κατά κεφαλήν κατανάλωση, 23.7 κιλά το χρόνο, ενώ οι δεύτεροι Ισπανοί με το ζόρι φθάνουν να καταναλώνουν 13.6 κιλά (στοιχεία του 2005). Οι Αμερικανοί καταναλώνουν λιγότερο από 1 κιλό. Και εξάγουμε πάνω από το μισό της παραγωγής μας, κυρίως στην Ιταλία.

Για μισό λεπτό. Στην Ιταλία; Μα κι οι Ιταλοί παράγουν λάδι, και μάλιστα αρκετά καλό. Τι το θέλουν το ελληνικό;

Κάθε χρόνο, περίπου 250.000 τόνοι ελληνικό εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο μπαίνουν στην Ιταλία. Εκεί αναμειγνύονται με ιταλικό λάδι, πολύ κατώτερης ποιότητας. Το αποτέλεσμα εμφιαλώνεται και πωλείται ως εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο στις αγορές της Ευρώπης και της Αμερικής. Είναι πολύ απλό: το ελληνικό ελαιόλαδο είναι πολύ καλύτερο απ το τελικό αποτέλεσμα που όμως πουλιέται μια χαρά. Γιατί; Μα γιατί δεν αλλάζει ο δείκτης ποιότητας. Εξαιρετικό παρθένο το ελληνικό, εξαιρετικό παρθένο το αποτέλεσμα, διότι δεν υπάρχει καλύτερη κατάταξη απ αυτήν του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου. Άρα για τον Ευρωπαίο ή Αμερικανό καταναλωτή το ελληνικό λάδι δεν έχει διαφορά απ το κατώτερο ιταλικό.

Γιατί; Μα πολύ απλά, γιατί την κατάταξη δεν την κάναμε εμείς, αλλά πιθανότατα οι Ιταλοί, που καθόρισαν το παγκόσμιο standard “εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο” έτσι ώστε να ταιριάζει στα δικά τους ελαιόλαδα. Και μάλιστα ενδεχομένως χωρίς πονηριά, οι άνθρωποι γι αυτά ενδιαφερόντουσαν, αυτά κατέταξαν. Κι αφού δεν υπάρχει καλύτερη κατάταξη, δεν υπάρχει και καλύτερη τιμή. Και βέβαια θα έπρεπε να υπάρχει, αλλά δεν θα συνέφερε κανένα άλλο παραγωγό εκτός απ τον έλληνα, άρα κανείς άλλος δεν θα το κάνει. Θα συνέφερε όμως όλους τους καταναλωτές του κόσμου, που θα μπορούσαν, με ακριβότερη τιμή φυσικά, να αγοράζουν καθαρό, απολύτως παρθένο ελληνικό ελαιόλαδο. Και το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί με το μέλι μας, και το γιαούρτι και ίσως και με αρκετά άλλα προϊόντα.

Όλοι οι έλληνες πχ προτιμούν ελληνικά κρέατα, ελληνικά οπωροκηπευτικά κλπ γιατί τα θεωρούν καλύτερης ποιότητας. Γιατί; Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της ποιότητας; Πώς μπορούμε αυτό που εμείς πιστεύουμε να το δείξουμε και στους άλλους, και τελικά να το επιβάλουμε, αν βέβαια είναι σωστό; Απλό. Μετράμε, ομαδοποιούμε, κατατάσσουμε και να τα νέα standards. Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς σε συνεργασία με γεωπόνους, με τα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ, με τα ερευνητικά κέντρα αυτού του τόπου: να δημιουργήσουν καινούργιες τυποποιήσεις των ποιοτήτων των προϊόντων στα οποία έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα ποιότητας, αξιοποιώντας ευρωπαϊκά κονδύλια σε projects στα οποία θα συμμετέχουν και ξένοι ερευνητές ώστε οι τυποποιήσεις αυτές να εξαπλωθούν σ ολο τον κόσμο.

Και τότε ο αμερικανός καταναλωτής θα έβλεπε στο ράφι του σουπερμάρκετ το ιταλικό extra virgin oil, αλλά θα έβλεπε δίπλα του και το ελληνικό που πάνω θα έγραφε ultra extra virgin oil ή κάποιο άλλο ενδεικτικό ποιότητας που θα το διέκρινε απ το ιταλικό. Καλύτερα ακόμα αν το ενδεικτικό ήταν ελληνική λέξη ώστε να συνδέει αμέσως το προϊόν με την Ελλάδα. Και τότε θα δεχόταν να πληρώσει περισσότερα, με την κατάλληλη φυσικά διαφήμιση που δεν χρειάζεται όμως να είναι εξαιρετικά δαπανηρή. Με πολύ μικρό κόστος θα μπορούσαν να πεισθούν διάφοροι ξένοι τηλεοπτικοί αστέρες της μαγειρικής να προτιμούν αυτά τα πολύ καλύτερα ελληνικά προϊόντα στις εκπομπές τους.

Και επιπλέον, θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε τις διαφορές μεταξύ των εξαιρετικής ποιότητας ελληνικών λαδιών, όπως πχ το κορωνέϊκο, το καλαματιανό, το κρητικό κλπ, και να δημιουργήσουμε την κουλτούρα του λαδιού όπως ακριβώς έκαναν οι Γάλλοι με τα κρασιά τους. Θα μπορούσαμε να πούμε για παράδειγμα ότι το τάδε λάδι πάει περισσότερο με τα ψάρια, το δείνα με τις σαλάτες κλπ. Είναι τόσο πολύπλοκο και δύσκολο αυτό το σχήμα;

Κι αν καταφέρναμε να δημιουργήσουμε και κάποια σχεδόν καθημερινής χρήσεως νέα προϊόντα για παράδειγμα λαδιού ή μελιού, για παράδειγμα λάδι με ειδικές προσθήκες γεύσης σκόρδου, βασιλικού, ρίγανης κλπ, ή μέλι με γεύση από καρύδι, σε μικρά μπουκαλάκια για να μπαίνουν στα πολύ καλής ποιότητας εστιατόρια πωλούμενα φυσικά σε τιμή αρώματος, τα πράγματα θα ήταν ακόμη καλύτερα. Ξέρω ότι τα τελευταία χρόνια κάποιοι έχουν ήδη διστακτικά να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά ως συνήθως καθόλου οργανωμένα, χωρίς standards και χωρίς μια προσπάθεια προώθησης των προϊόντων, promotion επί το ελληνικότερον. Δύσκολο θα ήταν να οργανωθούν τα ελληνικά εστιατόρια καλής ποιότητας και να το κάνουν συντονισμένα ώστε οι τουρίστες να μαθαίνουν αυτά τα προϊόντα και να γίνονται οι διαφημιστές τους στην πατρίδα τους;

Και για να κοιτάξω και λιγάκι το ιταλικό παράδειγμα, πόσο δύσκολο θα ήταν να δημιουργηθεί μια επιτροπή από chef που να προσπαθήσουν να βρουν ένα-δύο ελληνικά υλικά απ τα οποία θα μπορούσαν να παρασκευάζονται εύκολα νόστιμα και υγιεινά φαγητά σχεδόν καθημερινής χρήσεως ας πούμε σαν τα μακαρόνια; Πόσο δύσκολο θα ήταν να αξιοποιήσουμε ας πούμε τις χυλοπίτες μας, για να πω ένα προφανές παράδειγμα; Και πόσο δύσκολο θα ήταν, με την μέθοδο των bonus σε τηλεοπτικούς chef να τις προωθήσουμε στο εξωτερικό ταυτίζοντας τις με την Ελλάδα;

Νομίζω ότι με μερικές τέτοιες απλές δράσεις το πρόβλημα της αγροτικής μας παραγωγής θα μπορούσε να λυθεί οριστικά, χωρίς την χρήση των εθιστικών επιδοτήσεων. Και με όφελος όχι μόνο για τους αγρότες, αλλά και για την παραπαίουσα βιομηχανία μας. Και βέβαια με όρους πράσινης ανάπτυξης. Και το αγροτικό εισόδημα θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί. Και τότε θα ήταν δυνατή η δημιουργία του χωριού όπως το περιγράψαμε στην αρχή.

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Απολογισμός 100 ημερών.



Την ημέρα της ορκωμοσίας της κυβέρνησης, ο Παπανδρέου είχε προτείνει τις 100 μέρες ως ένα ενδεικτικό σημείο κρίσης της. Όπως ήταν φυσικό όλοι οι ασχολούμενοι με τα κοινά περίμεναν την στιγμή αυτή για να κάνουν ένα κατά το δυνατόν συγκεντρωτικό απολογισμό του κυβερνητικού έργου. Ας το κάνουμε κι εμείς εδώ, λοιπόν. Και ας αρχίσουμε απ την κριτική.

Νομίζω πως δεν θα διαφωνούσε κανείς αν έλεγα ότι οι κριτικές φωνές κατά τις κυβέρνησης εστιάστηκαν

1. Στην απόσταση εξαγγελιών και έργων
2. Στις καθυστερήσεις του κυβερνητικού έργου και ειδικότερα στις επιλογές προσώπων
3. Σε κενά, παλινωδίες και εσωτερικές αντιθέσεις στην κυβέρνηση

Το πρώτο σημείο κριτικής έχει δυο συνιστώσες μια και έχουμε δυο ειδών εξαγγελίες, τις προεκλογικές και τις μετεκλογικές. Όσον αφορά τις προεκλογικές εξαγγελίες, οι ασκούντες κριτική συνήθως μιλούν για παράδεισους που έταζε η κυβέρνηση ενώ τώρα ασκεί σκληρή πολιτική. Οι σοβαρότεροι από αυτούς προσεκτικά απλώς υπενθυμίζουν ότι ο Παπανδρέου έλεγε «λεφτά υπάρχουν». Φυσικά η κριτική και των δυο αυτών κατηγοριών αστοχεί.

Προεκλογικά αυτή η κυβέρνηση δεν υποσχέθηκε κανένα παράδεισο. Ο Παπανδρέου ήταν εξαιρετικά προσεκτικός στα όσα υποσχόταν. Ίσως είναι εδώ χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι επίμονα οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν για το αν θα μειωθούν οι αποδοχές ή θα αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση και επειδή ο Παπανδρέου αναφερόταν στα μικρά και μεσαία εισοδήματα έθεταν στις ερωτήσεις τους ως όριο τις 30.000 € ετησίως. Παρά το γεγονός ότι ο Παπανδρέου δεν απαντούσε για το συγκεκριμένο όριο, η παρατήρησή μου είναι ότι όντως, το όριο των 2.000 € τον μήνα για τους δημόσιους υπαλλήλους φτάνει στα 28.000 € τον χρόνο, δηλαδή είναι εκεί που και οι δημοσιογράφοι προεκλογικά το έθεταν.

Όσον αφορά το «λεφτά υπάρχουν», καλό είναι να θυμόμαστε και την ουρά της απάντησης, στην οποία ο Παπανδρέου μιλούσε τουλάχιστον και για δανεισμό. Σε μια οικονομία με έλλειμμα περί τα 30 δισεκατομμύρια και δανειακές ανάγκες περί τα 65 δισεκατομμύρια, το να πιστεύει κανείς ότι θα βρεθούν χρήματα εκτός δανεισμού θα ήταν ένα καλό κριτήριο αποβολής απ οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση. Το ότι ο κ. Λοβέρδος, κι όχι μόνον αυτός, δηλώνει ότι δεν υπάρχει σάλιο δεν αποτελεί αντίφαση μια και θα έπρεπε να είναι προφανές ότι τα ταμεία είναι όντως άδεια, οι ανάγκες καλύπτονται από δανεισμό και ότι αυτό χρειάζεται να υπενθυμίζεται συχνά στους εσαεί διεκδικούντες αυξήσεις Έλληνες.

Πάμε όμως στην δεύτερη συνιστώσα, την απόσταση μεταξύ μετεκλογικών εξαγγελιών και έργων. Ο Παπανδρέου είχε δηλώσει ότι μέσα στις πρώτες 100 μέρες θα είχαν προωθηθεί στην Βουλή 5 νομοσχέδια για τα παρακάτω θέματα:

1. Στήριξη του πραγματικού εισοδήματος και αναδιανομή.
2. Προστασία του δανειολήπτη και καταπολέμηση της ακρίβειας.
3. Στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων - ρευστότητα στην οικονομία.
4. Ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και προώθηση των επενδύσεων.
5. Άμεση αντιμετώπιση της κρίσης στην αγορά εργασίας.

Απ όσα μπόρεσα να συγκεντρώσω, στην Βουλή μέχρι σήμερα πήγαν 5 νομοσχέδια Επιπλέον κυρώθηκε μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου και μια κοινοτική οδηγία. Αν όμως συνυπολογίσει κανείς ότι τα 3 απ τα 5 αυτά νομοσχέδια και η κοινοτική οδηγία ήταν άσχετες με τα 5 εξαγγελθέντα, η απόσταση μεταξύ εξαγγελιών και έργων είναι υπαρκτή. Με σκορ 3 (2+1) στα 5, η κυβέρνηση ίσα που περνάει την βάση του 2,5.

Η κριτική αυτή εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως φαίνεται σοβαρή. Γι αυτό επιτρέψτε μου να την σχολιάσω λίγο αργότερα, αφού ασχοληθώ με τα άλλα δύο σημεία κριτικής για λίγο, ώστε να συγκεντρώσω το κατηγορητήριο.

Το δεύτερο σημείο κριτικής συνοψίζεται στην γνωστή παρατήρηση: Τα περί διαφάνειας και διαβουλεύσεων είναι καλά, αλλά μια κυβέρνηση πρέπει να είναι αποτελεσματική, να μπορεί να παίρνει αποφάσεις. Είναι δυνατόν να χρειάζονται δυο μήνες για να προσληφθούν οι νέοι γενικοί και ειδικοί γραμματείς; Και μάλιστα όταν παρά την διαφάνεια και τις διαβουλεύσεις στο τέλος προσλαμβάνεται μια ομάδα ανθρώπων των οποίων η πλειονότητα είναι παλιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ;

Η κριτική φαίνεται ευσταθής, αλλά διαφωνώ επί της ουσίας της. Η διαφάνεια και η διαβούλευση είναι μέρος αυτού που εγώ θα αποκαλούσα δημοκρατική διαδικασία, που φυσικά δεν εξαντλείται στην επιλογή του αρχηγού που παίρνει τις αποφάσεις. Το επιχείρημα των ασκούντων την κριτική είναι παμπάλαιο: την ώρα τις μάχης δεν συζητάμε τις αποφάσεις, κάποιος τις παίρνει γρήγορα και οι υπόλοιποι εκτελούν.

Όσοι όμως έχουν αυτή την αντίληψη ξεχνούν μερικά πράγματα. Το πρώτο είναι ότι βρισκόμαστε σε περίοδο ειρήνης, όχι πολέμου. Δεύτερον, ότι ακόμη και οι αυταρχικότεροι ηγέτες την ώρα της μάχης έχουν ένα επιτελείο που συνεδριάζει και μάλιστα επί μακρόν πριν πάρει αποφάσεις. Τρίτον, ότι ακόμα και σε περιόδους πολέμου, τα δημοκρατικότερα καθεστώτα έχουν αποδειχθεί συνολικά αποτελεσματικότερα. Τέταρτον ότι η δημοκρατία στο σύνολο των δραστηριοτήτων της είναι η μακράν αποτελεσματικότερη μορφή οργάνωσης.

Θα μπορούσα να συνεχίσω επ’ αρκετόν αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Εξ άλλου σε λίγο θα διατυπώσω ένα επιχείρημα που υπερβαίνει αυτού του επιπέδου την συζήτηση, επομένως δεν υπάρχει λόγος μακρηγορίας.

Το δεύτερο σκέλος αυτού του σημείου της κριτικής είναι ότι αν τελικώς επελέγησαν αρκετοί πασόκοι ή φίλοι υπουργών η διαδικασία επιλογής τους ήταν απλώς για τα μάτια του κόσμου. Όσοι διάβασαν το κείμενό μου περί αξιοκρατίας σ αυτό το blog ξέρουν ότι διαφωνώ ριζικά με αυτή κριτική. Φυσικά σε τέτοιες θέσεις στενών συνεργατών θα προτιμηθούν άνθρωποι στους οποίους μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη και πολιτικά και προσωπικά. Κι αν κάποιος δεν χρησιμοποιήσει και αυτό το κριτήριο, κάνει λάθος. Η αξιοκρατική επιλογή (πρέπει να) έχει το νόημα της απόρριψης των λιγότερο αξιόλογων υποψήφιων, όχι το νόημα της εμμονής σε λίστες τυπικών προσόντων που από κάποιο σημείο και μετά δεν εκφράζουν τίποτε ουσιαστικό. Μεταξύ ενός υποψηφίου με διδακτορικό από το Harvard και 40 δημοσιεύσεις σε θέματα management και ενός διδάκτορα του Yale με 50 δημοσιεύσεις σε θέματα οικονομίας κανείς δεν θα μπορούσε να επιλέξει κάποιον ως καλύτερο για Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, και εν πάση περιπτώσει δεν θα χρησιμοποιούσε ως κριτήριο τον αριθμό δημοσιεύσεων. Θα προτιμούσε αυτόν που θεωρεί πιο συνεργάσιμο. Η αξία της διαδικασίας έγκειται στο ότι απέρριψε όσους είχαν σαφώς λιγότερα προσόντα, κι επομένως κράτησε μια λίστα με υποψήφιους που είναι όλοι τουλάχιστον επαρκείς και περίπου ισότιμοι μεταξύ τους.

Απ την δική μου άποψη, η κριτική αυτή μπορεί να αποτελεί στάση ή όσων θεωρούν τις διαδικασίες ως αυτοσκοπούς ή την δημοκρατία σαν πρόσχημα. Όμως αυτοί οι άνθρωποι ασφαλώς δεν πρόκειται να πειστούν απ τα γραφόμενα σ ένα blog το οποίο μάλιστα ελπίζω ειλικρινώς να μη διαβάζουν.

Περνάμε τώρα στο τρίτο σημείο κριτικής. Αυτή η κριτική ασκείται κυρίως απ την Νέα Δημοκρατία. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να κρίνω τους κρίνοντες. Τέτοια στάση απ την ΝΔ μου μοιάζει με την στάση του οδηγού που αφού κατάφερε να τραυματίσει βαρύτατα την μάνα του στον παράδρομο του σπιτιού του, κατηγορεί τον αδελφό του που τους πάει με αγωνία στο νοσοκομείο οτι είναι κακός οδηγός επειδή πέρασε ένα κίτρινο φανάρι. Πάμε τώρα στην ουσία.

Εδώ θα με βρείτε σύμφωνο με τα όσα η κριτική αυτή παρατηρεί σε πολλές περιπτώσεις. Ναι, υπήρξαν και κενά, και παλινωδίες. Και το αν τα 2.000 € ως όριο για τις αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους αφορούσαν τον μισθό ή τις συνολικές αποδοχές, και το θέμα των τελών κυκλοφορίας των παλιών αυτοκινήτων, και τα όρια για τις επιχειρηματικές και επαγγελματικές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες, και ο αρχικός λάθος υπολογισμός του φόρου των τσιγάρων ήταν προβλήματα κυβερνητικής δυσλειτουργίας. Και νομίζω πως πρέπει να δούμε γιατί έγιναν και εάν και πώς θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, πράγμα που προτίθεμαι να κάνω περί το τέλος του post. Ας δούμε όμως πρώτα τις ενδοκυβερνητικές αντιθέσεις.

Κάποιες απ τις αντιθέσεις αυτές θεωρώ και φυσικές και επιβεβλημένες σε μια κυβέρνηση που λειτουργεί δημοκρατικά. Μια κυβέρνηση χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις και μάλιστα κοινοποιούμενες θα μου ήταν μάλλον αποκρουστική. Το προτέρημα της δημοκρατικής διαδικασίας είναι ακριβώς ότι οι αντιθέσεις συντίθενται και ότι δημιουργεί τριβές που εξομαλύνουν. Υπάρχουν όμως μια – δυο περιπτώσεις, όπως η συζήτηση για την ενιαιοποίηση του ΦΠΑ στο 15%, όπου μου φάνηκε ότι οι αντιθέσεις εμφανιζόντουσαν για λόγους σφυγμομέτρησης της κοινής γνώμης. Κι αυτό δεν μου αρέσει. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να βρει κανείς ποια μέτρα είναι ευκολότερο να γίνουν αποδεκτά κι ένας απ αυτούς είναι η ανοικτή διαβούλευση.

Παρά το ότι ο κ. Παπουτσής δεν μου είναι απ τους συμπαθέστερους πολιτικούς, και παρά το ότι η κόντρα του με τον κ. Παπακωνσταντίνου για το διχίλιαρο των δημοσίων υπαλλήλων είχε και μια λαϊκίστικη συνιστώσα, θα πρέπει να του αναγνωρίσω την στάση του στο θέμα της ένταξης της τροπολογίας για τις γονικές παροχές στο νομοσχέδιο Μπιρμπίλη για τα καμένα της Αττικής. Καλώς, κάλλιστα επενέβη. Ο τρόπος της νομοθετικής ρύθμισης με την μέθοδο της κατάθεσης τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια πρέπει επιτέλους να σταματήσει. Και οποιοσδήποτε καταφέρνει να τηρήσει ή να επιβάλει αυτή την αρχή έχει το χειροκρότημά μου.

Ας συνοψίσω την γνώμη μου. Καλώς εμφανίζονται οι διάφορες ενδοκυβερνητικές αντιθέσεις. Καλώς η κυβέρνηση επέλεξε βραδύτερες μεν, δημοκρατικότερες δε διαδικασίες. Δεν θεωρώ ότι η κυβέρνηση απέστη των προεκλογικών της εξαγγελιών. Παραμένουν όμως προς συζήτηση το θέμα των 5 νομοσχεδίων που δεν ψηφίστηκαν, όπως και το θέμα των παλινωδιών και προχειροτήτων. Πάμε λοιπόν να τα δούμε από μια λίγο διαφορετική οπτική.

Οι υπομονετικοί αναγνώστες του blog ξέρουν την άποψή μου για την οικονομική πολιτική του Παπανδρέου. Ξέρουν ότι η κυβέρνηση βλέπει την λύση των προβλημάτων ανάπτυξης και της διαχείρισης κρίσεων υπό το πρίσμα των πολύ σύγχρονων απόψεων των καλύτερων σημερινών οικονομολόγων όπως του Stiglitz, κι όχι στα πλαίσια του ακόμη διεθνώς επικρατούντος Washington Consensus, δηλαδή της συνταγής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αλλά και των ευρωπαϊκών οργάνων.

Αυτή η αντίληψη για τον τρόπο επίλυσης του οικονομικού μας προβλήματος είναι μακροπρόθεσμη. Δεν θα την επαναλάβω αναλυτικά, αλλά για τις ανάγκες αυτού του post θα υπενθυμίσω ότι συνίσταται στην ανάπτυξη των συνθηκών ευνομίας, διαφάνειας, αξιοκρατίας, ανοικτής πληροφόρησης, οργάνωσης, δημοκρατικότητας και εμπιστοσύνης, κοντολογίς του κοινωνικού κεφαλαίου χωρίς το οποίο οποιαδήποτε προσπάθεια ανάπτυξης είναι έτσι κι αλλιώς καταδικασμένη σε αποτυχία, με το οποίο δε η ανάπτυξη είναι εξαιρετικά εύκολη υπόθεση μια και οι σχεδόν φυσιολογικές δραστηριότητες των πολιτών θα την παράγουν.

Ξέρουν επίσης οι αναγνώστες του blog ότι η εμμονή στις αποτυχημένες μεθόδους και οι αγκυλώσεις στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας μας συχνότατα αποτελούν εγκατάσταση σε ισορροπίες Nash που ο μόνος τρόπος για να σπάσουν είναι ταχύτατες και συντονισμένες αλλαγές. Ο Παπανδρέου συνόψισε με εξαιρετικό τρόπο όλα αυτά που λέω στην πρόταση «το οικονομικό πρόβλημα είναι σύμπτωμα άλλων προβλημάτων». Παρενθετικά, τι καλά που θα ήταν αν μπορούσε η κυβέρνηση συχνά να συνοψίζει την άποψή της τόσο εύστοχα.

Στο φώς των προηγούμενων παρατηρήσεων το έργο της κυβέρνησης μέχρι σήμερα φαίνεται λιγάκι διαφορετικά. Στο δεύτερο κείμενό μου για την διαφθορά έδειξα ήδη το πόση δουλειά έχει γίνει για το θέμα, που είναι θέμα οικονομίας. Το νομοσχέδιο για την μετανάστευση που τρέχει, όπως όσοι διάβασαν το αντίστοιχο post μου ξέρουν, είναι θέμα οικονομίας. Το άνοιγμα του ασφαλιστικού και η διαβούλευση γι αυτό είναι θέμα οικονομίας. Στα δυο επόμενα post προτίθεμαι να σας μιλήσω για το σχέδιο Καλλικράτης και τον εκλογικό νόμο που είναι θέματα οικονομίας.

Η κυβέρνηση στις πρώτες 100 της μέρες έχει ήδη παραγάγει ένα έργο που αν το δούμε με τα μάτια που είχαμε πριν τις εκλογές είναι τουλάχιστον εκπληκτικό. Κανείς δεν θα πίστευε ότι το ρουσφέτι θα εξοβελιζόταν τόσο άκαρδα απ την πολιτική μας ζωή. Κανείς δεν θα πίστευε ότι θα βλέπαμε ανοικτές συνεδριάσεις υπουργικού συμβουλίου. Κανείς δεν θα πίστευε ότι απ την πρώτη μέρα θα άνοιγε το ασφαλιστικό. Κανείς δεν θα πίστευε ότι επιτέλους θα γινόταν προσπάθεια να κλείσει ο κύκλος της διαφθοράς. Κανείς δεν θα πίστευε ότι όλοι οι Έλληνες θα μάζευαν αποδείξεις, που είναι ο μόνος τρόπος καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Και όλα αυτά είναι θέματα οικονομίας.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό το θαυμαστό. Όπως θα είδατε στο post για τον κ. Προβόπουλο, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να ξέρει προεκλογικά την έκταση και ένταση των προβλημάτων. Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει το έλλειμμα αξιοπιστίας της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά και διεθνή κέντρα αποφάσεων. Κανείς δεν φανταζόταν την υπαγωγή μας στην στενή ευρωπαϊκή επιτήρηση με την εφαρμογή των παραγράφων 7 και 8 αλλά και 9 του άρθρου 104. Κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γινόμασταν το κύριο θέμα δίωρων συνεντεύξεων των κυρίων Almunia και Trichet. Κανείς δεν περίμενε ότι απ τις πρώτες μέρες της νέας κυβέρνησης πάνω απ τους ώμους των υπουργών θα βρισκόντουσαν οι ευρωπαίοι επιτηρητές. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι όλοι οι διεθνείς οργανισμοί θα μας συνέκριναν με την καταρρεύσασα Αργεντινή.

Η κυβέρνηση ήταν απ την πρώτη μέρα υποχρεωμένη να κινηθεί σε ασφυκτικά πλαίσια. Κι όμως δεν έχασε την μακροπρόθεσμη στόχευσή της. Και δεν απομακρύνθηκε απ τις προεκλογικές της εξαγγελίες. Απ τα πέντε νομοσχέδια που είχε υποσχεθεί για τις πρώτες 100 μέρες υλοποιήθηκαν όσα έλεγαν τα τρία πρώτα αλλά και το μισό απ το τέταρτο. Όχι με 4 νομοσχέδια, αλλά με 3 και με μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Δεν έγιναν με την σειρά που τα είχε πει προεκλογικά η κυβέρνηση, αλλά έγιναν. Ναι, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας έμεινε στην μέση λόγω της κόντρας του τραπεζικού συστήματος (και όχι μόνο του ελληνικού), αλλά το θέμα προχωράει. Δεν έχει ακόμη γίνει κάποια εισήγηση απ όσο ξέρω για την αντιμετώπιση της κρίσης στην αγορά εργασίας, αλλά εδώ τα πράγματα είναι όσο δύσκολα γίνεται με την ανυπαρξία εργαλείων. Ούτε το ΕΣΠΑ δουλεύει, ούτε ο ΟΑΕΔ έχει λεφτά. Όμως για το ΕΣΠΑ γίνεται τεράστια προσπάθεια ανασχεδιασμού, και τα αποτελέσματα του θα φανούν τον Μάρτιο ή το αργότερο τον Απρίλιο. Την δίμηνη ή τρίμηνη καθυστέρηση, στο ένα και μισό απ τα πέντε υπεσχημένα, με δεδομένη την κατάσταση που παρέλαβε η κυβέρνηση και την εκ των έξω πίεση, που κανείς δεν περίμενε, δεν την θεωρώ απόκλιση απ τις εξαγγελίες.

Για να τα ξαναδούμε τώρα όλα μαζί. Έχουμε μια κυβέρνηση που παραλαμβάνει εσωτερικό χάος και πλήρη αναξιοπιστία. Προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Και το κάνει ενώ ελέγχεται σε κάθε της κίνηση απ την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και το ΔΝΤ και τους οίκους αξιολογήσεων. Και ταυτόχρονα δεν χάνει τον μακροπρόθεσμο στόχο της που είναι σαφέστατα μια άλλη Ελλάδα. Η κυβέρνηση παλεύει με το τέρας, τηρώντας τους κανόνες fair play υπό αυστηρότατη διαιτησία (της ΕΕ), με κάποιους (τα άλλα κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης) να της βάζουν συνεχώς τρικλοποδιές είτε επειδή δεν καταλαβαίνουν τα προβλήματα είτε επειδή έχουν συμφέρον απ την όξυνσή τους, και ταυτόχρονα προσπαθεί να μην πατήσει τα πόδια των χαμηλόμισθων αλλά και να τακτοποιήσει το ρινγκ ώστε όταν περάσει το ζενίθ της κρίσης να μπορέσουμε να προχωρήσουμε.

Το επίπεδο της κυβέρνησης περιγράφηκε πολύ σωστά απ τον κ. Πάγκαλο με την κατά καιρούς θαυμαστή λαϊκότητά του. Μιλάμε για NBA, είπε. Κι αν θέλετε μια επιπλέον αδιάψευστη απόδειξη, σας παρακαλώ να θυμηθείτε το εξής: Μερικές μέρες μετά τις εκλογές, μόλις τα χάλια μας κοινοποιήθηκαν, όλοι συζητούσαμε για το πώς θα μας αντιμετωπίσουν οι ξένοι. Κι όλοι δεχόντουσαν, όλοι δεχόμαστε ότι οι ξένοι δεν βλέπουν κυβερνήσεις, βλέπουν ένα κράτος που τους εξαπάτησε, πράγμα που είναι και απολύτως λογικό. Ε, ξέρετε καμμιά άλλη περίπτωση όπου οι ξένοι ενδιαφερόμενοι φθάνουν να κάνουν τον διαχωρισμό και να επιρρίπτουν τις ευθύνες της αναξιοπιστίας όχι στο κράτος, αλλά στην προηγούμενη κυβέρνησή του; Δεν είναι αυτό παγκόσμια πρωτοτυπία; Δεν είναι και σαφής ένδειξη του σεβασμού των ξένων προς την σημερινή κυβέρνηση, αν μάλιστα σκεφθούμε ότι εφαρμόζει ένα σχέδιο διάσωσης διαφορετικό απ το δικό τους;

Για λόγους πληρότητας, παρόλο που ακόμη και οι φανατικότεροι νεοδημοκράτες δύσκολα θα εξέφραζαν αντιρρήσεις σ αυτό το σημείο, θα ήθελα εδώ να υπενθυμίσω μερικές απ τις πρόσφατες δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων που κάνουν διάκριση ανάμεσα στην προηγούμενη και την παρούσα ελληνική κυβέρνηση.

Αντιγράφω απ το www.in.gr και το www.nooz.gr (πρωην flash)

Την ανησυχία τους για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία και για την απόλυτη -όπως ανέφεραν- διάψευση των στατιστικών στοιχείων της προηγούμενης κυβέρνησης, εξέφρασαν λίγο μετά το πέρας των εργασιών του Eurogroup, την Δευτέρα, ο πρόεδρός του Ζαν Κλoντ Γιούνκερ, ο επίτροπος Χοακίν Αλμούνια και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ. (20/10/09)

… ο Θαπατέρο στήριξε την Αθήνα αλλά και προσωπικά τον Έλληνα πρωθυπουργό, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση... έχω εμπιστοσύνη στον Γιώργο Παπανδρέου». (17/1/10)

Και δεν είναι μόνον ο Θαπατέρο που είναι συγγενής πολιτικά προς τον Παπανδρέου, αλλά και η Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομίας της.

Η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ δήλωσε την Παρασκευή ότι «έχουν γίνει σημαντικά βήματα» για την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία, προσθέτοντας ότι γνωρίζει τι προσπάθεια αντιπροσωπεύουν αυτά τα βήματα για τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου (18/1/10)

Ο Γερμανός υπουργός οικονομίας Βόλφανγκ Σόιμπλε που έχει επισημάνει επανειλημμένως ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να περιμένει οικονομική βοήθεια από την Γερμανία είπε σχετικά: «έχουμε μια νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα. Θα πρέπει να αντεπεξέλθει σε ένα δύσκολο έργο. Δικαιούται υποστήριξης, ώστε να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, (19/1/10)

Και ο Ολλανδός επαυξάνει.

Ο Ολλανδός υπουργός οικονομίας Βούτερ Μπος τόνισε ακόμη ότι έχει εμπιστοσύνη στον Έλληνα ομόλογό του. (19/1/10)

Και δεν είναι ένας, είναι όλοι οι υπουργοί Οικονομικών σε συμβούλιο υπό τον Γιούνκερ

… ο κ. Γιούνκερ, καθώς και οι υπουργοί Οικονομικών εξέφρασαν την εμπιστοσύνη τους στη νέα κυβέρνηση .. (19/1/10)

Αλλά και οι επίσημες εκθέσεις δεν πάνε πίσω σε διακρίσεις.

… η εν λόγω έκθεση, που απευθύνεται στους υπουργούς οικονομικών της ΕΕ, ουσιαστικά αναφέρει ότι παρά τις επίμονες προσπάθειες της Eurostat από το 2004 και μετά, παραμένουν συστημικές ελλείψεις και αδυναμίες, οι οποίες δεν επιτρέπουν την έγκαιρη συλλογή αξιόπιστων δημοσιονομικών στοιχείων στην Ελλάδα. (11/1/10)

Και όταν ζητούνται διευκρινίσεις για τις επίσημες εκθέσεις, όπως για την έκθεση που προτείνει την παραπομπή της υπόθεσης των greek statistics στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, οι απαντήσεις είναι όσο σαφείς γίνεται.

... η Α.Τόρες εκπρόσωπος του Αλμουνια διευκρίνισε ότι αναφέρεται σε στοιχεία παρελθόντων ετών και ειδικότερα στην περίοδο 2005-2008, τα οποία κοινοποιήθηκαν στη Eurostat τον Οκτώβριο του 2009. (11/1/10)

Δυστυχώς η αμέλειά μου να αρχειοθετώ στοιχεία την στιγμή που τα βρίσκω δεν μου επιτρέπει να σας δώσω κι άλλες, απ ότι θυμάμαι ευκρινέστερες δηλώσεις ευρωπαίων επισήμων. Νομίζω όμως ότι κι αυτά φθάνουν.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε. Μου είναι απολύτως σαφές ότι αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τους σκοπέλους κι αρχίσει η οικονομία να κινείται, η στάση της κυβέρνησης θα αποτελεί παγκόσμιο μοντέλο που θα αλλάξει ακόμη και τους κανόνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την αντιμετώπιση των κρίσεων.

Δυο σημεία νομίζω ότι απομένουν για να ολοκληρώσω την άποψή μου για την μέχρι τώρα πορεία της κυβέρνησης.

Το πρώτο σχετίζεται με τα λάθη και τις παλινωδίες της κυβέρνησης, καθώς και τις εσωκομματικές ή ενδοκυβερνητικές αντιθέσεις. Πώς εξηγούνται αυτά;

Για να απαντήσω σ αυτό το ερώτημα θα συγκεντρώσω την προσοχή μου στα λάθη του υπουργείου Οικονομικών, που ήταν εξάλλου και τα περισσότερα. Σκέπτομαι λοιπόν τον κ. Παπακωνσταντίνου και το επιτελείο του αυτές τις τελευταίες 100 μέρες. Σκέπτομαι αρχικά τα ταξίδια που χρειάστηκε να κάνει καθώς και τις απολύτως υποχρεωτικές συνεντεύξεις για τις οποίες η στοιχειώδης προετοιμασία και μόνον είναι μπόλικη δουλειά για 100 μέρες. Σκέπτομαι ότι ταυτόχρονα ο άνθρωπος χρειάστηκε να συντάξει και να υποστηρίξει στην Βουλή ένα ευπρεπή προϋπολογισμό σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και μάλιστα υπό τις δεδομένες συνθήκες πίεσης. Σκέπτομαι ότι εκτός του προϋπολογισμού είχε να συντάξει και το πρόγραμμα σταθερότητας που θα παρουσίαζε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σκέπτομαι ότι αυτό το πρόγραμμα, διπλασιάζοντας την δουλειά του το συνέταξε σε δυο εκδόσεις, που ονόμασε σχέδιο Α και σχέδιο Β, προφανώς επειδή το σχέδιο Β, που δεν θάθελε να ακολουθήσει, βρίσκεται πλησιέστερα στον γενικά αποδεκτό τρόπο με τον οποίο καταρρέουσες οικονομίες οφείλουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους, κι επομένως η παρουσίασή του στους εταίρους μας αυξάνει τις πιθανότητες αποδοχής του σχεδίου Α, του σχεδίου της δικής του προτίμησης.

Φανταστείτε τα προγράμματα με τις δεκάδες χιλιάδες γραμμές που στο τέλος της κάθε μιας τους βρίσκεται ένας αριθμός που πρέπει να αυξηθεί ή να μειωθεί, και ότι η αλλαγή καθενός απ αυτά επηρεάζει τα άλλα, πράγμα που απαιτεί σκέψη και συζήτηση. Φανταστείτε πώς πρέπει να επιμεριστεί το έργο σε ομάδες ενταγμένες σε μια ιεραρχία, στα υψηλότερα επίπεδα της οποίας βρίσκονται συγκεντρωτικά νούμερα ενώ στα χαμηλότερα τα αναλυτικότερα.

Παρακαλώ τώρα να σκεφτείτε σε ποιο επίπεδο ιεραρχίας βρίσκονται οι φόροι στα τσιγάρα ή τα τέλη αυτοκινήτων, δηλαδή εκείνοι οι αριθμοί για τους οποίους κατηγορήθηκε ο κ. Παπακωνσταντίνου, ανεξάρτητα απ την σημασία που μπορεί να έχουν για κάποιους από εμάς. Δεν είναι σαφές ότι βρίσκονται κάτω κι απ το επίπεδο των όχι και τόσο στενών συνεργατών του και ότι πλησιάζουν το επίπεδο των μονίμων στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης των οποίων όλοι ξέρουμε την αποτελεσματικότητα; Φυσικά τα λάθη αυτά θα έπρεπε να έχουν ελεγχθεί και διορθωθεί, αλλά είναι λογικό να κρίνεται απ αυτά το συνολικό έργο; Και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά απ αυτά, όπως μας προτείνουν τα ΜΜΕ και η αντιπολίτευση;

Ναι, η κυβέρνηση έκανε αρκετά λάθη. Όλα όμως είναι αυτού του τύπου. Και όσα εντοπίστηκαν απ τα ΜΜΕ διορθώθηκαν κατά το δυνατόν. Και σ αυτό συνέτειναν δημοκρατικότατα οι ενδοκυβερνητικές αντιθέσεις. Και βέβαια το συνολικό αποτέλεσμα είναι τέτοιο που αν η κυβέρνηση καταφέρει και βγάλει τους προσεχείς μήνες οι Έλληνες πολίτες θα αποτελούν τους ευκολότερα αποφυγόντες χρεωκοπία παγκοσμίως, σε επίπεδο ρεκόρ Γκίνες.

Αυτή η κυβέρνηση έχει να συγκρουστεί με τα πραγματικά μας προβλήματα, με όσους έχουν συμφέρον απ τα προβλήματα αυτά, αλλά και με παγιωμένες αντιλήψεις και συμπεριφορές. Το έργο που έχει να κάνει, όπως τουλάχιστον δυο ξένα κανάλια ανέφεραν είναι Ηράκλειο. Όμως υπάρχουν και οι πρώτες ενδείξεις ότι κάτι κινείται. Πολλοί συμπολίτες μας αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και να ζητούν διέξοδο από τους φαύλους κύκλους του παρελθόντος μας. Οι συζητήσεις, όχι στις τηλεοράσεις αλλά στις ταβέρνες, τα καφενεία και τα σπίτια αρχίζουν να σοβαρεύουν. Τα τσιτάτα και οι κοινοτοπίες ελαττώνονται. Κι αυτό είναι η πραγματική μας ελπίδα.

Το δεύτερο και τελευταίο σημείο που θέλω να τονίσω είναι το θέμα των όχι και τόσο στενών συνεργατών των υπουργών. Έχω την εντύπωση ότι σε αντίθεση με τον κ. Πάγκαλο που είδε την ποιότητα σχεδιασμού και το πόσο ψηλά έχει μπει ο πήχυς, αυτά τα στελέχη διατηρούν κάποιες τυπικά συντηρητικές και/ή λαϊκίστικες αντιλήψεις και το επίπεδό τους είναι κατώτερο των περιστάσεων. Αυτό εξάλλου είναι συνολικά το επίπεδο του πολιτικού μας δυναμικού μετά από 35 χρόνια μεταπολιτευτικής πολιτικής αερολογίας σε όλα τα κόμματα και δεν είναι καθόλου εύκολο να αλλάξει γρήγορα, ειδικά όταν τα ΜΜΕ με νύχια και με δόντια προσπαθούν να συντηρήσουν τις παλιές ισορροπίες. Δεν φαντάζεστε πόσο εύχομαι να κάνω λάθος.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Το πνεύμα των Χριστουγέννων.



Πριν μερικές μέρες πήγα λιγάκι καθυστερημένος σε μια συνάντηση φίλων. Ρώτησα αν είχα χάσει τίποτε ενδιαφέρον και μου είπαν ότι είχαν μιλήσει λιγάκι για το πνεύμα των Χριστουγέννων. Φυσικά ενδιαφέρθηκα να μάθω τι είχε λεχθεί. Ένας φίλος είχε προτείνει ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων εντοπίζεται στην έννοια του δώρου. Το θέμα αλλά και η σκέψη του δώρου μου άρεσε κι άρχισα να την γυρίζω στο μυαλό μου δίνοντας της και μια τροπή που θεωρούσα ταιριαστή.

Η συζήτηση δεν συνεχίστηκε επειδή η παρέα παραήταν μεγάλη και προέκυψαν στο μεταξύ άλλα θέματα πιο πιασάρικα. Σκέφτηκα όμως να σας μεταφέρω μερικές δικές μου σκέψεις εδώ, έτσι, σαν Χριστουγεννιάτικο δώρο μια που δεν μπορώ να σας προσφέρω κάτι καλύτερο online.

Δώρο. Αυτό που ξεπερνάει τα λογιστικά ισοζύγια, που υπερβαίνει τις αλγεβρικές αθροίσεις των συν και πλην, που διαλύει τα παιχνίδια του τύπου tit for tat, μια σου μια μου επί το ελληνικότερο. Όχι φυσικά ότι δε γίνονται και τέτοιου τύπου δώρα, δώρα που στην ουσία χρησιμοποιούμε σαν επένδυση. Όχι ότι στα πιο πολλά δώρα που κάνουμε δεν εμπεριέχεται έστω και λίγο κι αυτή η συνιστώσα του μέλλοντος κέρδους. Αλλά η ουσία του δώρου δεν είναι βέβαια αυτή.

Τα πραγματικά μας δώρα, κυρίως αυτά που κάνουμε στους ανθρώπους που αγαπάμε, συχνά αυτά που κάνουμε σε παιδιά δεν είναι έτσι. Τη στιγμή που κάνεις ένα αληθινό δώρο το μόνο που σ ενδιαφέρει είναι η χαρά αυτού που το παίρνει, αυτό θες να δεις στα μάτια του. Η χαρά του γίνεται χαρά σου, και μάλιστα επαυξημένη και βελτιωμένη.

Κάτι χωρίς αντάλλαγμα, κάτι για τίποτε. Ακριβέστερα, κάτι για την χαρά. Του άλλου και συνεπώς τη δική μας. Η λογιστική όχι μόνο δεν βρίσκεται εδώ, αλλά η παρουσία της καταστρέφει το δώρο. Συγχωρήστε μου την αρνητική σκέψη, αλλά επειδή μ αρέσει να αποδεικνύω όσο είναι δυνατόν αυτά που λέω, για φανταστείτε τη στιγμή που κάνετε ένα δώρο σε κάποιον να σας πληρώσει την αξία του συν τον κόπο που κάνατε.

Μ αυτή την έννοια, υπερβαίνοντας την λογιστική το δώρο μας βγάζει απ τον κόσμο της ανάγκης. Μας πηγαίνει επομένως στο βασίλειο της ελευθερίας και της αφθονίας. Η καρδιά μας ησυχάζει. Δωρίζοντας και παίρνοντας δώρα παίρνουμε μια γεύση ενός κόσμου που αισθανόμαστε πεντακάθαρα ότι είναι ο μοναδικός κόσμος που μας ταιριάζει, ο κόσμος που θα θέλαμε να βρισκόμαστε πάντα. Που κι αν ακόμη δεν είναι εδώ, είναι στην ουσία ο μοναδικός λόγος που είμαστε εδώ.

Όταν παίρνουμε δώρα ξαναγινόμαστε παιδιά. Παιδιά που δεν έχουν σοβαρή αίσθηση της ανάγκης. Παιδιά που νοιώθουν την βεβαιότητα πως οτιδήποτε χρειάζονται θα τους δοθεί. Ως δώρο. Παιδιά που ζουν προνομιακά στο βασίλειο της ελευθερίας και της αφθονίας. Και που γι αυτό μπορούν να είναι συνεχώς χαρούμενα, ή να επανέρχονται στην κατάσταση χαράς αμέσως μόλις περάσουν τυχόν δυσάρεστες στιγμές.

Φυσικά το δώρο δεν είναι ατομική υπόθεση. Αχ, πόσο μ ενοχλεί να ακούω σ εκείνα τα πρωϊνάδικα την τόσο συνηθισμένη ηλιθιότητα «κάντε ένα δώρο στον εαυτό σας». Το δώρο χρειάζεται δυο τουλάχιστον. Ο κόσμος που θέλουμε, ο μοναδικός κόσμος που μπορεί να μας ταιριάζει περιέχει υποχρεωτικά τον Άλλον. Το βασίλειο της ελευθερίας δεν είναι με κανένα τρόπο χώρος μοναξιάς. Είναι κοινωνία.

Επιλέγοντας το δώρο μας έχουμε τον Άλλον συνεχώς στο μυαλό μας. Προσπαθούμε να επιλέξουμε κάτι που θα τον εκπλήξει. Προσπαθούμε να επιλέξουμε κάτι που δεν έχει. Προσπαθούμε να επιλέξουμε κάτι που θα τον απαλλάξει από κάποιο κόπο, δηλαδή κάποια ανάγκη, δηλαδή κάτι που θα του αυξήσει την ελευθερία. Ή, προσπαθούμε να βρούμε κάτι εντελώς έξω από οποιαδήποτε ανάγκη, κάτι εντελώς περιττό, που όμως θα του δώσει χαρά, που πάλι δηλαδή θα τον μεταφέρει στον χώρο της ελευθερίας, του παιχνιδιού, της αμεριμνησίας. Προσπαθούμε να προβλέψουμε τα συναισθήματά του καθώς θα το ανοίγει. Βλέπουμε με το μυαλό μας το χαμόγελό του και προσπαθούμε να το μεγαλώσουμε όσο μπορούμε.

Καθώς δίνουμε το δώρο μας στον Άλλον τον κοιτάμε εξαιρετικά προσεκτικά. Παρατηρούμε την αντίδρασή του καθώς ανοίγει το πακέτο. Οι μιμητικοί μας νευρώνες – ναι, υπάρχουν τέτοιοι και είναι υπεύθυνοι για την ενσυναίσθηση, αγγλιστί empathy - συντονίζονται πάνω του και νοιώθουμε αυτά που νοιώθει αυτός. Γι αυτό χαιρόμαστε με την χαρά του για το δώρο μας.

Διά των μιμητικών ή κατοπτρικών αυτών νευρώνων και της δραστηριότητας τους γεννιέται ο Άλλος μέσα μας. Με κάποιο τρόπο γινόμαστε ο Άλλος, κι ο Άλλος γίνεται εμείς. Γιατί η κύρια ιδιότητα του Άλλου, του όποιου άλλου, που όμως φαίνεται σαφέστερα στα αγαπητά μας πρόσωπα, είναι ότι βρίσκεται μέσα μας, ότι είναι με κάποιο τρόπο εμείς. Κι αν αυτό σας θυμίζει το «ως σεαυτόν», δηλαδή το «κατά την ιδιότητά του να είναι ο εαυτός σου» αυτό σημαίνει ότι κοιτάμε στη σωστή μεριά για το πνεύμα των Χριστουγέννων.

Αν τώρα το αποτέλεσμα της προσεκτικής μας παρατήρησης του Άλλου συμπέσει με την πρόβλεψή μας και νοιώσει την χαρά που εξ αρχής θέλαμε, αισθανόμαστε εκτός από χαρούμενοι, και δικαιωμένοι, με την ευγενική έννοια του όρου βέβαια. Με την έννοια του δικαίου ως αρμονίας, που προς τα έξω εμφανίζεται ως κάλλος, όπως έλεγε ο Πλάτων. Προσέξτε την κοινή ρίζα της αρμονίας και του αρμόζειν, που σημαίνει να ταιριάζει, να «δένει», να μοιάζει . Και νάτην πάλι η ομοιότητα, δηλαδή το αποτέλεσμα της μίμησης που κάνουν οι νευρώνες μας.

Το δώρο μ’ αυτή την αρμονία παράγει αισθητική. Κι απ την άλλη μεριά, η μοναδική αξία της αισθητικής είναι ότι μπορεί να γίνεται δώρο, το άξιο λόγου δώρο. Το κάλλος, η συγκεκριμενοποιημένη δηλαδή αισθητική, είναι βέβαιο χαρακτηριστικό του βασιλείου αυτού της ελευθερίας για την οποία μιλάμε.

Καθώς δίνουμε ή παίρνουμε το δώρο μας, ο χρόνος σταματάει. Χάνει αμέσως και την ευθύγραμμη και την κυκλική του διάσταση. Γίνεται στιγμή. Ότι έχει σημασία είναι παρόν, εκείνη τη στιγμή. Ο χρόνος δεν είναι πια χρήμα, δεν είναι ένα σύνολο από σημεία στο μπλοκάκι μας που μας υπενθυμίζουν καθήκοντα, δεν είναι το μαγγανοπήγαδο των εβδομάδων, των μηνών και των ετών, δεν είναι παράγων άγχους. Έχουμε ήδη πάρει μια μικρή γευσούλα αιωνιότητας, που είναι βέβαια η κατάσταση του βασιλείου της ελευθερίας γιατί αυτό δεν μπορεί να γυρίζει πίσω, δεν μπορεί να καταστρέφεται, είναι τέλειο.

Και το πνεύμα των Χριστουγέννων, ως δώρο, δεν αφορά βέβαια μόνο δυο, δεν είναι μόνον η κοινωνία των δυο. Αφορά τους πάντες. Αφορά την κοινότητα. Όλα γίνονται γιορτή. Φυσικά σταματάν οι δουλειές. Οτιδήποτε θυμίζει ανταγωνισμό τείνει να απουσιάζει γιατί ο ανταγωνισμός, δηλαδή η πηγή των μηδενικών αθροισμάτων των συν και πλην, υπάρχει μόνο στον κόσμο της ανάγκης απ τον οποίο για λίγο δραπετεύουμε. Τραπέζια ετοιμάζονται στα σπίτια, όπου μαζεύονται οι συγγενείς που ανταλλάσσουν δώρα. Το ίδιο το τραπέζι βέβαια είναι κι αυτό ένα σύνολο δώρων. Το δώρο, παρότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως να γίνεται ιδιοκτησία, την ξεπερνά. Η ιδιοκτησία είναι για όλους, είναι κοινή. Η γιορτή είναι ακριβώς η κοινοτική έκφραση του δώρου. Και τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή.

Φυσικά όλοι ξέρουμε ότι η στιγμή της γιορτής σύντομα θα τελειώσει. Και το υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας, συμβολίζοντας τον ανταγωνισμό που θα ξανάρθει αύριο το ίδιο επίμονος όπως και χθές στήνοντας ένα χαρτάκι, δηλαδή ένα απολύτως ανταγωνιστικό παιχνίδι πάνω στο τραπέζι της γιορτής.

Η γιορτή όμως καταφέρνει να το χωνέψει, να το ξεπεράσει. Ο ανταγωνισμός γίνεται κι αυτός παιχνίδι, τα ποσά που ανταλλάσσονται ξέρουμε ή υποθέτουμε ότι δεν θα πονέσουν, τουλάχιστον όχι πολύ. Και φυσικά η νίκη του πνεύματος των Χριστουγέννων και πάνω στο χαρτάκι προκύπτει, εκτός απ το ότι είναι παιχνίδι, και απ το δεδομένο ότι είναι τυχερό παιχνίδι. Τα όποια κέρδη είναι τυχερά, δηλαδή δεν τα αποκομίζουμε με την αξία μας. Δηλαδή είναι δωρεά, που σημαίνει ακριβώς κάτι που δεν παίρνουμε επειδή το αξίζουμε.

Όπως δηλαδή κατ ουσίαν δεν έχουμε τίποτε με την αξία μας. Η ίδια η ζωή μας είναι κάτι που μας δόθηκε, για το οποίο δεν χρειάστηκε να κάνουμε τίποτε. Η πραγματική φυσική μας κατάσταση προκύπτει δωρεάν. Είναι δωρεά. Κοινή για όλους. Γιορτή. Και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να γίνουμε εκ των υστέρων άξιοι αυτής της δωρεάς συνειδητοποιώντας ακριβώς ότι είναι δωρεά. Συνειδητοποιώντας δηλαδή την αναξιότητά μας γι αυτήν.

Είναι ήδη αργά κι η λαιμαργία μου σ ένα βραδινό τσιμπούσι –δώρο εορτάζοντος φίλου- μου έχει αυξήσει το χαμόγελο μεν, μου έχει όμως βαρύνει το στομάχι και τα βλέφαρα. Ξέρω φυσικά ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων είναι πολύ περισσότερα πράγματα απ όσα σας είπα, πράγματα στα οποία απέφυγα ή δεν σκέφτηκα να αναφερθώ έστω και ακροθιγώς. Ότι και να πω εξάλλου δεν θα μπορέσω να το περιγράψω, γιατί είναι κι αυτό δώρο. Που με υπερβαίνει, που δεν το έχω γύρω μου και μέσα μου επειδή το αξίζω.

Ξέρω επίσης απ την άλλη ότι είστε έξυπνοι άνθρωποι κι ότι θα προχωρήστε αυτές στις σκέψεις παρακάτω, προς την κατεύθυνση που κρίνετε σωστή. Κι έτσι μπορώ να πάω για ύπνο ήσυχος.

Να είστε καλά.